Του Γιώργου Ποτουρίδη,
Αιτιώδης συνάφεια (ή αλλιώς αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος) καλείται ο λογικός σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς και του αποτελέσματος, ήτοι η σχέση αιτίου και αιτιατού ώστε το αξιόποινο αποτέλεσμα να προέρχεται και να οφείλεται στην συγκεκριμένη συμπεριφορά. Πρόκειται λοιπόν για οργανικό στοιχείο της πράξης και σε καμία περίπτωση για ένα επιπλέον άγραφο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων, όπως έχει υποστηριχθεί από κάποιους θεωρητικούς.
Ενώ κάποιες φορές η διαπίστωση του ανωτέρω συνδέσμου παρουσιάζει ευκολία, δε λείπουν οι περιπτώσεις που καθίσταται τουλάχιστον δυσχερής, αν όχι ακατόρθωτη. Έτσι, όταν ο Α γράφει ψευδή στοιχεία στο χαρτί (πλαστογραφία) δεν γεννάται θέμα αιτιότητας, καθώς το αποτέλεσμα επέρχεται λογικά και άμεσα από την συμπεριφορά. Τι θα συμβεί όμως στην περίπτωση των ουσιαστικών εγκλημάτων, όπου το αποτέλεσμα δεν είναι άρρηκτα δεμένο με την πράξη; Ή στην περίπτωση που μεταξύ ενέργειας και αποτελέσματος μεσολαβεί μεγάλο χρονικό διάστημα, ή προκύπτουν πρόσθετες ενέργειες άλλων προσώπων; Στα ερωτήματα αυτά προσπάθησαν να απαντήσουν πολλές θεωρίες, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο.
Κατά την κρατούσα άποψη στο Ποινικό Δίκαιο, η αντικειμενική αιτιότητα κρίνεται με βάση τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, κατά την οποία αιτία ενός αποτελέσματος είναι εκείνος ο όρος που δεν μπορεί να απαλειφθεί χωρίς να απαλειφθεί και το αποτέλεσμα, και αν υπάρχουν περισσότεροι τέτοιοι όροι τότε όλοι είναι αντικειμενικά ισοδύναμοι. Η θεωρία αυτή είναι σωστή για ζητήματα της ζωής, δε μπορεί όμως να δώσει λύση στον μικρόκοσμο του ποινικού δίκαιου, ούτε να ανταπεξέλθει στα στενά ερμηνευτικά συνταγματικά όρια της αξιόποινης και ποινικά κολάσιμης συμπεριφοράς. Και αυτό διότι κατά αυτή τη γνώμη, αν ο Α πυροβολήσει τον Β, οποίος εκείνη τη μέρα βγήκε για περπάτημα, τότε το πρόβλημα έχει ως εξής: Αν δεν τον πυροβολούσε δεν θα πέθαινε, άρα ναι υπάρχει αιτιότητα. Αν όμως δεν έβγαινε για περπάτημα, δε θα τον έβλεπε και δεν θα τον πυροβολούσε. Και αν ο Β δεν είχε γεννηθεί, δε θα τον γνώριζε και δε θα μπορούσε να τον σκοτώσει…
Απέναντι στην κρατούσα άποψη αναπτύχθηκε απολύτως σωστά από τον αείμνηστο Μανωλεδάκη η θεωρία της φυσικής ενότητας της πράξης. Σύμφωνα με αυτή, η αιτιώδης συνάφεια ενδιαφέρει μόνο ως φυσική-αιτιακή παραγωγή ενός αποτελέσματος εν στενή εννοία, το οποίο προκαλείται από την μυϊκή ενέργεια της αντικειμενικής υπόστασης. Ενδιαφέρει η φυσική ενότητα της πράξης ως οντικό στοιχείο του εγκλήματος κι όχι οι όροι παραγωγής του αποτελέσματος. Έτσι, όταν ο Α πυροβολεί τον Β, ο οποίος βγήκε για περπάτημα, αυτό που μας νοιάζει είναι να βρεθεί πια μυϊκή ενέργεια επέφερε τον θάνατο και όχι τις πιθανές αιτίες αυτού. Το Ποινικό Δίκαιο ψάχνει πράξεις θανάτωσης κι όχι αιτίες θανάτου!
Η αντικειμενική αιτιότητα στις περιπτώσεις που το αποτέλεσμα παράγεται άμεσα από την συμπεριφορά δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ούτε και αντίστοιχα προβλήματα. Είναι πρόδηλο ότι τη στιγμή που ο Α ασκεί βία και τελεί γενετησία πράξη με την Β, κατά άμεσο τρόπο το αξιόποινο αποτέλεσμα (βιασμός) επήλθε από την ως άνω ενέργεια του πρώτου. Το πρόβλημα ανακύπτει στις περιπτώσεις της έμμεσης αιτιότητας, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Είναι λοιπόν αναγκαίο να διευκρινίσουμε κάποια επιμέρους καίρια και θεμελιώδη ζητήματα.
Τονίζεται αρχικά ότι φυσική ενότητα υπάρχει όταν ο δράστης παγιδεύει το θύμα, ούτως ώστε το αξιόποινο αποτέλεσμα να οφείλεται εν τέλει σε πράξη του ίδιου του θύματος, μιας και με τη συμπεριφορά του ο δράστης παρεμβαίνει στην αιτιώδη διαδρομή και καθιστά αναπόφευκτη την προσβολή του εννόμου αγαθού. Έστω ότι ο Α τη στιγμή που ο Β τρέχει στο γήπεδο τού πετά ένα ξύλο μπροστά στα πόδια του και κατά συνέπεια ο τελευταίος πέφτει και τραυματίζεται βαριά. Υπάρχει αιτιότητα της συμπεριφοράς του Α με την σωματική βλάβη που υπέστη ο Β , έστω κι αν η δική του πράξη εν τέλει επέφερε το αποτέλεσμα, καθώς παγιδεύτηκε από τον Α. Άρα, ο Α ευθύνεται ποινικά κατά την 310ΠΚ.
Ακόμα, η φυσική ενότητα απαντά στην προβληματική της υπαλλακτικής και σωρευτικής αιτιότητας με άρτιο τρόπο, κάτι που δεν κάνει ορθά το ισοδύναμο των όρων. Έστω ότι ο Γ και ο Δ —τυχαία, χωρίς συννενόηση— ρίχνουν από 2 γραμμάρια δηλητήριο στο ποτό του Χ, με αποτέλεσμα εκείνος να πεθάνει. Όμως, η θανατηφόρα δόση ήταν τα 4 γραμμάρια, κι άρα με 2 δε γινόταν να πεθάνει (υπαλλακτική αιτιότητα). Λόγω τυχαίας σύμπραξης εν τέλει συμπληρώθηκε το απαιτητό και προκάλεσε τον θάνατό του. Εδώ γίνεται δεκτό απολύτως ορθά χάριν της φυσικής ενότητας, ότι ο Γ και Δ θα τιμωρηθούν μόνο για απόπειρα ανθρωποκτονίας, καθώς η πράξη τους μόνο αυτό ήταν ικανή να κάνει, άρα μόνο εκεί συντρέχει ο αιτιώδης σύνδεσμος. Ενώ, αν ο καθένας έριχνε από 4 γραμμάρια (δηλαδή τη θανατηφόρα δόση), ώστε τελικά ο Χ να έχει πιει 8, θα τιμωρούνταν για ολοκληρωμένη ανθρωποκτονία, εφόσον κάθε πράξη ήταν ικανή να σκοτώσει, άρα υπάρχει η αναγκαία αιτιότητα (σωρευτική αιτιότητα).
Ζήτημα γεννάται στην περίπτωση της πολλαπλής αιτιότητας. Όταν δηλαδή στην παραγωγή ενός αποτελέσματος εμπλέκονται περισσότερα πρόσωπα. Και εδώ η ορθή δογματικά θεωρία της φυσικής ενότητας απαντά σωστά με μόνο κριτήριο την πράξη που οδηγεί στο αποτέλεσμα και όχι την όποια αιτία. Έτσι, αν υποθέσουμε ότι ο Α γυρνώντας από το κυνήγι αφήνει την καραμπίνα του σε κοινή θέα και Β χάριν αυτού την πάρει και σκοτώσει τον Γ, τότε μόνο ο Β ευθύνεται για την ανθρωποκτονία, καθώς εκεί νοείται η αιτιότητα συμπεριφοράς-αποτελέσματος και όχι ο Α, μιας και η πράξη του (αφήνει την καραμπίνα) δεν κατευθυνόταν κατά της ζωής του Γ, ούτε παρενέβη στην αιτιακή διαδρομή. Δε θα μπορούσε ακόμη ποτέ να υποστηριχθεί το αντίθετο, γιατί αυτή η συμπεριφορά του Α αν γίνεται με δόλο θα θεωρηθεί ηθική αυτουργία ή συνέργεια. Έτσι, δεν είναι νοητό η ίδια συμπεριφορά όταν συνίσταται σε δόλο να θεωρείται συμμετοχική και όταν οφείλεται σε αμέλεια να αναγνωρίζεται ως φυσική αυτουργία.
Άλλο είναι το ζήτημα όταν η συμπεριφορά του πρώτου παράγει άμεσα και αναπόδραστα τη συμπεριφορά του δεύτερου και κατά συνέπεια προκληθεί σε τρίτο το αξιόποινο αποτέλεσμα. Εκεί είναι νοητή, όπως ορθά δέχθηκε το Ανώτατο Ακυρωτικό στην ΑΠ 1546/2003, η διαπίστωση του αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου και επακόλουθα η ποινική ευθύνη. Έστω ότι ο Α κάνει ένα ελιγμό στο τιμόνι ώστε να λάβει κάθετη θέση και ο Β για να αποφύγει τη σύγκρουση επίσης προβαίνει σε ελιγμό, ώστε στο τέλος να τραυματίσει τον πεζό Γ. Εδώ αμφότεροι οι Α (έμμεσα) και Β (άμεσα) διατηρούν την αιτιότητα μεταξύ της συμπεριφοράς τους και του αποτελέσματος (σωματική βλάβη από αμέλεια, 314ΠΚ) και κατά συνέπεια έχουν ποινική ευθύνη.
Ένα επίσης σοβαρό και σύνηθες φαινόμενο είναι ακριβώς η προβληματική της αιτιότητας ενέργειας και αποτελέσματος, όταν μεσολαβεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Γίνεται δεκτό, απολύτως σωστά, πως το κριτήριο εν προκειμένω είναι η διατήρηση του κινδύνου που αιτιακά είναι ικανός να επιφέρει τη βλάβη ή η σταθεροποίηση αυτού σε μια μόνιμη κατάσταση, έστω και ποιοτικά χειρότερη. Αν υποτεθεί λοιπόν ότι ο Ε πυροβολεί τον Ν σε ζωτικό σημείο και ο τελευταίος με τη βοήθεια των γιατρών σωθεί, αλλά παραμείνει ανάπηρος εφ’ όρου ζωής, και λόγω αυτών των βλαβών πάθει κάποτε έμφραγμα και πεθάνει, τότε ο Ε θα ευθύνεται αμιγώς για απόπειρα ανθρωποκτονίας, μιας και ο κίνδυνος έπαψε να εξελίσσεται και η κατάσταση σταθεροποιήθηκε. Αν αντίθετα παρά τη προσπάθεια των γιατρών, ο Ν συντηρείται από τα μηχανήματα —έστω και για χρόνια— ούτως ώστε αν αποσυνδεθεί να πεθάνει, και εν τέλει πεθάνει, ο δράστης θα ευθύνεται για πλήρη ανθρωποκτονία κατά τη 299ΠΚ, καθώς το αποτέλεσμα συνεχίζει να εξαρτάται από την συμπεριφορά του (πυροβολισμός).
Ό,τι ειπώθηκε για τα εγκλήματα ενέργειας ισχύει αντίστοιχως και στα εγκλήματα παράλειψης. Έτσι, επί συντρεχουσών παραλείψεων εξετάζεται ποια ενέργεια αν δεν παραλειπόταν θα έσωζε το έννομο αγαθό, και αν όλες είναι ίσης βαρύτητας θα υπάρχει αιτιότητα, ή αν παρουσιάζουν αυξομειώσεις αντίστοιχα δε θα είναι νοητή. Το ίδιο ισχύει επί διαδοχικών παραλείψεων που οδηγούν σε αξιόποινο αποτέλεσμα. Θα εξεταστεί ποια ήταν η επιβεβλημένη ενέργεια που θα έσωζε το έννομο αγαθό και με βάση αυτή την παραδοχή θα προσδιοριστεί η αντίστοιχη ποινική ευθύνη.
Πράγματι, το φαινόμενο της αιτιώδους συνάφειας αποτελεί ένα από τα δυσχερέστερα και σημαντικότερα ζητήματα της δογματικής του Ποινικού Δικαίου. Δεν είναι λίγες οι φορές που η νομολογία μας βρίσκεται αντιμέτωπη με δύσκολα και αμφιλεγόμενα ζητήματα, καθιστώντας επισφαλή και δυσχερή τη δικαστική κρίση. Οι παραπάνω παρατηρήσεις δίνουν τις γενικές γραμμές, ωσάν κατευθυντήριες οδηγίες, ώστε μέσω αυτών αναλογικά να είναι νοητή η υπαγωγή, κατά ορθό τρόπο, των όποιων πραγματικών περιστατικών και να οδηγούν σε ορθή εφαρμογή του δόγματος της Ποινικής Δικαιοσύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι – Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.