Της Άντζελας Μανώλακα,
Η πολιτική σκηνή της νεότερης ελληνικής ιστορίας στο μεγαλύτερο μέρος της αναπτύχθηκε με χαρακτηριστικά πόλωσης, που σχηματίστηκαν από ανταγωνιστικά και ενίοτε βαθιά διχαστικά δίπολα. Πρόκειται για πολιτικές διαιρετικές τομές, που θεμελιώνονται πάνω σε μείζονες κοινωνικές διαιρέσεις και διαφοροποιούν μία κοινωνία. «Βενιζελισμός – Αντιβενιζελισμός», που καθόρισε τις ελληνικές επιλογές στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, «Κοινοβούλιο – Δικτατορία», που οδήγησε στη δικτατορία του Μεταξά, «Εθνικόφρονες – Αντεθνικοί Δρώντες», που κάλυψε το χρονικό διάστημα από τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας του Παπαδόπουλου. Δεν πρόκειται για πλασματικά, αλλά για βαθύτατα ταξικά δίπολα που συσπειρώνουν τις ανάλογες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.
Το τέλος της αυταρχικότητας, που επέβαλε η Εθνικοφροσύνη της Χούντας, μπορεί να επήλθε με την πτώση της, αλλά δεν συμβάδισε με τη διαγραφή της μνήμης. Έτσι, μολονότι τερματίστηκε ο πόλεμος μεταξύ της δεξιάς και της αριστεράς ή γενικότερα των αντιφρονούντων, οι μνήμες που έμειναν ζωντανές, και προφανώς οι διεκδικήσεις συμφερόντων που εξακολουθούσαν να υφίστανται, οδήγησαν σε διαμάχες έντονα ιδεολογικές γύρω από θέματα οικονομικής πολιτικής, κοινωνικής πρόνοιας και εξωτερικής πολιτικής. Το πολιτικό σκηνικό αναδιαρθρώθηκε κοινωνικά και πολιτικά με την Μεταπολίτευση, αλλά η πόλωση παρέμεινε κάτω από νέους όρους, που σχημάτισαν ένα νέο δίπολο, αυτό της «Δεξιάς – Αντιδεξιάς», που κυριάρχησε μέχρι και τη δεκαετία του ’90 αποτελώντας για δεκαετίες τον κεντρικό άξονα της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα.
Υπό τον όρο «Δεξιά» προσδιορίστηκε ο πολιτικός χώρος που εκφράστηκε κυρίως από τη Νέα Δημοκρατία (ΝΔ), το κόμμα που ιδρύθηκε το 1974 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ένα κόμμα που αποποιήθηκε τα αυταρχικά στοιχεία του παρελθόντος, στηρίχτηκε στην έννοια της εθνικής ταυτότητας και της έννομης τάξης και προώθησε τη δημοκρατία, την ευρωπαϊκή ένταξη και τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Από την άλλη πλευρά, ο όρος «Αντιδεξιά» εκπροσωπήθηκε κυρίως από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), που ιδρύθηκε επίσης το 1974 από τον Ανδρέα Παπανδρέου και επιδίωξε να προωθήσει μία σοσιαλιστική ατζέντα, με έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη, την εθνική ανεξαρτησία και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.
Σχηματίστηκε, επομένως, μία νέα πολιτική διχοτόμηση, που περιλαμβάνει έναν ευρύτερο και πιο περίπλοκο διαχωρισμό. Από τη μία πλευρά, η Δεξιά, που παραδοσιακά υποστήριζε πιο συντηρητικές πολιτικές, με έμφαση στην οικονομία της αγοράς, την ιδιωτική πρωτοβουλία, και την παραδοσιακή κοινωνική δομή. Από την άλλη πλευρά, η Αντιδεξιά, που περιλάμβανε δυνάμεις αντίθετες στην ηγεμονία της Δεξιάς και προωθούσε αλλαγές σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, συχνά μέσω πιο προοδευτικών ή λαϊκίστικων πολιτικών. Οι θέσεις της ΝΔ βρήκαν απήχηση στα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα, τους επιχειρηματίες και τους παραδοσιακούς συντηρητικούς.
Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ υποστηρίχτηκε από τις λαϊκές τάξεις, τους εργαζόμενους, τους αγρότες και τη νεολαία. Ακολούθησαν ισχυρές αντιπαραθέσεις, με έντονη ρητορική, και σφοδρές πολιτικές συγκρούσεις. Οι κατηγορίες για αντιδημοκρατικές πρακτικές και κοινωνική ανισότητα ανταλλάσσονταν με εκείνες για λαϊκισμό και οικονομική ανευθυνότητα. Άμεση συνέπεια της πόλωσης αυτής, η αδυναμία εμφάνισης και επιβίωσης άλλων, ανεξάρτητων κομμάτων.
Στην ουσία, βέβαια, το δίπολο δεξιάς – αντιδεξιάς αντικατοπτρίζει έναν διαχωρισμό που βασίζεται όχι μόνο σε ιδεολογικές διαφορές, αλλά και σε μια ιστορική αντίθεση μεταξύ των δυνάμεων που επιδίωκαν να διατηρήσουν το status quo και εκείνων που επιθυμούσαν ριζικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και πολιτική. Η αντίθεση αυτή εντάθηκε μετά τη μεταπολίτευση, όταν το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, προσπάθησε να κυριαρχήσει πολιτικά και κοινωνικά, αντιπαρατιθέμενο στη Νέα Δημοκρατία και τις παραδοσιακές συντηρητικές δυνάμεις. Με την πάροδο του χρόνου, και ιδιαίτερα με την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την οικονομική κρίση που ακολούθησε, το δίπολο αυτό άρχισε να αποδυναμώνεται.
Η συμμετοχή στη ευρωζώνη επέβαλε την υιοθέτηση συγκεκριμένων οικονομικών πολιτικών και δημοσιονομικών κανονισμών. Η ανάγκη συμμόρφωσης με τις αρχές της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής μείωσε την έμφαση σε παραδοσιακές ιδεολογικές διαφορές. Το ζητούμενο που αναδύθηκε ήταν η εφαρμογή και η προσαρμογή στις κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές. Επίσης, αμβλύνθηκαν και οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των παραδοσιακών κομμάτων, που έπρεπε να ευθυγραμμιστούν με τις οικονομικές πολιτικές των ευρωπαϊκών απαιτήσεων. Η παγκοσμιοποίηση, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τα ανθρώπινα δικαιώματα εντάχθηκαν ως κεντρικά θέματα της πολιτικής ατζέντας. Αντίστοιχα η οικονομική κρίση του 2008 και τα συνεπακόλουθα μνημόνια ενίσχυσαν την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και μείωσαν την ένταση των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων εμπρός στο διακύβευμα της οικονομικής διάσωσης της χώρας. Το πλαίσιο αυτό επέτρεψε την εμφάνιση νέων πολιτικών δυνάμεων, που δεν εντάσσονταν στον παραδοσιακό άξονα «Δεξιά – Αντιδεξιά», όπως η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ, που προσέλκυσαν τους απογοητευμένους από τα παραδοσιακά κόμματα ψηφοφόρους.
Η νέα πραγματικότητα απομάκρυνε από την κεντρική θέση της ελληνικής πολιτικής σκηνής το παραδοσιακό αυτό δίπολο και οδήγησε σε μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές που υπερέβησαν αυτές τις ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές επιτρέποντας σε νέα πολιτικά ζητήματα και διακυβεύματα να αναδειχθούν και να σχηματίσουν νέα δίπολα. Ένα από αυτά η διάκριση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων, άμεση συνέπεια της επιβολής των μνημονιακών πολιτικών που επιβλήθηκαν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Moschonas, Gerassimos, Η διαιρετική τομή Δεξιάς-Αντιδεξιάς στη Μεταπολίτευση (1974-1990), researchgate.net, Διαθέσιμο εδώ
- Η συνύπαρξη Καραμανλή – Παπανδρέου, kathimerini.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Mouzelis N. (1978), Modern Greece: Facets of Underdevelopment, Νέα Υόρκη: εκδόσεις Macmillan