12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΝόμος 5090/2024: Η αποστέωση της Ποινικής Δικονομίας

Νόμος 5090/2024: Η αποστέωση της Ποινικής Δικονομίας


Του Νίκου Αντωνάκη,

Σε προηγούμενο μου άρθρο είχα αναφερθεί διεξοδικά στις νέες προβληματικές ρυθμίσεις που επέφερε στο πεδίο του ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου ο ν. 5090/2024, ο οποίος θέσπισε διατάξεις που αν μη τι άλλο εγείρουν σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με το ελληνικό Σύνταγμα και το ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ο νόμος αυτός, ωστόσο, πέρα από τα ουσιαστικής φύσεως ζητήματα που έθιξε, αναμόρφωσε ριζικά και το ποινικό δικονομικό Δίκαιο, σαν να μην έφταναν οι ουσιαστικές «διορθωτικές» του παρεμβάσεις. Βασικός σκοπός του νομοθέτη και στο πεδίο του δικονομικού Δικαίου υπήρξε η ταχεία πρόοδος της ποινικής δίκης σε βάρος, προφανώς, της αποτελεσματικότητάς της. Όλες, επομένως, οι ανωτέρω ουσιώδεις δικονομικές τροποποιήσεις θα σχολιαστούν κριτικά στο παρόν άρθρο.

Πρώτη και αδιαμφισβήτητα προβληματική εμφανίζεται η διάταξη του άρθρου 62 του ν. 5090/2024. Στο άρθρο αυτό, με λίγα λόγια, προβλέπεται ουσιαστικά η κατάργηση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, με αποτέλεσμα οι εφέσεις κατά αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου να εκδικάζονται πλέον από αυτό το ίδιο, με αρχαιότερη απλώς σύνθεση! Στο άρθρο 75 μάλιστα του ίδιου νόμου ορίζεται με ξεκάθαρο τρόπο πως η αρχαιότερη σύνθεση δεν είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση, αλλά μόνον εφόσον «είναι εφικτή». Με πολύ απλά λόγια, έκρινε πλέον ο νομοθέτης πως ένα δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει τις ίδιες του τις αποφάσεις, οι οποίες αφορούν πολύ βαριά μάλιστα εγκλήματα και πως το Πενταμελές Εφετείο ήταν απλά «χάσιμο χρόνου».

Δεν είναι όμως δυνατόν οι ίδιοι κατά βάση δικαστές να κρίνουν κατ΄ έφεση μια καταδικαστική απόφαση για π.χ. θανατηφόρα ληστεία (380 παρ. 2 ΠΚ), και τούτο διότι παραβιάζεται σαφέστατα το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Παρόλο, λοιπόν, που το Σύνταγμα δεν προστατεύει το δικαίωμα σε δευτεροβάθμια κρίση, από τη στιγμή που ο νομοθέτης την προβλέψει ρητά, τότε δε μπορεί πάλι να την καταργήσει, καθώς έχει δημιουργηθεί σχετικό κεκτημένο. Και είναι πράγματι αμφίβολο το κατά πόσον η κατάργηση του Πενταμελούς Εφετείου δεν παραβιάζει το κεκτημένο αυτό. Μέλλει γενέσθαι πώς θα αντιμετωπίσει η νομολογία την ανωτέρω τροποποίηση.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Ignacio Palés

Προβλήματα εντοπίζονται και στο άρθρο 78 του ν. 5090/2024. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την πιο αμφιλεγόμενη διάταξη του νέου «προοδευτικού» νομοσχεδίου. Η τελευταία ορίζει τα εξής: «Αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία, δεν καλούνται στο ακροατήριο αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους. Ο εισαγγελέας ή το δικαστήριο αιτιολογημένα, μπορούν κατ’ εξαίρεση να παραγγείλουν την κλήτευση αν η εξέτασή τους με τεχνολογικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 238Α όπου είναι εφικτό, ή με φυσική παρουσία τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας. Σε κάθε περίπτωση, τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου καλούνται από τον εισαγγελέα, αν η πράξη αφορά κακούργημα και το ζητήσει ο κατηγορούμενος εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο, σύμφωνα με τις διατυπώσεις της παρ. 3 του άρθρου 327 και πέραν του αριθμητικού περιορισμού της παρ. 2».

Η προσθήκη της νέας αυτής παραγράφου, που αποστεώνει την έννοια της δίκαιης δίκης, προκαλεί ποικίλα ερωτηματικά. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός πως αν δεν υπήρχε αυτή η διάταξη, τότε τυχόν εφαρμογή της στη δικαστηριακή πράξη, επιλογή δηλαδή του δικαστηρίου να αναγνώσει προδικαστική έκθεση στο ακροατήριο παρά το εφικτό της προσέλευσης του αστυνομικού, θα παραβίαζε ευθέως το άρθρο 363 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και θα συνεπαγόταν άνευ ετέρου απόλυτη ακυρότητα του ακροατηρίου λόγω παραβίασης υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου (α. 171 παρ. 1 περίπτωση δ’ ΚΠΔ). Ο νομοθέτης, με άλλες λέξεις, με την ως άνω επιλογή του κατοχύρωσε νομοθετικά μια προφανέστατη παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να εξετάζει άμεσα στο ακροατήριο μάρτυρες κατηγορίας προκειμένου να διαπιστώνεται και το τυχόν αναξιόπιστο της μαρτυρίας τους.

Ενώ λοιπόν πλέον δεν μπορεί να βρει εφαρμογή το άρθρο 171 περί απόλυτης ακυρότητας, αφού η αισχρή αυτή διάταξη αποτυπώθηκε νομοθετικά, είναι αναγκαίο να γίνει προσφυγή στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι, η απαλλαγή της υποχρέωσης των αστυνομικών να παρευρίσκονται στο ακροατήριο, παρά το εφικτό της προσέλευσής τους, και η αναγωγή του υπηρεσιακού καθήκοντος σε ανώτερο αγαθό από αυτό της ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας και της απονομής της Δικαιοσύνης παραβιάζει ευθέως την αρχή της αξίας του ανθρώπου και την αρχή της ενοχής, στο μέτρο, που για να αντιμετωπισθούν εσωτερικές πλημμέλειες του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ. θυσιάζεται η ασφάλεια της ποινικής δίκης και, κατ’ αποτέλεσμα, ο κατηγορούμενος ως υποκείμενο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιατί δεν είναι δυνατό σε μια δημοκρατική κοινωνία να χρησιμοποιείται η τύχη ενός ανθρώπου ως μέσο επιδίωξης υπηρεσιακών καθηκόντων.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay

Και, φυσικά, αυτό δεν αφορά μόνο τα κακουργήματα ως προς τα οποία ο νομοθέτης αναγκάστηκε, ύστερα από νομική κατακραυγή, να προβλέψει το υποχρεωτικό της εμφάνισης των αστυνομικών ύστερα από αίτημα του κατηγορουμένου, αλλά και τα πλημμελήματα, τουλάχιστον τα σοβαρά. Ανακύπτει, εξάλλου, και το εξής ερώτημα: πώς είναι δυνατόν, κύριε νομοθέτη, να λαμβάνεται στα σοβαρά μια προδικαστική κατάθεση, όταν η ίδια η παρουσία των αστυνομικών ενώπιον του ακροατηρίου δεν κρίνεται από εσάς αναγκαία για την ασφαλέστερη διάγνωση της αλήθειας; Η διάταξη αυτή πρέπει, αν μη τι άλλο, να καταργηθεί άμεσα. Μέχρι τότε, τα δικαστήρια οφείλουν με διορθωτική ερμηνεία —σύμφωνη με το Σύνταγμα— να δέχονται τις αιτήσεις εμφάνισης των αστυνομικών όχι μόνο στα κακουργήματα, αλλά και στα πλημμελήματα. Και αυτό καθώς, με τις νέες τροποποιήσεις είναι δυνατόν κάποιος να βρεθεί έγκλειστος και με μόνο τη διάπραξη ενός πλημμελήματος που επισύρει ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους.

Μία τελευταία παρατήρηση οφείλει να γίνει στο άρθρο 76 του ν. 5090/2024. Στο όνομα, και πάλι, της επιτάχυνσης της ποινικής δίκης, αποφασίστηκε ότι τα εχέγγυα ορθής απονομής της Δικαιοσύνης πρέπει να υποχωρήσουν. Αυτό διαφαίνεται ευθέως στο ανωτέρω άρθρο. Με την νέα αυτή νομοθετική επιλογή, πλήθος πλημμελημάτων, μεταξύ και σοβαρών, μεταφέρθηκε στην ύλη του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και αφαιρέθηκε από την αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου όπου ανήκε μέχρι πρότινος. Έτσι, πλημμελήματα που επισύρουν ποινή φυλάκισης μέχρι τρία έτη κατά κατώτατο όριο θα εκδικάζονται πλέον από έναν δικαστή, αντί για τρεις.

Αυτό δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά στο μέτρο που, όπως προαναφέρθηκε, σε περίπτωση καταδίκης για πλημμέλημα που ξεπερνάει το ένα έτος, μπορεί να βρεθεί κανείς στη φυλακή. Μάλιστα, οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου δεν εκδικάζονται από Εφετείο, αλλά από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Είναι απαράδεκτο δικαιοπολιτικά, κατά τη γνώμη μου, να μην υπάρχει εφετειακή κρίση σε σοβαρά πλημμελήματα που μπορεί να οδηγήσουν και σε εγκλεισμό. Αυτή η παρατήρηση πάντως αφορά στη σκοπιμότητα της νομοθετικής ρύθμισης, που εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Miguel Á. Padriñán

Σε γενικές γραμμές, οι νέες τροποποιήσεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μόνο θετικές δεν είναι, και θα εξηγήσω πολύ απλά τον λόγο. Στο προσεχές διάστημα η Ελλάδα θα συνεχίσει να καταδικάζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και για την αργή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (αφού διέφυγε του υπουργείου ότι, παρά τις τροποποιήσεις, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές προκειμένου να επιταχυνθεί η ποινική δίκη), αλλά και για παραβίαση ουσιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, που ερείδονται και στο ενωσιακό Δίκαιο. Ο νόμος 5090/2024, τελικώς, το μόνο που θα καταφέρει είναι να δώσει στην Ευρώπη περισσότερες νομικές βάσεις προκειμένου να συνεχίσει να καταδικάζει την Ελλάδα. Τροφή για σκέψη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Είναι φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Του αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο επιδιώκει την ανάγνωση συγγραμμάτων και μελετών με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευσή του στους κλάδους αυτούς.