9.6 C
Athens
Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΣτα «απόνερα» της ποσοτικής χαλάρωσης

Στα «απόνερα» της ποσοτικής χαλάρωσης


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Πολιτική αβεβαιότητα και άνοδος των άκρων και των λαϊκιστών, γεωπολιτικές εντάσεις, πόλεμοι, εθνικός και περιφερειακός απομονωτισμός, ωθώντας στην αποπαγκοσμιοποίηση είναι μερικές από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει εδώ και πολύ καιρό η παγκόσμια οικονομία, ενώ ακόμη δεν έχει καταπολεμηθεί το φαινόμενο του (υψηλού) πληθωρισμού. Μπορεί να έχει σημειωθεί τεράστια μείωση στις Δυτικές οικονομίες στον ρυθμό του ΔΤΚ και να παρουσιάζεται, εν γένει, οικονομική στασιμότητα, ωστόσο, ο πληθωρισμός δεν έχει σταθεροποιηθεί ακόμη πέριξ του στόχου του 2%.

Λίγο οι τάσεις για ελλειμματική προσφορά σε βασικά προϊόντα, λίγο η ολιγοπωλιακή μορφή σε αγορές πρωτογενών τομέων (και όχι μόνο), λίγο η ευρύτερη έλλειψη ανταγωνισμού σε διάφορους κλάδους τόσο σε διεθνές όσο και σε πιο τοπικό επίπεδο (σε πολλές περιπτώσεις), λίγο ο φόβος για χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική αστάθεια σε μεγάλες οικονομίες, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ρευστότητα που συνεχίζει να έχει η αγορά, παρά τη νομισματική «σύσφιξη» που ασκείται από τις μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες, διατηρούν τις ανησυχίες για εκ νέου εκτροχιασμού του πληθωρισμού, στο ενδεχόμενο που παρθούν βιαστικές ή λανθασμένες αποφάσεις ή αν παρουσιαστεί κάποιο μεγάλο σοκ στην αγορά από την πλευρά της προσφοράς.

Για την πηγή της πληθωριστικής κρίσης που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια έχουν ειπωθεί πολλά. Σίγουρα, δεν είναι μόνο ένας ή δύο οι παράγοντες που την προκάλεσαν, αποτέλεσε κράμα από τις πολιτικές που λήφθηκαν, ιδίως από την έξαρση του Covid-19 και μετά, από Κυβερνήσεις και Κεντρικές Τράπεζες, αλλά και από τις συγκυρίες που παρουσιάστηκαν, που οδήγησαν ανισορροπία στην αγορά. Προφανώς, η κατάσταση επιδεινώθηκε, καθώς οι (μεγάλες πολυεθνικές) επιχειρήσεις εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και πατώντας στην αύξηση του λειτουργικού κόστους, διεύρυναν (έμμεσα ή άμεσα) το περιθώριο κέρδους τους, αφού κατέχουν μια μεγάλη μονοπωλιακή ισχύ στην αγορά, πάντα με τις «ευλογίες» (αλλά και την ενίσχυση σε πολλές περιπτώσεις) των Κυβερνήσεων. Να σημειωθεί σε αυτό το σημείο πως αυτή η κατάσταση δεν καθιστά σε καμία περίπτωση την αγορά ουσιωδώς ως ελεύθερη (έννοια που έχει δαιμονοποιηθεί μέσα στα χρόνια), αλλά σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη.

Οι συγκυρίες που συντέλεσαν στον περιορισμό της προσφοράς, άρα και στην άνοδο των τιμών, είτε δεν μπορούσαν, δυστυχώς, να προβλεφθούν είτε δεν μπορούσαν και να αποφευχθούν (τουλάχιστον χωρίς κόστος). Όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα στην αγορά, που αν και δεν φαίνεται ως πρώτης όψεως, συντέλεσε σημαντικά στην ακρίβεια, διότι πολλές έρευνες έχουν δείξει σημαντική συμμετοχή του «πληθωρισμού απληστίας» στη συνολική άνοδο του γενικού επιπέδου, αυτή δεν διορθώνεται εν μία νυκτί, απαιτεί αρκετές μεταρρυθμίσεις και αρκετή αντίσταση προς τις ομάδες πίεσης, κάτι που δύσκολα οι πολιτικοί είναι διατεθειμένοι να κάνουν, φοβούμενοι τις «απώλειες».

Πηγή εικόνας: kstudio / Freepik

Συνεπώς, καταλήγουμε στο ζήτημα της ρευστότητας… κάτι που θα μπορούσε να αποφευχθεί αν δεν επικρατούσε μεγάλος φόβος. Προφανώς, στην αρχή μιας κρίσης υπάρχει τεράστια αβεβαιότητα για τη συνέχεια, και είναι λογικό, δεδομένου του μεγάλου αντικτύπου της, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να προσφύγουν σε αντισυμβατικά μέσα. Εξάλλου, οι έκτακτες καταστάσεις απαιτούν και έκτακτα μέτρα για να αντιμετωπιστούν. Το πρόβλημα ήταν ο φόβος για την αφαίρεση της ρευστότητας, η οποία άργησε να αρχίσει να αφαιρείται, λόγω της τεράστιας ποσότητας που διοχετεύτηκε, της απουσίας εμπειρίας από τέτοιου είδους περιπτώσεις και της αβεβαιότητας στην αντίδραση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε μια «σύσφιξη».

Έτσι, λοιπόν, καταλήγουμε στο περίφημο, αλλά και σωτήριο, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, QE (ποσοτική χαλάρωση). Όταν ξεκίνησε η ποσοτική χαλάρωση, οι Κεντρικές Τράπεζες δημιούργησαν δισεκατομμύρια δολάρια, ευρώ, λίρες και άλλα νομίσματα. Χρησιμοποίησαν τα χρήματα για να αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία και τώρα τα εκχωρούν με σημαντική ζημία. Αποτέλεσμα ήταν η συντόμευση της πραγματικής λήξης του ενοποιημένου χρέους του δημόσιου τομέα, ανταλλάσσοντας ομόλογα μακράς ημερομηνίας σε ισοδύναμο διηνεκούς χρέους που αποζημιώθηκε με το overnight επιτόκιο πολιτικής της Κεντρικής Tράπεζας. Αυτό ήταν κερδοφόρο όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά, αλλά τώρα το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί, έχει ζημιά για τον δημόσιο τομέα. Πρόκειται για πραγματικές απώλειες που βαρύνουν τους φορολογούμενους με κερδοφορία ατόμων ή φορέων του ιδιωτικού τομέα. Το QE δεν έχει τελειώσει και η κλίμακα των ζημιών είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στο επίπεδο των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων.

Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι το μόνο που εμφανίζει εκ των προτέρων αυτές τις απώλειες, ενώ οι ΗΠΑ, η Ευρωζώνη και ορισμένες άλλες τείνουν να καθυστερούν να τις τοποθετήσουν στους δημόσιους λογαριασμούς τους. Η Fed σταμάτησε να πληρώνει χρήματα στο Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ μέχρι να επανορθώσει τις δικές της ζημίες. Μέχρι το 2022, πλήρωνε περίπου 0,4% του ΑΕΠ κάθε χρόνο και τώρα πληρώνει 0%.

Στον αντίποδα, οι τράπεζες του ιδιωτικού τομέα βγαίνουν κερδισμένες, καθώς αμείβονται με το επιτόκιο πολιτικής χωρίς κίνδυνο. Φυσικά, δεν έχουν επιλέξει να διατηρούν αυτές τις καταθέσεις, που έχουν δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα του QE, αλλά είναι εύκολο χρήμα για αυτούς προς το παρόν. Αντίστοιχα, οι ιδιώτες κερδίζουν στο βαθμό που οι τράπεζες μεταβιβάζουν αυτούς τους τόκους στους πελάτες με τη μορφή υψηλότερων επιτοκίων αποταμίευσης και χαμηλότερου κόστους δανεισμού. Κέρδη σημειώνουν, επίσης, και οι ξένες Κεντρικές Τράπεζες, καθώς αγοράζουν φθηνό π.χ. βρετανικό χρέος, ενώ το είχαν πωλήσει σε υψηλότερη τιμή όταν είχε αρχίσει το QE.

Υπήρξε μια εποχή που η ανάλυση κόστους – οφέλους του QE ήταν αρκετά απλή. Από την πλευρά των οφελών, υπήρχαν κέρδη από δημόσιο δανεισμό χαμηλότερου κόστους και βελτιωμένα μακροοικονομικά αποτελέσματα. Από την πλευρά του κόστους, υπήρχε μια αίσθηση ότι τα χαμηλότερα επιτόκια είχαν φουσκώσει τεχνητά τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και τα απώθησαν μακριά από τους νέους και τους φτωχούς. Ωστόσο, όποια και αν ήταν η αναλογία κόστους – οφέλους, η επιλογή της ποσοτικής χαλάρωσης, όπως και ειπώθηκε προηγουμένως, ήταν αναπόφευκτη. Οι παρενέργειες στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ήταν ένα απαραίτητο τίμημα για την αποφυγή των πολύ χειρότερων συνεπειών μιας παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης. Ωστόσο, η περιττή καθυστέρηση θα μπορούσε να αποφευχθεί, ιδίως τα χρόνια πριν τον Covid-19.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης
Κωνσταντίνος Γκότσης
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.