15.7 C
Athens
Κυριακή, 27 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ εγγυητική επιστολή στο Τραπεζικό Δίκαιο

Η εγγυητική επιστολή στο Τραπεζικό Δίκαιο


Της Πετρούλας Λεοναρδοπούλου,

Ως εγγυητική επιστολή ορίζεται η έγγραφη υπόσχεση μιας τράπεζας που δίνεται εγγυοδοτικά υπέρ ενός προσώπου (πελάτη της ή τρίτου), έπειτα από εντολή του πελάτη της και έναντι αμοιβής της. Απευθύνεται προς άλλο πρόσωπο (δέκτη) ότι θα του καταβάλει χρηματικό ποσό αμέσως όταν το πρόσωπο αυτό το ζητήσει (εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση) χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις ή ενστάσεις από την σχέση υπέρ ου και δέκτη της επιστολής και σχέση εντολέα-λήπτη της εγγυητικής επιστολής.

Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ιδιωτικό έγγραφο, με το οποίο η τράπεζα ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταβάλλουν στον δανειστή του εντολέα τους το ποσό που αναγράφεται στην επιστολή. Δικαιούχοι μπορεί να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα και προς αυτά απευθύνεται η αντίστοιχη εγγυητική επιστολή, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι προς αυτά τα πρόσωπα εγγυάται η τράπεζα πως δεν θα υποστούν οποιαδήποτε ζημία. Μάλιστα, λήπτης μίας εγγυητικής επιστολής δύναται να είναι και ο δημόσιος τομέας. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί πως μπορεί να εκδίδει εγγυητικές επιστολές το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων -ΤΣΜΕΔΕ – ΕΟΜΜΕΧ.

Στην ειδικότερη μορφή της εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση, η τράπεζα υποχρεούται σε άμεση εξόφληση του αναγραφόμενου ποσού μόλις επέλθει διαπιστωμένα ένα γεγονός ή μόλις παρέλθει ορισμένη προθεσμία ή με δήλωση κατάπτωσης του δέκτη, χωρίς να μπορεί να ελέγξει αν υπάρχει έγκυρη οφειλή του εντολέα ή το αίτιο της κατάπτωσης ή να προβάλει ένσταση διζήσεως ή άλλη ένσταση μη προσωποπαγούς χαρακτήρα από την έννομη σχέση μεταξύ εντολέα και δέκτη (ΑΠ 751/2017, ΑΠ 338/2016, ΑΠ 1093/2015, ΠολΠρΑθ 1881/2019). Η επιστολή καθίσταται πληρωτέα, είτε η βασική σχέση πάσχει από ορισμένο ελάττωμα είτε όχι.

Ειδικότερα, η εγγυητική επιστολή είναι ιδιαίτερη μορφή εγγυοδοτικής σύμβασης, δημιούργημα της συμβατικής ελευθερίας (361 ΑΚ). Αποσκοπεί στην διασφάλιση του λήπτη από ενδεχόμενους κινδύνους που υπάρχουν στις συναλλαγές του με τον εντολέα χωρίς ο λήπτης να χρειάζεται να προσφύγει στα δικαστήρια, ενώ ταυτόχρονα ενδυναμώνει την φερεγγυότητα και την αξιοπιστία του εντολέα-πελάτη. Διακρίνεται από την αναδοχή χρέους καθώς εκεί ο αναδεχόμενος και ο παλιός οφειλέτης ευθύνονται απέναντι στον δανειστή εις ολόκληρον (481 ΑΚ επ.), ενώ η ενοχή καθενός από αυτούς εξελίσσεται κατά κανόνα ανεξάρτητα από την εξέλιξη της ενοχής του άλλου.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay

Η εγγυητική επιστολή περιλαμβάνεται σε κατ’ έθιμο έγγραφη δήλωση της τράπεζας προς τον λήπτη, την οποία η τράπεζα εκδίδει μετά από έγγραφη αίτηση του εντολέα. Η επιστολή αυτή λειτουργεί ως πρόταση για σύναψη σύμβασης (185 ΑΚ) που ο λήπτης αποδέχεται, κατά κανόνα σιωπηρά (189 ΑΚ). Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει το ποσό της εγγυητικής επιστολής, το αντικείμενό της, τη χρονική διάρκειά της και τους όρους κατάπτωσης. Τέτοιοι όροι μπορεί να είναι π.χ. η υποβολή απλού αιτήματος του λήπτη ή η πλήρωση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην εγγυητική επιστολή.

Επίσης, η εγγυητική επιστολή συνιστά μια ενοχική, υποσχετική και ετεροβαρή αιτιώδη σύμβαση. Με τη σύμβαση εγγύησης γεννιέται κύρια υποχρέωση του εγγυητή με αντικείμενο την καταβολή της παροχής που οφείλει στον δανειστή ο πρωτοφειλέτης, εάν δεν την καταβάλει ο τελευταίος. Δημιουργεί, επομένως, ενοχικές υποχρεώσεις, δικαιώματα και δεν επιφέρει αλλοιώσεις στις εμπράγματες σχέσεις των μερών. Είναι ετεροβαρής, αφού ενοχική υποχρέωση υπάρχει μόνο σε βάρος του εγγυητή. Αιτία της σύμβασης εγγύησης είναι η εξασφάλιση της απαίτησης του δανειστή κατά του πρωτοφειλέτη, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται αιτιώδης.

Η εγγυητική επιστολή θεμελιώνει μια τριμερή-τριγωνική σχέση ανάμεσα στον λήπτη, την τράπεζα και τον εντολέα.

Ειδικότερα, η σχέση ανάμεσα στον εντολέα και τον λήπτη της εγγυητικής επιστολής καλείται σχέση αξίας, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο και τη φύση της, και εξαιτίας της ο εντολέας καθίσταται οφειλέτης του λήπτη. Πρακτικά, ο λήπτης της επιταγής θέτει ως όρο συναλλαγής την έκδοση της επιστολής, καθορίζοντας και το περιεχόμενό της. Αν δεν εκδοθεί η επιστολή, είτε δεν πραγματοποιείται η συναλλαγή είτε επέρχονται οι συνέπειες της μερικής εκπλήρωσης (πλημμελούς). Εφόσον ο λήπτης ασκήσει το δικαίωμα του για την είσπραξη του ποσού της εγγυητικής επιστολής, ο εντολέας αν έχει ενστάσεις κατά του δέκτη από τη σχέση τους, μπορεί να αιτηθεί την επιστροφή του ποσού που του κατέβαλε η τράπεζα αλλά και αποζημίωση. Μόνο ο εντολέας μπορεί να ενάγει τον λήπτη της επιταγής καταθέτοντας αγωγή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και όχι το αντίστροφο.

Επιπροσθέτως, η σχέση ανάμεσα στον εντολέα και την τράπεζα καλείται σχέση κάλυψης, κατά την οποία η τράπεζα αναλαμβάνει την υποχρέωση απέναντι στον εντολέα να εκδώσει υπέρ του λήπτη εγγυητική επιστολή για να εξασφαλίσει τον λήπτη σε σχέση με την μη ή μη προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εντολέα από τη σχέση αξίας. Και αυτό λόγω ανταλλάγματος (προμήθειας) αλλά και με ταυτόχρονη παροχή σ’ αυτήν επαρκών εξασφαλίσεων, λ.χ. εγγραφή προσημείωσης. Η σχέση κάλυψης αποτελεί σύμβαση έργου με προσωπικό χαρακτήρα. Εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εντολής των άρθρων 713 ΑΚ επ. Έτσι, σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, η τράπεζα, εφόσον καταβάλει το ποσό, θεμελιώνει αξίωση κατά του πελάτη της με βάση το 722 ΑΚ, απαιτώντας τη δαπάνη, για την εκτέλεση της εντολής (του έργου) που της ανατέθηκε, ή αποζημίωση. Συνήθως, το πιστωτικό ίδρυμα για την έκδοση της επιστολής αξιώνει κάλυμμα από τον εντολέα, π.χ. ενέχυρο επί κινητών ή δεσμευμένες καταθέσεις.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: nappy

Ακόμα, υπάρχει και η σχέση τράπεζας και λήπτη (βασική σχέση), που δημιουργείται με την έκδοση της εγγυητικής επιστολής. Πρόκειται για σύμβαση τυπική αφού απαιτείται να περιβληθεί με έγγραφο τύπο, ετεροβαρή αλλά και υποσχετική καθώς γεννά υποχρέωση μόνο εις βάρος της τράπεζας. Με την εγγυητική επιστολή, η τράπεζα εξασφαλίζει τον λήπτη υποσχόμενη να καταβάλει το ποσό σε πρώτη απαίτησή του. Ο τύπος επιβάλλεται τόσο εθιμοτυπικά αλλά και από το 849 ΑΚ.

Όταν ο δέκτης της επιταγής ασκήσει το δικαίωμα του να ζητήσει από την τράπεζα το αναγραφόμενο ποσό επέρχεται η κατάπτωση της επιστολής. Με άλλα λόγια, όταν πληρωθούν οι προϋποθέσεις που έχουν συμφωνήσει τα μέρη (εγγυητική επιστολή υπό όρους) και το ποσό καταστεί απαιτητό, ο λήπτης της επιστολής καταθέτει έγγραφο αίτημα στην τράπεζα με το οποίο απαιτεί την καταβολή του. Η τράπεζα οφείλει εντός τριών ημερών να προχωρήσει στην εξόφληση του υπεσχημένου ποσού σύμφωνα πάντα με όσα έχουν προβλέψει τα συμβαλλόμενα μέρη. Η κατάπτωση αποτελεί διαπλαστικό δικαίωμα που ασκείται με μονομερή δήλωση του εντολέα δικαιοπρακτικού χαρακτήρα.

Όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο για την εγγυητική επιστολή δεν έχουν θεσπιστεί ειδικές διατάξεις. Η παραπομπή στους «Ομοιόμορφους Κανόνες και Συνήθειες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου» δεν αποτελεί παραπομπή σε κανόνες δικαίου. Με βάση αυτούς τους κανόνες, εάν δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη στην επιστολή, ως δίκαιο εφαρμογής ορίζεται το δίκαιο της εγκατάστασης του καταστήματος ή του γραφείου του πιστωτικού ιδρύματος-εκδότη εκτός αν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό από τα συμβαλλόμενα μέρη (αρ.34 ΔΕΕ 758/2010). Άλλωστε αυτό προτάσσει και ο Κανονισμός 593/2008 (Ρώμη I), δηλαδή εφαρμοστέο είναι το δίκαιο του τόπου εγκατάστασης του καταστήματος της εκδότριας τράπεζας, διότι αυτή φέρει το βάρος της χαρακτηριστικής παροχής. Εάν υπάρχει διαφορετική συμφωνία των μερών, υπερισχύει.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay

Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι το δίκαιο το οποίο έχουν επιλέξει τα μέρη να διέπει τη σχέση μεταξύ τους, δεν σημαίνει ότι εφαρμόζεται απευθείας, λόγω της ρήτρας δωσιδικίας, και στις διαφορές που ανακύπτουν από την επιστολή. Παρόλα αυτά, ορισμένες δικαστικές αποφάσεις, επειδή τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είχαν καταλήξει σε συμφωνία, εφάρμοσαν και στις συμβάσεις εγγυητικής επιστολής το δίκαιο της βασικής, υποκείμενης μεταξύ τους σχέσης (ΕφΑθ 8814/1990). Δεν εφαρμόζονται ευθέως τα άρθρα 847 ΑΚ επ. και κυρίως οι διατάξεις που αφορούν τον παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα της ευθύνης του εγγυητή. Εφαρμόζονται μόνο αναλογικά εάν συμβαδίζουν με τον αυτοτελή χαρακτήρα και μη παρεπόμενο χαρακτήρα της ευθύνης του εγγυοδότη π.χ. 866, 854, 865 ΑΚ (ΑΠ431/2015, ΑΠ338/2016).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Πάνος Κορνηλάκης, 4η έκδοση, 2020.
  • Εγχειρίδιο Τραπεζικού Δικαίου, Σ. Ψυχομάνης, 2η έκδοση, 2016.
  • Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, Χ. Γκόρτσος, Χ. Λιβαδά, Α. Μικρουλέα, Ν. Ρόκας, 3η έκδοση, 2016.
  • Η Εξασφάλιση των Πιστώσεων , Απ. Γεωργιάδης, 2η έκδοση, 2008.
  • Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, Ν. Ρόκας, 2002.
  • Η Εγγυητική Επιστολή με ρήτρα πληρωμής σε πρώτη ζήτηση, Γκούσκου, 1995.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πετρούλα Λεοναρδοπούλου
Πετρούλα Λεοναρδοπούλου
Είναι 23 χρονών. Έχει καταγωγή από την Ορεινή Αρκαδία, αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι τεταρτοετής φοιτήτρια στην Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει άριστη γνώση της αγγλικής, γαλλικής και τουρκικής γλώσσας. Ενδιαφέρεται κυρίως για το Εμπορικό και Ποινικό Δίκαιο.