29.6 C
Athens
Κυριακή, 7 Ιουλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο σύστημα απόδειξης στην ποινική διαδικασία

Το σύστημα απόδειξης στην ποινική διαδικασία


Της Ελένης Κάζου,

Θεμελιώδης σκοπός της ποινικής διαδικασίας είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, δηλαδή η πλήρης διερεύνηση μιας υπόθεσης, προκειμένου να αποκαλυφθεί και να τιμωρηθεί ο δράστης ενός εγκλήματος εφόσον αποδειχθεί η τέλεσή του και βεβαιωθεί πως τελέστηκε από αυτόν. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται μέσω της αποδεικτικής διαδικασίας, η οποία συνίσταται στην παραγωγή αποδεικτικής ύλης με την διενέργεια ανακριτικών πράξεων και στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Το πώς θα αξιολογηθούν τα στοιχεία αυτά από τον ποινικό δικαστή ώστε να επιτευχθεί η ουσιώδης αναζήτηση της αλήθειας αποτελεί καίριο ζήτημα που έχει απασχολήσει τη θεωρία.

Κατά καιρούς έχουν αναπτυχθεί διαφορετικά συστήματα εκτίμησης των αποδείξεων, ένα εκ των οποίων ήταν το σύστημα των λεγομένων «νομικών κανόνων απόδειξης» το οποίο θεσμοθετήθηκε από τους Ιταλούς νομικούς του μεσαίωνα. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, βασική προϋπόθεση για την καταδίκη ενός προσώπου είναι η συνδρομή κάποιων αδιαμφισβήτητων ενδείξεων (indicia indubitata), όπως, λόγου χάρη, η ομολογία του κατηγορουμένου, η κατάθεση δύο «ενάρετων» μαρτύρων αλλά και η προσπάθεια εξαγοράς της σιωπής του θύματος από τον κατηγορούμενο.

Σκοπός του συστήματος αυτού ήταν ο περιορισμός της αβεβαιότητας και της αυθαιρεσίας που δημιουργούνταν από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου το σύστημα αυτό μετατράπηκε σε μια απροκάλυπτη αναζήτηση αποδείξεων ενοχής για όσους είχαν την ατυχία να βρεθούν στο στόχαστρο της ποινικής καταστολής. Πολλές φορές μια ομολογία αποκτιόταν με παράνομα μέσα και ιδιαίτερα μέσω βασανιστηρίων, ενώ η αξιολόγηση των μαρτύρων ως «ενάρετων» οδηγούσε σε βάναυση κατηγοριοποίηση των πολιτών. Μετά την κατάρρευση του συστήματος αυτού υιοθετήθηκε πρώτα στην Γαλλία και έπειτα και στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη το σύστημα της «ηθικής απόδειξης».

Η αρχή της ηθικής απόδειξης τυποποιείται στο άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό «οι δικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων».

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Brett Sayles

Με την αρχή αυτή προσδίδεται στο δικαστή μια εσωτερική ελευθερία κινήσεων, καθώς η ενδόμυχη πεποίθησή του καθορίζει την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου. Ωστόσο, η δικανική πεποίθηση δεν διαμορφώνεται αυθαίρετα αλλά θα πρέπει να είναι εξ αντικειμένου θεμελιωμένη με βάση τους κανόνες της λογικής, τη φύση των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Δεν πρέπει να προκύπτει καμία «έλλογη αμφιβολία» για τα γεγονότα τα οποία γίνονται εν τέλει δεκτά. Ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων σημαίνει λογική εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία πρέπει να είναι επαρκή και να πείθουν αντικειμενικά.

Η υποκειμενική πεποίθηση του δικαστή μετουσιώνεται σε αντικειμενικά προσβάσιμο και ελέγξιμο δικανικό λόγο μέσα από την αιτιολογία της απόφασης, η οποία αποτελεί βασικό στοιχείο της ηθικής απόδειξης. Μέσα από την αιτιολογία ελέγχεται ποια πραγματικά περιστατικά είχε υπόψη και αξιολόγησε ο δικαστής, πώς προέκυψαν, ποια αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν και η συλλογιστική του σε περίπτωση παράκαμψης τυχόν αμφιβολιών επί καταδικαστικής απόφασης. Φυσικά για την πλήρη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησης δεν αρκεί οποιαδήποτε αιτιολογία αλλά πρέπει αυτή να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη.

Ειδική είναι η αιτιολογία που στηρίζεται στα επιμέρους συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα, πραγματογνωμοσύνη) και αποκλείει άλλα που κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση. Εμπεριστατωμένη είναι η αιτιολογία η οποία περιλαμβάνει τους αποδεικτικούς συλλογισμούς οι οποίοι απορρέουν από τα αποδεικτικά μέσα και δείχνουν τον τρόπο σκέψης (δικαστικής επεξεργασίας) του δικαστηρίου. Όταν, παραδείγματος χάρη, δύο μάρτυρες αναφέρουν τα ακριβώς αντίθετα για μια κρίσιμη πτυχή της υπόθεσης, δεν δύναται το δικαστήριο να στηριχθεί χωρίς κανένα έλεγχο στην καταδικαστική μαρτυρία του ενός και να αγνοήσει την αθωωτική μαρτυρία του άλλου. Το δικαστήριο μπορεί με τους συλλογισμούς που θα παραθέσει στην απόφαση να ελέγξει την αξιοπιστία της μιας μαρτυρίας στην οποία θα στηριχθεί και να κρίνει τη δεύτερη μαρτυρία ως ελλιπή και αναληθή.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 10η έκδοση, Αθήνα, 2021, Εκδόσεις Σάκκουλα.
  • Αργύριος Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 7η έκδοση, Αθήνα, 2020, Νομική Βιβλιοθήκη.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη Κάζου
Ελένη Κάζου
Γεννήθηκε το 2003 στην Καβάλα. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εμβάθυνση και εξειδίκευση σε σύγχρονα ζητήματα του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου. Ομιλεί άπταιστα την Αγγλική και πολύ καλά τη Γερμανική γλώσσα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με το σκάκι, την εκμάθηση ξένων γλωσσών, τα ταξίδια και την μουσική