20.4 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ δακτυλοσκοπική μέθοδος στην εξιχνίαση εγκλημάτων

Η δακτυλοσκοπική μέθοδος στην εξιχνίαση εγκλημάτων


Της Βασιλικής Χαραλάμπους,

Δακτυλοσκοπική είναι η μέθοδος της λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων καθώς και των αποτυπωμάτων των παλαμών, των πελμάτων και εν γένει των θηλοειδών γραμμών. Πρόκειται για έναν κλάδο που διαδραματίζει μείζονα ρόλο στον χώρο της Ανακριτικής για την εξιχνίαση των εγκλημάτων και συγκεκριμένα για την εξακρίβωση της ταυτότητας του δράστη ή του θύματος του εγκλήματος. Είναι δηλαδή το σχετικά αλάθητο μέσο εξακρίβωσης της ταυτότητας όλων των ανθρώπων.

Οι βασικοί τύποι αποτυπωμάτων διακρίνονται στους εξής: α) τοξοειδής, β) σκηνοειδής, γ) εσωτερικός κολποειδής, δ) εξωτερικός κολποειδής, ε) κυκλοτερής ή περιστροφικός. Το εργαλείο αυτό της Ανακριτικής αναδύεται ως ο μεγαλύτερος βοηθός στην εξιχνίαση κυρίως πτωμάτων που έχουν μείνει τόσο χρονικό διάστημα μέσα στο νερό, ώστε να έχουν υποστεί διάβρωση, οπότε και χρησιμοποιούνται ενέσεις γλυκερίνης με οξικό οξύ για την εμφάνιση παλαμοδακτυλικών αποτυπωμάτων. Στην περίπτωση εγκληματικών ενεργειών, οι επιφάνειες των υπό εξέταση αντικειμένων και χώρων καλύπτονται με ειδική σκόνη, ούτως ώστε να εμφανισθούν τα αποτυπώματα.

Η δακτυλοσκοπική μέθοδος ξεκίνησε να εφαρμόζεται στην Ευρώπη περί τα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο που παρατηρούνταν πληθυσμιακές μετακινήσεις από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα. Η μέθοδος αυτή κατέχει ακόμα και σήμερα δεσπόζουσα θέση, παρά την εμφάνιση νέων δυνατοτήτων στην εξιχνίαση του εγκλήματος (DNA και Μοριακή Βιολογία) εξαιτίας τριών βασικών αρχών που εμπεριέχει: το αμετάβλητο, το αναλλοίωτο και το ανόμοιο των αποτυπωμάτων.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: RDNE Stock project

Πιο αναλυτικά, περί τον τέταρτο μήνα της ενδομήτριας κύησης και μέχρι τον θάνατο του προσώπου, τα δακτυλικά του αποτυπώματα παραμένουν αμετάβλητα. Ακόμη δηλαδή και αν καταστραφεί η επιδερμίδα του δακτύλου (κερατίνη και διαφανής στιβάδα και κοκκιώδες σώμα), οι θηλοειδείς γραμμές παραμένουν ίδιες. Μόνο στην περίπτωση της καταστροφής της εσωτερικής στοιβάδας οι γραμμές αυτές παύουν να υπάρχουν και στη θέση τους σχηματίζονται ουλές. Αναφορικά με το δεύτερο στοιχείο της εν λόγω μεθόδου, οι θηλοειδείς γραμμές, τα χαρακτηριστικά τους και η θέση τους διαφέρει από άτομο σε άτομο, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ούτε στην περίπτωση των διζυγωτικών διδύμων να μην υπάρχει ταύτιση. Ενδιαφέρον είναι, μάλιστα, ότι και στο ίδιο το άτομο κανένα δακτυλικό αποτύπωμα δεν ταυτίζεται με το άλλο, δημιουργώντας μια «φυσική υπογραφή» για τον καθένα, με απολύτως μοναδικά χαρακτηριστικά.

Ως προς τη συστηματοποίηση της μεθόδου για την χρήση της στην εξιχνίαση των εγκλημάτων, ο ανθρωπολόγος Galton σκέφτηκε την δυνατότητα τοποθέτησης των αποτυπωμάτων σε αρχείο, σε μια βάση δεδομένων ούτως ώστε να επιτυγχάνεται ευκολότερα και ταχύτερα η ταυτοποίηση υπόπτων, δραστών και πτωμάτων. Σήμερα, η λήψη των αποτυπωμάτων αποτελεί έργο του Τμήματος Εξερευνήσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30 ΠΔ 14/2001. Εκτός από το τεχνικό αυτό κομμάτι όμως, η αποτελεσματικότητα της μεθόδου εξαρτάται και σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό από την ποιότητα των λανθανόντων αποτυπωμάτων. Λανθάνοντα είναι τα αποτυπώματα τα οποία κατεξοχήν ανευρίσκονται στον τόπο του εγκλήματος, δυσχεραίνοντας το έργο των οργάνων εξιχνίασης.

Πρόκειται για αλλοιωμένα αποτυπώματα, που είτε λόγω της ψυχολογικής κατάστασης του προσώπου (π.χ. ταραχή και εφίδρωση που αλλοιώνει την εμφάνιση του αποτυπώματος) είτε λόγω εξωτερικών περιστάσεων (το είδος της επιφάνειας που ακούμπησε ο δράστης καθώς και ο χρόνος που εναπόθεσε το σώμα του πάνω στην επιφάνεια αυτή) οδηγούν σε εξάλειψη των ιχνών. Και τούτα δε σε συνδυασμό με το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την αποτύπωση μέχρι την ανεύρεσή τους. Οι δυσχέρειες αυτές δε μπορούν παρά να απομακρύνουν από την διαδικασία της ταυτοποίησης, ενώ έχει λεχθεί μάλιστα ότι από τον τόπο του εγκλήματος είναι πιθανό να συλλεχθεί μεγάλος αριθμός λανθανόντων αποτυπωμάτων, από τα οποία όμως μόνο το 4-9 % συμπίπτουν με εκείνα του υπόπτου.

Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να λησμονείται το μεγάλο ελάττωμα της δακτυλοσκοπικής μεθόδου: τα αποτυπώματα των δικαιολογημένως θιξάντων. Είναι αλήθεια ότι από έναν τόπο εγκλήματος είναι πολύ πιθανό να έχουν διέλθει όχι μονό οι δράστες, αλλά και πλήθος ακόμη άλλων προσώπων τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με το έγκλημα. Πρόκειται δηλαδή για τα πρόσωπα τα οποία ακούμπησαν πάνω σε ένα αντικείμενο στον τόπο του εγκλήματος, και ακριβώς επειδή δεν μπορεί να προσδιορισθεί επ’ ακριβώς ο χρόνος της αποτύπωσης, δημιουργείται ένα κενό στη μέθοδο, καθώς «εισέρχονται» αποτυπώματα προσώπων που απλώς πέρασαν από τον τόπο του εγκλήματος.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Towfiqu barbhuiya

Στην ελληνική πρακτική ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άνω μέθοδος κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση καθώς και στην προσαγωγή ατόμων προς διαπίστωση των στοιχείων τους. Η λήψη των αποτυπωμάτων στο στάδιο της αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης έχει καταναγκαστικό χαρακτήρα. Τα όργανα δηλαδή, προκειμένου να ανακαλύψουν την ταυτότητα του συλληφθέντος, προχωρούν σε λήψη των αποτυπωμάτων χωρίς την συναίνεσή του, αρκεί να ασκηθεί η κατάλληλη πίεση-βία ώστε να μεταφερθεί το χέρι του στο σωστό σημείο σήμανσης. Η καταναγκαστική αυτή φύση προκύπτει από την υπ. αρ. 15/2011 γνωμοδότηση του ΕισΑΠ, σύμφωνα με την οποία συνιστά υποχρέωση όλων η αναζήτηση των στοιχείων που σχετίζονται με την επίδικη πράξη, πάντα βέβαια με βάση την αρχή της αναλογικότητας.

Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση της μη ταυτοποίησης ή ακόμη περαιτέρω στην περίπτωση της έκδοσης αθωωτικής απόφασης; Εάν τα όργανα δεν ταυτοποιήσουν τον ύποπτο, παρά την εισαγωγή του, τα αποτυπώματά του πρέπει να καταστρέφονται. Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα, την απάντηση την δίνει η απόφαση του ΕΔΔΑ κατά της Δημοκρατίας της Γαλλίας. Στο σκεπτικό της υπόθεσης αναπτύχθηκε ομόφωνα η άποψη ότι η διατήρηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων ενός προσώπου, το οποίο μεταγενέστερα αθωώθηκε δικαστικά, παραβιάζει το δικαίωμα του στον ιδιωτικό βίο, όπως αυτό προστατεύεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Αλλά ακόμη και καταδικαστική απόφαση να υπάρχει κατά ορισμένου προσώπου, του οποίου ελήφθησαν τα αποτυπώματα, αυτά δεν θα πρέπει να διατηρούνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο που είναι σε ισχύ τα δελτία του ποινικού μητρώου και τούτο διότι δεν υπάρχει πλέον η σκοπιμότητα της διατήρησής τους.

Η σημασία της δακτυλοσκοπικής μεθόδου με την ανεύρεση των δακτυλικών αποτυπωμάτων των δραστών στον χώρο του εγκλήματος για την εξιχνίαση εγκληματικών ενεργειών ανεγείρεται κομβική στην ποινική διαδικασία, καθώς αποτελεί ένα από τα πιο αξιόπιστα μέσα αναγνώρισης ατόμων. Η σημασία ωστόσο της μεθόδου αυτής δεν έρχεται χωρίς κανένα ελάττωμα, αλλά σε κάθε περίπτωση η τελική κρίση ανήκει στον Δικαστή, ο οποίος είναι υπεύθυνος να εκτιμήσει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρο 177 ΚΠΔ, ενώ σε καμία περίπτωση τα ευαίσθητα αυτά αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούν να διατηρηθούν στο αρχείο του αθωωθέντος κατηγορουμένου ή υπόπτου, γεγονός που θα προσέκρουσε σε θεμελιώδεις αρχές και διατάξεις βασικών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Κουράκης Νέστωρ, Συμβολές στην μελέτη της Ανακριτικής, Δεύτερη Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα.
  • Δημόπουλος Χ., Εγκληματολογική, Αστυνομική και Δικανική Ανακριτική, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2021.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Χαραλάμπους
Βασιλική Χαραλάμπους
Είναι επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών. Θα ήθελε να ασχοληθεί με τη μάχιμη δικηγορία και βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τον τομέα του ποινικού δικαίου. Στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει πολύ να διαβάζει βιβλία Ψυχολογίας και Φιλοσοφίας, ενώ έχει και μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Φρόυντ και τον Ντοστογιέφσκι. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά και λίγα ισπανικά.