Της Μαρίας Σαράφη,
Η φυλακή, ένας τρόπος καταδίκης των παράνομων πράξεων, ένα μέσο σωφρονισμού και τιμωρίας όσων τις διαπράττουν, ένα είδος απομόνωσης και χώρος περισυλλογής. Η φυλάκιση, ένα εργαλείο στα χέρια της κοινωνίας, ώστε να συντηρεί τη δομή και την ομοιομορφία της. Κρύα σίδερα, ψηλά, γύρω από σώματα ξεχασμένα. Κάπου αλλού, τα σώματα αντικαθίστανται από τη σκέψη, την ομιλία, την παρορμητικότητα, την έκφραση. Κρύα σίδερα ψηλά, στημένα γύρω από το μυαλό, τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν κελιά. Κάτι κελιά στενά και μουχλιασμένα, γεμάτα φόβο, ανασφάλειες και πόνο. Κάτι διάφανα κελιά…
Τα μάτια μου έβλεπαν έξω από το παράθυρο, όχι τόσο καθαρά που η όρασή μου άρχισε να θολώνει και τα βλέφαρά μου να βαραίνουν. Αφέθηκα, και άφησα το σώμα μου στο κρεβάτι να κοίτεται ταλαιπωρημένο από ζωή. Το χάζευα από ψηλά, αυτό και την πόρτα του μουσείου που εμφανίστηκε και πάλι δίπλα μου. Χωρίς να καθυστερώ έπιασα το χερούλι και τράβηξα με δύναμη μέχρι να σχηματιστεί μια μικρή σχισμή για να περάσω μόνο εγώ. Μπαίνοντας εμφανίστηκε μπροστά μου ο λευκός διάδρομος με τα φώτα, που άναβαν προβάλλοντας κάθε έργο δεξιά και αριστερά, καθώς περνούσα.
Πρώτα ο πίνακας με εμένα και την Ντόλυ κουτάβι, να παίζουμε στην αυλή. Μετά ο πίνακας με τους γονείς μου να ετοιμάζουν το μεσημεριανό στην κουζίνα. Λίγο πιο δίπλα ο παππούς και η γιαγιά, οι φίλοι μου από το σχολείο, ο Γιώργος, η ημέρα των αποτελεσμάτων των εξετάσεων, το σπίτι μου με τους κόκκινους τοίχους και το λεοπάρ χαλί, το πάρτυ της Μαρίσας στην ταράτσα, η πρώτη μου δουλειά, ο γάμος, η γέννηση του μικρού, η νέα μου καθημερινότητα ως εργαζόμενη μητέρα και γυναίκα, το διαζύγιο και η νέα αρχή. Χιλιάδες πίνακες με ζωντανά χρώματα και συμμετρία, που μου τραβούσαν την προσοχή, μου προκαλούσαν συγκίνηση και νοσταλγία, και ξυπνούσαν μέσα μου τα ίδια τα συναισθήματα της κάθε ανάμνησης.
Καθώς περιπλανιόμουν στους διαδρόμους του μυαλού μου και χανόταν η μισάνοιχτη πόρτα πίσω μου, τόσο πιο περίπλοκοι γίνονταν οι πίνακες. Τα πρόσωπα και τα τοπία αλλοιώνονταν, τα χρώματα μπερδεύονταν και με κάθε βήμα μου άρχιζαν να ξεφεύγουν από τα περιθώρια του καμβά, να ξεχύνονται στους λευκούς τοίχους και στο πάτωμα σχηματίζοντας έναν πολύχρωμο χείμαρρο. Σταμάτησα να κινούμαι και πλησίασα έναν, προσπαθώντας να διακρίνω τα όρια του. Ακολούθησα με τα μάτια μου τις γραμμές και τις καμπυλώσεις, ώσπου κατάφερα να δω. Τα δέκατα έκτα γενέθλια του μικρού, που είχε μεγαλώσει πια. Το χαμόγελό του και η αγκαλιά που μου έδωσε όταν έσβησε τα κεράκια. Απομακρύνθηκα για να συνεχίσω, έχοντας στον ουρανίσκο μου την γεύση αγριοκέρασου από την σαντιγί της τούρτας.
Εκεί, στην άκρη του διαδρόμου, όπου κατέληγε ο χείμαρρος των χρωμάτων, τα πάντα τελείωναν. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, προτού παρατηρήσω πως η ανάμιξη των χρωμάτων δημιουργούσε ένα βαθύ μαύρο, που κάλυπτε το τέρμα του διαδρόμου. Μπόρεσα να δω κάτι πίνακες στοιβαγμένους. Τους πλησίασα, μα ένα κύμα ηλεκτρισμού διαπέρασε το σώμα μου και με τίναξε προς τα πίσω. Γύρω από τους πίνακες υπήρχε ένα μυστηριώδες διάφανο πλέγμα, σαν κελί. Κρατώντας απόσταση παρατήρησα στους πίνακες τα «μη», τα «ίσως» και τα «δεν πρέπει». Είδα έρωτες απαγορευμένους, όνειρα πίσω από πανύψηλους τοίχους. Είδα ντροπή να φουσκώνει μέσα στα ρούχα μου και να ξεχειλίζει από τα μανίκια. Είδα λάθη, θυμό, ελπίδες να σβήνουν και στο τέλος αδιέξοδο.
Τότε μία άλλη από τις αισθήσεις μου εντάθηκε, η όσφρηση. Μια πικρή μυρωδιά σαν σαπισμένη σάρκα διαπέρασε τα ρουθούνια μου και έκανε τα μάτια μου να δακρύσουν. Πρόσεξα στο βάθος ένα κοριτσάκι κουλουριασμένο, με ρούχα βαμμένα με χρώματα θαμπά και μαλλιά χυτά στους ώμους. Με κοίταζε καθώς πλησίαζα και την ένιωθα να σφίγγεται όλο και περισσότερο. Με κάθε βήμα μου η δηλητηριώδης μυρωδιά έκαιγε τα σωθικά μου. Στάθηκα δίπλα της και αισθάνθηκα το φορτίο από το ηλεκτρικό κελί. Ήμουν εγώ η παγιδευμένη, ή τουλάχιστον το παιδί που ήμουν κάποτε, ο ακατέργαστος εαυτός μου. Άρπαξα μηχανικά τα κάγκελα, άφησα το ρεύμα να κυριαρχήσει το σώμα μου, και τραβώντας με όλη μου τη δύναμη κατάφερα να ανοίξω τη πόρτα. Τραβήχτηκα απότομα, και αδύναμη όπως ένιωθα περίμενα το κοριτσάκι να βγει. Η ψυχή μου αποζητούσε η μυρωδιά να χαθεί και ο φόβος να εγκαταλείψει.