Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Οι ομιλίες των πρώην Πρωθυπουργών και πρώην Προέδρων της Ν.Δ., Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, αποτέλεσαν ξεκάθαρη αμφισβήτηση του τρόπου με τον οποίο πολιτεύεται ο σημερινός επικεφαλής της κυβέρνησης και του κόμματός τους, Κυριάκος Μητσοτάκης. Τα ζητήματα που τίθενται αφορούν πλέον την επόμενη ημέρα αυτών των ηχηρών διαφοροποιήσεων. Μέχρι που είναι διατεθειμένοι να φτάσουν στην έκφραση της διαφοροποίησής τους οι δύο προκάτοχοι του Μητσοτάκη και ποιο είναι το έσχατο σημείο που ο τελευταίος μπορεί να την ανεχθεί;
Οι ομιλίες Καραμανλή και Σαμαρά διέφεραν σε ύφος και τόνο. Πιο συγκρατημένος και «θεσμικός» ο πρώτος, πιο επιθετικός ο δεύτερος. Σε κάθε περίπτωση όμως, επέλεξαν ν’ αντιπαρατεθούν στον σημερινό πρωθυπουργό εφ’ όλης της ύλης και όχι επί μέρους. Αυτή τους η εκλογή, καθιστά τις παρεμβάσεις τους βαρύνουσας σημασίας: Το επίδικο και για τους δύο είναι η συνολική πορεία του κόμματος και η μετάλλαξη βασικών σημείων της ιδιοσυστασίας του. Δεν πρόκειται για την επισήμανση ορισμένων παραφωνιών. Πρόκειται για την εκπομπή σημάτων κινδύνου επί υπαρξιακών ζητημάτων της, αλλά και επί κυβερνητικών επιλογών, που αφορούν τα εθνικά συμφέροντα.
Καταλογίζουν λοιπόν, εμμέσως ή αμέσως, στον Κυριάκο Μητσοτάκη την ευθύνη για το γεγονός ότι χάραξε και πορεύεται επί μίας πορείας που δύναται να οδηγήσει κόμμα και χώρα σε ολέθριες ήττες. Στο τραπέζι μπήκαν ταυτοτικά ζητήματα της Ν.Δ., που συναρτώνται με ζητήματα κυβερνητικών πολιτικών, όπως η απομάκρυνσή της από παραδοσιακές αξίες και η προσχώρησή της στην woke ατζέντα, η τακτική του κατευνασμού έναντι των εξωτερικών απειλών και η αποτυχία ελέγχου των μεγάλων εγχωρίων συμφερόντων. Μετά από μία τέτοιου μεγέθους αποδόμηση του σημερινού αρχηγού της Ν.Δ. κι επικεφαλής της κυβερνήσεως από δύο προκατόχους των θέσεων και ιστορικά στελέχη της παράταξής εύλογα γεννάται η απορία σχετικά με το πώς θα μπορέσουν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές να συνυπάρξουν εντός του κόμματος.
Προς ώρας, το Μέγαρο Μαξίμου και ο «μητσοτακικός» μηχανισμός, εν γένει, επέλεξαν να διατηρήσουν χαμηλούς τόνους. Το σχόλιο του κυβερνητικού εκπροσώπου ήταν τυπικό, στο πλαίσιο μια απόπειρας αποφόρτισης της κατάστασης, χωρίς όμως να καταφέρει να κρύψει επαρκώς τον εκνευρισμό των εντολέων του. Η Ντόρα Μπακογιάννη, ήταν η μόνη εκ του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, που απάντησε σε υψηλούς τόνους στον Αντώνη Σαμαρά συνεχίζοντας την πολυετή αντιπαράθεση μαζί του, που εδώ και πολύ καιρό έχει λάβει περισσότερο προσωπικά παρά πολιτικά χαρακτηριστικά. Τις ημέρες που έχουν ακολουθήσει των παρεμβάσεων Καραμανλή – Σαμαρά, έχουν υπάρξει ανώνυμες διαρροές και ανυπόγραφα άρθρα σε εξόχως φιλικά προς την κυβέρνηση Μ.Μ.Ε., που κυρίως κινούνταν στη λογική της απαξίωσης των δύο πρώην πρωθυπουργών. Υπενθύμιζαν αρνητικά πεπραγμένα και ανακολουθίες τους, καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι οι συμπεριφορές του προσιδιάζουν σε παιδιάστικα πείσματα ένεκα της αδυναμίας τους να επηρεάσουν καταλυτικά τις εξελίξεις σε κόμμα και κυβέρνηση. Δημοφιλής επίσης, στους οπαδούς του νέο-μητσοτακισμού και η άποψη ότι οι δύο πρώην κάνουν νάζια επιχειρώντας μια ιδιότυπη διαπραγμάτευση προκειμένου να επιτύχουν την ανάδειξή τους στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, επέλεξε, την ίδια ώρα που βρίσκονταν στο βήμα οι προκάτοχοί του να επισκεφθεί αιφνιδιαστικώς ένα δημόσιο νοσοκομείο επιχειρώντας να εκπέμψει το πολιτικό μήνυμα της επικέντρωσής τους στα «σημαντικά» και ν’ απαξιώσει το περιεχόμενο της κριτικής που του ασκούταν εκείνη την ώρα ως ανούσια γκρίνια. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μόνο ήσυχος δεν δικαιούται να αισθάνεται μετά τη δραστηριότητα των Αντώνη Σαμαρά και Κώστα Καραμανλή.
Ο Καραμανλής είναι ένας πολιτικός ο οποίος είναι σχετικά εύκολα ν’ απαξιωθεί σ’ επίπεδο διακομματικό: Αρκεί ένας πολιτικός του αντίπαλος, εκτός Ν.Δ., να παραθέσει τα στοιχεία για την καταστροφική πενταετή του διακυβέρνηση που οδήγησε τη χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας. Στοιχεία επίσημα, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, που δεν επιδέχονται αμφισβητήσεως, ούτε φυσικά μπορούν ν’ ανατραπούν με προπαγανδιστικές μεθόδους που περιλαμβάνουν θεωρίες συνωμοσίας και στρατευμένη δημοσιογραφία γονατογραφημάτων.
Παρομοίως, ο Σαμαράς χρεώνεται την ιλαροτραγική αντιμετώπιση της πρώτης περιόδου της δημοσιονομικής κρίσεως όταν, το 2010, αντί να συντρέξει την κυβέρνηση Παπανδρέου ώστε να επιτευχθεί η ταχύτερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου, σήκωσε τη σημαία του δήθεν επαναστάτη, γινόμενος ο σημαιοφόρος του αντιμνημονιακού λαϊκισμού («Ζάππεια» κ.λπ.) μόνο και μόνο για να υποχρεωθεί στη μεγαλοπρεπέστατη κυβίστηση του 2011. Η τακτική του αυτή εξέθρεψε τέρατα όπως οι Αγανακτισμένοι, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., οι ΑΝ.ΕΛ., η Χρυσή Αυγή, ο Σώρρας κ.α. Εντός όμως της Ν.Δ., η ευθεία προσπάθεια αποδόμησης των δύο πρώην Προέδρων της δεν είναι τόσο εύκολη. Το κόμμα του πάλαι ποτέ αναμμένου πυρσού, είναι ένα βαθιά συντηρητικό, με την αρνητική του όρου έννοια, η οποία περιλαμβάνει την προσκόλληση σε διάφορα «τοτέμ». Συνεπώς, παραμένει ένα κόμμα κατά βάσην καραμανλικό. Γι‘ αυτό και η όποια κριτική στο πρόσωπο του Ανιψιού προκύπτει έμμεσα ή μέσω διαρροών και αφορά τόσο τα πεπραγμένα της διακυβερνήσεώς του όσο και τον ύπουλο ρόλο του την περίοδο της συγκυβερνήσεως Τσίπρα – Καμμένου, με τους νέο-καραμανλικούς ν’ αποτελούν την τρίτη, άτυπη, συνιστώσα αυτής. Ίσως η πλέον εμβληματική στιγμή αμφισβήτησης του Καραμανλή του νεωτέρου να ήταν η καταψήφιση του ακραιφνούς καραμανλικού Προκόπη Παυλόπουλου ως υποψηφίου Προέδρου της Δημοκρατίας, το 2015, από τον βουλευτή τότε, της Ν.Δ. Κυριάκου Μητσοτάκη. Ήταν όμως και μια ενέργεια που εντασσόταν στην οικοδόμηση του προσωπικού πολιτικού προφίλ του σημερινού πρωθυπουργού, που σήμερα δεν μπορεί παρά να επιχειρήσει τη διατήρηση ισορροπιών. Η περίπτωση Σαμαρά από την άλλη παρουσιάζει άλλες ιδιαιτερότητές : Ναι μεν πρόκειται περί ενός προσώπου εξαιρετικώς αμφιλεγόμενου ένεκα των γεγονότων που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Η ανακίνηση παθών όμως που άπτονται του λεγομένου «κομματικού πατριωτισμού» δεν είναι ένα πεδίο εύφορο για την οικογένεια Μητσοτάκη, η οποία ουδέποτε, ακόμη και μετά από μισό αιώνα, ταυτίστηκε πλήρως με τη Ν.Δ. κι έγινε απολύτως αποδεκτή από τη βάση της. Δεν είναι λίγοι εκείνοι, που διαχρονικά την αντιμετωπίζουν ως «κεντρώο μουσαφίρη» κι ως «αναγκαίο κακό» προκειμένου να νικηθεί είτε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1989 είτε ο Αλέξης Τσίπρας το 2019. Ειδικά μια αντιπαράθεση στο πεδίο των ιδεών που πρέπει να συγκροτούν την ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα της Ν.Δ. δεν μπορεί να βρει κερδισμένους τους Μητσοτάκηδες, οι οποίοι διαχρονικά επεδίωκαν πρόχειρο και άγαρμπο εκμοντερνισμό της κυρίως βέβαια για δικό τους όφελος: Για να ικανοποιήσουν αμερικανικά ή ευρωπαϊκά αιτήματα ή για να επιτύχουν μικροπολιτικές επιδιώξεις τους. Όντως, όσο κι αν ο μέσος νεοδημοκράτης χρεώνει στον Σαμαρά ότι έριξε τη «γαλάζια» κυβέρνηση το 1993, τόσο εγγύτερα βρίσκεται στις αρχές που αυτός εκφράζει σε σχέση με αυτές της οικογένειας Μητσοτάκης. Γι’ αυτό άλλωστε και όλοι οι πολιτικοί της Δυναστείας επέλεγαν να υποβαθμίσουν τα ιδεολογικά ζητήματα, ξεμπερδεύοντας με γενικόλογες – γλυκανάλατες αναφορές στο δημόσιο λόγου τους. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για αυτόν τον λόγο επέλεξε να προβάλει την αποτελεσματικότητά του, με την επίσκεψή του στο νοσοκομείο, την ίδια ώρα που συζητούνταν ιδεολογικά ζητήματα άβολα για τον ίδιο.
Εν ολίγοις, όσο κι αν μια κίνηση επίδειξης δύναμης που θα περιελάμβανε τη διαγραφή Σαμαρά, δεν θα είχε τις ίδιες «σεισμικές» συνέπειες με μια αντίστοιχη με «θύμα» τον Καραμανλή, θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένη σε αυτή τη φάση δεδομένου, ότι ο Μεσσήνιος έθιξε στην ομιλία του ζητήματα που όντως θεωρούνται φλέγοντα για τη βάση της Ν.Δ. και μάλιστα μετά από μία, κατ’ ουσίαν, ήττα που εν πολλοίς οφείλεται σε αυτά όταν μάλιστα στα δεξιά του κυβερνόντος κόμματος έχει αναπτυχθεί μία συνολική δυναμική της τάξεως του 20%.
Η αντιμετώπιση λοιπόν του αντάρτικου των πρώην αρχηγών της Ν.Δ. αποτελεί έναν δύσκολο γρίφο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο τελευταίος, βρίσκεται ενώπιον της σημαντικότερης αμφισβήτησης που εκφράζεται προς το πρόσωπό τους την τελευταία οκταετία που βρίσκεται στο τιμόνι του κόμματος. Η ελληνική Δεξιά (με όποιο περιεχόμενο μπορεί να λάβει ο «γεωγραφικός» αυτός προσδιορισμός στην περίπτωση της Ν.Δ., σήμερα) είχε ανέκαθεν ένστικτο επιβίωσης. Βεβαίως, όλοι αυτοί που έκαναν τις υπερβάσεις προκειμένου αυτή να επιβιώσει πίστευαν ότι άξιζε τον κόπο…