Της Αλίκης Κωστή,
Το Σύνταγμα έχει αυξημένη κανονιστική ισχύ σε σχέση με τους λοιπούς νόμους του κράτους, είτε τυπικούς είτε ουσιαστικούς (νομική υπεροχή του συντάγματος). Αυτή η ιεράρχηση οδηγεί στην ανάγκη ελέγχου εναρμόνισης των τελευταίων με τις ρυθμίσεις του Συντάγματος. Αυτός ο έλεγχος λαμβάνει χώρα σε ένα στάδιο πριν τη θέσπιση του νόμου, οπότε ο έλεγχος ονομάζεται προληπτικός, και σε ένα στάδιο μετά τη θέσπισή του, οπότε ο έλεγχος ονομάζεται κατασταλτικός.
Αρμόδιοι για τον προληπτικό έλεγχο είναι η Βουλή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, η Βουλή, κατά την κατάθεση σχεδίου ή πρότασης νόμου, είναι αρμόδια για τον έλεγχο της ουσιαστικής συνταγματικότητας (δηλαδή της εναρμόνισης του περιεχομένου του νόμου με το περιεχόμενο του συντάγματος) και της εσωτερικής τυπικής συνταγματικότητας (έλεγχος που αφορά την τήρηση των κανόνων συζήτησης και ψήφισης του νόμου). Για τον έλεγχο της ουσιαστικής συνταγματικότητας, το άρθρο 100 του κανονισμού της Βουλής προβλέπει τη λεγόμενη «ένσταση αντισυνταγματικότητας», κατά την οποία ο Πρόεδρος της Βουλής ή οποιοσδήποτε βουλευτής (ή υπουργός) μπορεί να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας, οπότε θα ακολουθήσει συζήτηση και απόφαση σε σχέση με αυτό. Ο δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως έχει αναφερθεί και σε προηγούμενο άρθρο, έχει την εξουσία να αναπέμψει σχέδιο ή πρόταση νόμου εφόσον διαπιστώνει εσωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα.
Ιδιαίτερη πρακτική σπουδαιότητα, ωστόσο, παρουσιάζει ο κατασταλτικός έλεγχος αντισυνταγματικότητας, για τον οποίο αρμόδια είναι κατεξοχήν τα δικαστήρια. Σε αυτό τον έλεγχο θα επικεντρωθεί το παρόν άρθρο. Πάντως, κατασταλτικός έλεγχος αντισυνταγματικότητας θα μπορούσε να γίνει και από τη διοίκηση. Ως προς την εξουσία αυτή της διοίκησης, έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, εκ των οποίων άλλες απορρίπτουν εντελώς έναν τέτοιο έλεγχο, άλλες τον δέχονται απεριόριστα, ενώ μερικές απόψεις υιοθετούν μια ενδιάμεση λύση και δέχονται έλεγχο αντισυνταγματικότητας μόνο από τα ιεραρχικά προϊστάμενα όργανα, υπό προϋποθέσεις.
Αρχικά, ο δικαστικός έλεγχος αντισυνταγματικότητας των νόμων θεμελιώνεται στο αρ. 93 παρ. 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Πρόκειται για έλεγχο της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας του νόμου και σε καμία περίπτωση έλεγχο της εσωτερικής τυπικής αντισυνταγματικότητας, της τήρησης, δηλαδή, των κανόνων συζήτησης και ψήφισης των νόμων. Το αντίθετο θα παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, καθώς, όταν πρόκειται για τυπικό νόμο, η τήρηση αυτών των κανόνων εντάσσεται στα “interna corporis” της Βουλής. Από την άλλη, τα δικαστήρια οφείλουν να ελέγχουν ότι αυτό που εφαρμόζουν είναι πράγματι νόμος, περιέχει, δηλαδή, τα στοιχεία του υποστατού ενός νόμου (έκδοση και δημοσίευση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας). Ελέγχουν, επομένως, και τη λεγόμενη εξωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα.
Χαρακτηριστικό του ελληνικού συστήματος δικαστικού ελέγχου της (αντί)συνταγματικότητας είναι ότι αυτό είναι μικτό. Καταρχήν, πρόκειται για ένα σύστημα διάχυτου ελέγχου, ωστόσο, παρουσιάζει και στοιχεία συγκέντρωσης. Τα συστήματα διάχυτου ελέγχου δεν διαθέτουν ένα συνταγματικό δικαστήριο που είναι αποκλειστικά αρμόδιο για τις κρίσεις περί συνταγματικότητας. Έτσι, και στο ελληνικό σύστημα, δεν υπάρχει τέτοιο δικαστήριο, ενώ καταρχήν όλα τα δικαστήρια, όλων των βαθμών και των δικαιοδοσιών, είναι αρμόδια να διενεργούν το συγκεκριμένο έλεγχο. Περαιτέρω, ο έλεγχος κατά το ελληνικό σύστημα είναι καταρχήν παρεμπίπτων και συγκεκριμένος. Το στοιχείο του παρεμπίπτοντος σημαίνει ότι δεν υπάρχει ειδικό ένδικο βοήθημα, με το οποίο μπορεί να τεθεί ενώπιον των δικαστηρίων ζήτημα αντισυνταγματικότητας (οπότε θα γινόταν λόγος για κύριο έλεγχο).
Αντιθέτως, το ζήτημα εγείρεται στο πλαίσιο μιας ήδη ανοιγείσας διαφοράς που μπορεί να αφορά ένα οποιοδήποτε αντικείμενο. Από την άλλη, συγκεκριμένος αποκαλείται ο έλεγχος διότι δεν ελέγχεται ολόκληρος ο νόμος, αλλά συγκεκριμένη διάταξη αυτού και δη, ο κανόνας που απορρέει από τη συγκεκριμένη διάταξη κι εφαρμόζεται ενόψει των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών. Με άλλα λόγια, από την ίδια διάταξη, κι ενόψει συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, μπορεί να εκπορεύεται ένας κανόνας που δεν βρίσκεται σε αντίθεση με το σύνταγμα, ενώ ενόψει διαφορετικών πραγματικών περιστατικών, ο νομοθετικός κανόνας να είναι αντισυνταγματικός. Τέλος, ο έλεγχος είναι διαπιστωτικός, υπό την έννοια ότι δεν οδηγεί σε κατάργηση “erga omnes” της διάταξης, αλλά σε παραμερισμό αυτής και μη εφαρμογή της στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Αξιοσημείωτο είναι δε, το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων. Κάθε νόμος θεωρείται μετά τη δημοσίευσή του συνταγματικός, τόσο ως προς την ουσία του όσο και ως προς τη διαδικασία με την οποία θεσπίστηκε. Αυτό είναι το (μαχητό) τεκμήριο συνταγματικότητας του νόμου, για αυτό και ο έλεγχος των οποίων διενεργούν τα δικαστήρια της χώρας είναι ορθότερο να αποκαλείται «έλεγχος αντισυνταγματικότητας», κι όχι «έλεγχος συνταγματικότητας». Αυτό το τεκμήριο θεμελιώνεται στον προληπτικό έλεγχο που έχει προηγηθεί από το Κοινοβούλιο και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και σε περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία για τη συνταγματικότητα ενός νόμου, η τελική κρίση θα πρέπει να αποφαίνεται υπέρ της συνταγματικότητας.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, όμως, το ελληνικό μοντέλο παρουσιάζει κάποια στοιχεία συγκέντρωσης του ελέγχου. Ορισμένα από αυτά είναι η πρόβλεψη για πιλοτική δίκη του ν. 3900/2010, η παραπομπή ζητήματος συνταγματικότητας από τμήμα ανώτατου δικαστηρίου στην ολομέλεια (αρ. 100 παρ. 5 Σ), η επίλυση ζητήματος συνταγματικότητας από το ΑΕΔ (αρ. 100§1 στοιχείο ε) και η ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ (αρ. 95§1 Σ). Ειδικότερη αναφορά θα γίνει μόνο στα δύο τελευταία. Αρχικά, το αρ. 100§1 στοιχείο ε’ του Συντάγματος καθιερώνει την αρμοδιότητα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) να κρίνει τη (ουσιαστική) συνταγματικότητα διάταξης τυπικού νόμου σε περίπτωση που έχουν εκδοθεί αντιφατικές αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων της χώρας.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο έλεγχος δεν παρουσιάζει κανένα από τα στοιχεία που αναλύθηκαν και ισχύουν στα συστήματα διάχυτου ελέγχου. Αντιθέτως, ο έλεγχος είναι συγκεντρωτικός (αρμόδιο μόνο το ΑΕΔ), κύριος (ειδικό ένδικο βοήθημα), αφηρημένος και καταργητικός. Σε περίπτωση κατάφασης της αντισυνταγματικότητας, το ΑΕΔ προβαίνει σε ακύρωση της διάταξης του νόμου, αυτή δηλαδή παύει να ισχύει έναντι όλων. Μάλιστα, η απόφαση δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, όπως γίνεται και με του νόμους. Οι προϋποθέσεις, ωστόσο, εφαρμογής της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης (η ίδια διάταξη νόμου να έχει κριθεί από δικαστήρια περισσότερων δικαιοδοσιών, και δη, τα ανώτατα δικαστήρια, τα οποία έχουν καταλήξει σε αντίθετες κρίσεις περί της συνταγματικότητας) την καθιστούν πρακτικά ανενεργή.
Από την άλλη, συγκεντρωτικός είναι ο έλεγχος και στην περίπτωση του αρ. 95 παρ. 1 α’ του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο πλαίσιο αυτού του ελέγχου, το ΣτΕ κάνει έλεγχο νομιμότητας ατομικών διοικητικών πράξεων ή κανονιστικών διοικητικών πράξεων. Ένας λόγος παρανομίας κι άρα ακύρωσης των διοικητικών πράξεων είναι και το ότι αυτές ερείδονται σε αντισυνταγματική διάταξη νόμου. Μέσα από αυτό τον έλεγχο νομιμότητας έχει δημιουργηθεί πλούσια συνταγματική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ειδικά μάλιστα, αν ακυρωθεί κανονιστική πράξη λόγω αντισυνταγματικότητας του τυπικού νόμου στον οποίο ερείδεται, ο νόμος αυτός καθίσταται, όπως αναφέρει ο Ακρίτας Καϊδατζής, εν τοις πράγμασι ανενεργός (αν και φυσικά δεν ακυρώνεται), καθώς για την εφαρμογή των τυπικών νόμων είναι απαραίτητες οι κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται από τη διοίκηση και ρυθμίζουν με λεπτομέρειες τις γενικότερες ρυθμίσεις που σκιαγραφούνται στον τυπικό νόμο. Με αυτό τον τρόπο, το ΣτΕ καθίσταται ένα “de facto” δικαστήριο συνταγματικότητας, με σημαντικά μεγαλύτερη επιρροή στη συνταγματική νομολογία από τα υπόλοιπα δικαστήρια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ακρίτας Καϊδατζής, Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, ενόψει της
διάκρισης σε συστήματα ισχυρού και ασθενούς τύπου, Μηνιαία Νομική επιθεώρηση
Αρμενόπουλος, τεύχος 12, Θεσσαλονίκη. - Ευάγγελος Β. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα
Ε.Ε., Αθήνα, 2015. - Βαρβάρα Μπουκουβάλα, “Ποιός ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων και με ποιον
τρόπο”, 26/2/2020, syntagmawatch.gr. Διαθέσιμο εδώ