Της Ελεάννας Τσάμη,
Η βιομηχανία της υγείας ήταν ιστορικά στενά συνδεδεμένη με την καινοτομία, χωρίς αυτό να είναι πάντα προφανές. Η πρόσφατη πανδημία έχει επισημάνει ανάγκες για άμεσες θεραπευτικές λύσεις και αναδεικνύει την κρίσιμη σημασία της ταχύτητας λήψης αποφάσεων από τα ιδρύματα υγειονομικής περίθαλψης προς όφελός της. Η υγεία επαναφέρει την καινοτομία στο προσκήνιο.
Η σύγχρονη υγειονομική περίθαλψη βιώνει μια ριζική μεταμόρφωση, χάρη στην εισαγωγή της τηλεϊατρικής, των βιοαισθητήρων και της τεχνητής νοημοσύνης (AI). Αυτές οι καινοτομίες συνεργάζονται για να βελτιώσουν την παροχή ιατρικών υπηρεσιών, την ακρίβεια στη διάγνωση και την αποτελεσματικότητα των θεραπειών, προσφέροντας παράλληλα μεγαλύτερη άνεση και προσβασιμότητα στους ασθενείς.
Τηλεϊατρική
Η τηλεϊατρική αναφέρεται στην εφαρμογή της σύγχρονης τεχνολογίας, των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής για την παροχή κλινικής βοήθειας από απόσταση στους ασθενείς. Η τηλεϊατρική παρέχει φροντίδα σε ασθενείς σε απομακρυσμένες περιοχές και μειώνει τις επισκέψεις στα νοσοκομεία. Χρησιμοποιεί ηλεκτρονικές τεχνολογίες πληροφοριών και τηλεπικοινωνιών για την υποστήριξη της εξ αποστάσεως κλινικής υγειονομικής περίθαλψης και εκπαίδευσης ασθενών και επαγγελματιών που σχετίζονται με την υγεία. Επιτρέπει στους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης να συνδέονται με ασθενείς και γιατρούς σε μεγάλες αποστάσεις, τη στενότερη παρακολούθηση, την έγκαιρη διάγνωση-παρέμβαση και την καλύτερη συμμόρφωση με τις ιατρικές οδηγίες, μειώνοντας, τελικά, το κόστος της περίθαλψης. Ο Σκεύος Ζερβός θεωρείται ο πατέρας της τηλεϊατρικής.
Η τηλεϊατρική καλύπτει 3 βασικές κατηγορίες υπηρεσιών:
- Αποθήκευση–προώθηση ιατρικών δεδομένων, που περιλαμβάνει καρδιογραφήματα και απεικονιστικούς ελέγχους που αποστέλλονται μέσω των νέων τεχνολογιών στον ιατρό για να εκτιμήσει την κατάσταση του αρρώστου και να δώσει την κατάλληλη θεραπεία.
- Απομακρυσμένη παρακολούθηση, κατά την οποία πραγματοποιείται από μακριά παρατήρηση του ασθενούς και χρησιμοποιείται κυρίως στην παρακολούθηση χρόνιων πασχόντων.
- Διαδραστικές υπηρεσίες, οι οποίες επιτρέπουν την άμεση επικοινωνία ιατρού και ασθενή.
Η τηλεϊατρική αποτελεί χρήσιμο εργαλείο, ειδικά για ασθενείς που έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, ενώ χρησιμοποιείται επίσης και ως εκπαιδευτικό υλικό για την εκπαίδευση φοιτητών. Το πρώτο διαδραστικό τηλεϊατρικό σύστημα, που σχεδιάστηκε για απομακρυσμένη διάγνωση και θεραπεία των ασθενών, πραγματοποιήθηκε το 1989 από την εταιρεία MedPhone. Η ημερομηνία αυτή θεωρείται ότι σηματοδοτεί την εκκίνηση της τηλεϊατρικής. Η τηλεϊατρική, πλέον, έχει εξελιχθεί και επεκταθεί σε επιπλέον κατηγορίες εξειδικευμένης θεραπείας.
Η τηλε-καρδιολογία αναφέρεται στη μεταφορά καρδιολογικών εξετάσεων και στην εγκατάσταση ψηφιακού καρδιογράφου για τη λήψη καρδιογραφήματος. Αποτελεί τον πρώτο τομέα της τηλεϊατρικής που εφηύρε ο Williem Einthoven, ο οποίος έστελνε ιατρικά δεδομένα μέσω τηλεγραφήματος.
Η τηλε-ψυχιατρική χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση συνεδριάσεων χωρίς τη φυσική παρουσία ασθενή και ψυχιάτρου, μέθοδος που γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη την περίοδο της πανδημίας της Covid-19. Η υπηρεσία αυτή παρέχει τη δυνατότητα για διάγνωση, εκτίμηση και συχνή επικοινωνία μεταξύ του ασθενούς και του ψυχιάτρου.
Η τηλε-ακτινολογία επιτρέπει την αποστολή ακτινολογικών εικόνων με οθόνες υψηλής ευκρίνειας για καλύτερη διάγνωση. Αποτελεί την πιο διαδεδομένη υπηρεσία τηλεϊατρικής και το 50% του όγκου των τηλεϊατρικών συναλλαγών.
Άλλες κατηγορίες είναι η τηλε-παθολογία, η τηλε-οδοντιατρική, η τηλε-δερματολογία, η τηλε-ακουολογία, και η τηλε-οφθαλμολογία.
Ιδιαίτερα σημαντικό εργαλείο για την ανάπτυξη της τηλεϊατρικής είναι οι ιατρικές βάσεις δεδομένων. Η ιστορία τους ξεκινά τη δεκαετία του 1960, όταν ξεκίνησε και η χρήση των υπολογιστών στην ιατρική. Η πρώτη ιατρική βάση δεδομένων δημιουργήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ το 1964 και ονομαζόταν MEDLARS. Ακολούθησε η δημιουργία του πρώτου συστήματος ηλεκτρονικού φακέλου το 1972 από την Regenstrief Institute. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οι ιατρικές βάσεις δεδομένων εξελίχθηκαν και πλέον δεν αποτελούν μόνο αποθηκευτικά συστήματα, αλλά βοηθούν στην ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ ιατρικών συστημάτων και τη δημιουργία μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας του ασθενή.
Η τηλεϊατρική στην Ελλάδα εκκίνησε την παραγωγική της λειτουργία στις αρχές του 2016 μέσω του ΕΔΙΤ (Εθνικό Δίκτυο Τηλεϊατρικής) και περιλαμβάνει 30 Σταθμούς Τηλεϊατρικής Ιατρού-Ασθενούς (ΣΤΙΑ) τοποθετημένους σε απομακρυσμένα σημεία, όπως τα Κύθηρα, το Καστελόριζο, τη Λήμνο και τις Οινούσσες. Επιπλέον, 12 Σταθμοί Τηλεϊατρικής Ιατρού Συμβούλου λειτουργούν σε μεγάλα Νοσοκομεία της 2ης ΥΠΕ.
Το m-health ή αλλιώς mobile health έχει ενταχθεί ως κομμάτι της τηλεϊατρικής και είναι όρος που χρησιμοποιείται για τις υπηρεσίες υγείας μέσω χρήσης κινητών τηλεφώνων, έξυπνων ρολογιών και tablet. Το 2019, η παγκόσμια αγορά για τις εφαρμογές mHealth υπολογίστηκε σε 17,92 δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ, με σύνθετο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 45% που προβλέπεται από το 2020 έως το 2027. To m-health καλύπτει τομείς όπως Εκπαίδευση και Ευαισθητοποίηση, Γραμμή Βοήθειας, Διαγνωστική και Θεραπευτική Υποστήριξη, Επικοινωνία και Εκπαίδευση Εργαζομένων στον Τομέα της Υγείας, Παρακολούθηση Εστιών Ασθενειών και Επιδημιών, Απομακρυσμένη Παρακολούθηση και Απομακρυσμένη Συλλογή Δεδομένων.
Η τηλεϊατρική είναι ένα χρήσιμο και αποδοτικό εργαλείο για ανθρώπους που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, γιατί μπορούν να έχουν πρόσβαση σ’ ένα μεγάλο εύρος υπηρεσιών υγείας και περίθαλψης. Καθώς, λοιπόν, αποτελεί μια ταχέως αναπτυσσόμενη υπηρεσία, και άλλοι τομείς αποκατάστασης υγείας ενέταξαν την υπηρεσία της τηλεπαρακολούθησης, όπως η νοσηλευτική, η φαρμακευτική και η αποθεραπεία.
Βιοαισθητήρες
Βιοαισθητήρας είναι ένας αυτόνομος αισθητήρας ικανός να παρέχει ποσοτικές ή ημιποσοτικές πληροφορίες χρησιμοποιώντας ένα στοιχείο βιολογικής αναγνώρισης που βρίσκεται σε άμεση χωρική επαφή με έναν κατάλληλο μεταλλάκτη. Αποτελείται από ένα βιοστοιχείο και έναν μεταλλάκτη που μετατρέπει ένα βιολογικό στοιχείο σε ηλεκτρικό σήμα. Το 1962 έγινε η πρώτη περιγραφή ηλεκτροδίου ενζύμου για τη γλυκόζη, το 1975 βγήκε στο εμπόριο βιοαισθητήρας της γλυκόζης και το 1980 έγιναν δοκιμές αισθητήρα Ph για τις μετρήσεις αερίων αίματος. Οι βιοαισθητήρες έχουν ευρεία χρήση στη βιοϊατρική, καθώς διευκολύνουν την κλινική διάγνωση, κάνουν ποιοτικό έλεγχο και φαρμακευτική ανάλυση. Επίσης, κατέχουν σημαντικό ρόλο στη μικροβιολογία για την ανίχνευση ιών και βακτηρίων, ενώ μέσω των βιοαισθητήρων γίνεται ποιοτικός έλεγχος στα τρόφιμα και ελέγχονται τα βιομηχανικά απόβλητα.
Οι αισθητήρες διακρίνονται με βάση τον παράγοντα βιοαναγνώρισης σε ενζυμικούς, ανοσοχημικούς και κυττάρων-ιστών-μικροοργανισμών ή με βάση τον μεταλλάκτη σε ηλεκτροχημικούς, ακουστικούς, θερμιδομετρικούς και οπτικούς.
Ένας τυπικός βιοαισθητήρας περιέχει δύο βασικές λειτουργικές μονάδες, έναν «βιοϋποδοχέα» (π.χ. ένζυμο, αντίσωμα ή DNA) υπεύθυνο για την επιλεκτική αναγνώριση της αναλυόμενης ουσίας-στόχου και έναν φυσικοχημικό μετατροπέα (π.χ. ηλεκτροχημικό, οπτικό ή μηχανικό) που μεταφράζει αυτή τη βιοαναγνώριση-συμβάν σε χρήσιμο σήμα. Οι βιοαισθητήρες υπόσχονται σημαντικές εφαρμογές για φορητές εφαρμογές λόγω της υψηλής ειδικότητάς τους, της ταχύτητας, της φορητότητας, του χαμηλού κόστους και των απαιτήσεων χαμηλής ισχύος. Πράγματι, καινοτόμες πλατφόρμες βιοαισθητήρων για μη επεμβατική χημική ανάλυση βιορευστών, όπως ο ιδρώτας, τα δάκρυα, ή το σάλιο έχουν ήδη εφαρμοστεί ευρέως σε μια ποικιλία θέσεων εφαρμογής από το κεφάλι μέχρι τα νύχια.
Ένα βασικό πλεονέκτημα της χρήσης φορητών βιοαισθητήρων για εφαρμογές υγειονομικής περίθαλψης είναι η δυνατότητα παρακολούθησης της κατάστασης της υγείας των ασθενών σε πραγματικό χρόνο, εξ αποστάσεως και συνεχώς. Ωστόσο, αυτές οι προηγμένες δυνατότητες θα μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβη στους χρήστες εάν τα συστήματα υλικού και λογισμικού δεν έχουν σχεδιαστεί με γνώμονα την ασφάλεια και το απόρρητο. Η πρόσβαση στα βιοϊατρικά δεδομένα ενός ατόμου θα πρέπει να περιορίζεται αυστηρά σε εξουσιοδοτημένους χρήστες, χωρίς να διακυβεύεται το απόρρητο. Περαιτέρω, οι μετρήσεις βιοδεικτών που συλλέγονται που οδηγούν σε δραστικές παρεμβάσεις (όπως η παράδοση φαρμάκων) θα μπορούσαν να καταστούν απειλητικές για τη ζωή ή να έχουν σοβαρές συνέπειες για την υγεία.
Οι μελλοντικοί φορητοί βιοαισθητήρες αναμένεται να γίνουν πιο βελτιωμένοι, μετακινούμενοι από τον καρπό σε υφάσματα και αξεσουάρ μόδας που συνδυάζονται περαιτέρω στην καθημερινή ζωή του χρήστη. Τέτοιοι μελλοντικοί φορητοί βιοαισθητήρες θα παρακολουθούν μη επεμβατικά ένα ευρύ φάσμα βιοδεικτών (συμπεριλαμβανομένων πρωτεϊνών και νουκλεϊκών οξέων), επιτρέποντας, τελικά, μια ολοκληρωμένη ιατρική διάγνωση και αξιολόγηση της απόδοσης. Η αποδοχή αυτών των μη επεμβατικών βιοαισθητήρων από την ιατρική κοινότητα θα απαιτήσει εκτεταμένη και επιτυχή επικύρωση στις δοκιμές σε ανθρώπους και βελτιωμένη κατανόηση της κλινικής συνάφειας των πληροφοριών των αισθητήρων. Η αγορά των φορητών αισθητήρων αναμένεται επομένως να συνεχίσει την ταχεία ανάπτυξή της και την πορεία της προς την αλλαγή και τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Artificial intelligence in healthcare: past, present and future, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Wearable biosensors for healthcare monitoring, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- AI in Healthcare, PubMed. Διαθέσιμο εδώ