Της Χριστίνας Μωραΐτη,
Ο νομοθέτης στο πλαίσιο του νόμου 4335/2015 κατέστησε αυστηρότερη την αρχή του συγκεντρωτικού συστήματος στην πρωτοβάθμια διαδικασία, θεσπίζοντας την κατάθεση των προτάσεων ως το ύστατο σημείο συγκέντρωσης των ισχυρισμών των διαδίκων, χρονικό σημείο πέρα του οποίου δεν γίνονται δεκτοί άλλοι νέοι ισχυρισμοί. Αντίθετα, δεν ισχύει το ίδιο στη δευτεροβάθμια διαδικασία, όπου το συγκεντρωτικό σύστημα παραμένει ο κανόνας. Μετά τον πλήρη παραγκωνισμό του άρθρου 269 ΚΠολΔ και την αυτούσια μεταφορά του στη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, κάμψη του κανόνα συγκεντρώσεως των πραγματικών ισχυρισμών μπορεί να λάβει χώρα μόνο στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Σύμφωνα με την ισχύουσα διαδικασία, κάθε ισχυρισμός πρέπει να παρουσιαστεί στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς η κάμψη του κανόνα συγκέντρωσης των ισχυρισμών είναι εφικτή μόνο σε αυτό το στάδιο. Ως εκ τούτου, όλοι οι ισχυρισμοί που παρουσιάζονται μετά την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων στο Πολυμελές Πρωτοδικείο μεταφέρονται υποχρεωτικά προς κρίση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Το σύστημα συγκεντρώσεως στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας κάμπτεται από πέντε κατηγορίες εξαιρέσεων, οι οποίες θα αναλυθούν διεξοδικά παρακάτω.
- Ισχυρισμοί προτεινόμενοι από τον εφεσίβλητο ως άμυνα κατά της έφεσης
Ο πρώτος σημαντικός περιορισμός στο σύστημα συγκεντρώσεως στη δευτεροβάθμια δίκη είναι οι αμυντικοί ισχυρισμοί που υποβάλλονται από τον εφεσίβλητο ως άμυνά του. Σύμφωνα με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος μπορεί να υποβάλλει στη δευτεροβάθμια δίκη πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι είτε δεν προβλήθηκαν στο πρώτο βαθμό είτε απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι, εφόσον βοηθούν στην υπεράσπισή του κατά της έφεσης και δεν αλλάζουν την ιστορική βάση της αγωγής. Ο τελευταίος περιορισμός αφορά, ασφαλώς, αποκλειστικά και μόνον τον εφεσίβλητο ενάγοντα, καθώς ο εφεσίβλητος-εναγόμενος αμυνόμενος κατά της έφεσης δύναται να προτείνει νέους ισχυρισμούς στο Εφετείο, χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό. Φυσικά, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να σχετίζονται με το αντικείμενο της δίκης, όπως αυτό καθορίζεται από τους κύριους ή πρόσθετους λόγους της έφεσης.
Με βάση, λοιπόν, τη ρύθμιση του άρθρου 527 περ. 1, ο εφεσίβλητος εναγόμενος δύναται να επικαλεστεί παραδεκτά για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου κάθε αυτοτελή ισχυρισμό, ο οποίος εμποδίζει τη δημιουργία, εκμηδενίζει ή καθιστά αδύνατη, μόνιμα ή πρόσκαιρα, την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος, όταν η αγωγή του ενάγοντος απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως νόμω ή ουσία αβάσιμη.
2. Ισχυρισμοί προτεινόμενοι από τους παρεμβαίνοντες το πρώτον στο εφετείο
Βάσει της νέας ρύθμισης και με εξαίρεση την αρχή της μη υπέρβασης της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του άρθρου 12 ΚΠολΔ, πλέον στο Εφετείο επιτρέπεται μόνο η πρόσθετη παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 80 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 527 περίπτωση 1 ΚΠολΔ, αν κάποιος ασκήσει για πρώτη φορά αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση στο Εφετείο υπέρ του εκκαλούντος (από αναγκαίο ομόδικό του, άρθρο 76.1), τότε επιτρέπεται στον αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντα να προτείνει απεριόριστα όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του συγκεντρωτικού συστήματος και ανεξαρτήτως του κατά πόσον δικαιούται να τους προβάλει κατά την παρέμβασή του στη δίκη του υπέρ ου ή παρέμβαση ομόδικού του.
Ο λόγος για τον οποίο οι ισχυρισμοί αυτοί δεν συμφωνούν απόλυτα με το συγκεντρωτικό σύστημα είναι επειδή, όταν ο αναγκαίος ομόδικος ασκεί έφεση κατά μιας απόφαση, αυτό επηρεάζει και τους υπόλοιπους ομόδικους (άρθρο 76 παρ. 4 ΚΠολΔ). Αυτό συνεπάγεται ότι αν ένας ομόδικος, ο οποίος δεν άσκησε έφεση, δεσμεύεται από δεδικασμένο, θα πρέπει να του δοθεί το δικαίωμα να διορθώσει τυχόν σφάλματα ή παραλείψεις που έγιναν από τον ομόδικο που ασκεί την έφεση.
3. Οψιγενείς ισχυρισμοί
Μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό και την έκδοση οριστικής απόφασης, ή μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή προτάσεων σύμφωνα με το άρθρο 237 του ΚΠολΔ, είναι δυνατόν να προκύψουν νέα πραγματικά γεγονότα που ανατρέπουν την δικαιολογητική βάση της απόφαση του πρώτου βαθμού. Για αυτό τον λόγο, ο νομοθέτης προέβλεψε στο άρθρο 527 περίπτωση 2 του ΚΠολΔ ότι οι ισχυρισμοί που δεν έχουν αναφερθεί προηγουμένως (οψιγενείς) είναι αποδεκτοί στη δίκη στον δεύτερο βαθμό.
4. Προνομιακοί ισχυρισμοί
Στο δεύτερο επίπεδο δικαιοδοσίας, το “ius novorum” περιλαμβάνει και τους προνομιακούς ισχυρισμούς, ισχυρισμούς δηλαδή που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο ή μπορούν να προταθούν από τους διαδίκους σε κάθε στάδιο της δίκης (άρθρο 527 περίπτωση 3). Έτσι, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, τόσο θετικές όσο και αρνητικές, λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και μπορούν να προταθούν απεριόριστα σε κάθε στάδιο της δίκης. Ορισμένα παραδείγματα αυτών των ισχυρισμών είναι οι ενστάσεις εκκρεμοδικίας, δεδικασμένου, αοριστίας της αγωγής, παράλειψης εγγραφής της αγωγής στα βιβλία μεταγραφών και έλλειψης νομιμοποίησης.
5. Ισχυρισμοί που δεν προβλήθηκαν εγκαίρως στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας από δικαιολογημένη αιτία
Μια νέα κατηγορία ισχυρισμών, που μπορεί να παρουσιαστεί αποδεκτά στο Εφετείο, είναι αυτοί που δεν προτάθηκαν εγκαίρως στην πρωτοβάθμια δίκη από δικαιολογημένη αιτία (α. 527 περ. 4 ΚΠολΔ). Η ανάγκη για διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης οδήγησε στην υποχώρηση του συγκεντρωτικού συστήματος στις περιπτώσεις όπου η βραδύτητα του διαδίκου είναι άμεμπτη, δεν βαρύνεται δηλαδή με πταίσμα.
Η ερμηνεία της δικαιολογημένης αιτίας πρέπει να είναι ευρεία και ελαστική, αλλά χωρίς να καταστρατηγείται το συγκεντρωτικό σύστημα. Η δυνατότητα του δικαστηρίου να δεχτεί ή όχι τη συνδρομή δικαιολογημένης αιτίας και να κρίνει ως παραδεκτό έναν καθυστερημένα προβαλλόμενο ισχυρισμό δε συνεπάγεται την καθιέρωση γνήσιας διακριτικής ευχέρειας, αλλά συνδέεται με την αποδεικτική ελευθερία του δικαστή. Αν το εφετείο κρίνει ότι ο διάδικος καθυστέρησε υπαιτίως την προβολή του ισχυρισμού στον δεύτερο βαθμό, τότε δεν μπορεί να τον κάνει δεκτό, ακόμα κι αν αυτό θα εξυπηρετούσε την αποκάλυψη της αλήθειας. Αυτό έχει ως σκοπό να διασφαλίσει τη μη παράβαση της συγκεντρωτικής αρχής, το δικαίωμα ακροάσεως και την έλλειψη πταίσματος του προβάλλοντος τον ισχυρισμό διαδίκου.
6. Ισχυρισμοί αποδεικνυόμενοι με έγγραφο ή δικαστική ομολογία
O εν λόγω ισχυρισμός θα πρέπει να αποδεικνύεται άμεσα και παραχρήμα, δηλαδή χωρίς την ανάγκη να διαταχθούν νέες αποδείξεις, ενώ η αποκλειστική αναφορά του νομοθέτη σε απόδειξη αποκλειστικά με έγγραφο ή δικαστική ομολογία συνεπάγεται το απαράδεκτο του ισχυρισμού που αποδεικνύεται με άλλον τρόπο, όπως λ.χ. με τεκμήρια ή με μάρτυρες. Η κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με το εάν ο νέος ισχυρισμός αποδεικνύεται ή όχι παραχρήμα από το έγγραφο ή τη δικαστική ομολογία που επικαλείται ο διάδικος είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, καθώς αφορά κρίση περί τα πράγματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Καλλιόπη Μακρίδου, Πραγματικοί ισχυρισμοί και θεμελιώδη Δικονομικά Συστήματα, ΕλλΔνη, 2008.
- Νικόλαος Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 4η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.