Της Μαρίας Μπαλαούρα,
Πρώτη Ιουλίου 1961, μια ημερομηνία, πλέον, εμβληματική, αφού εκείνη τη μέρα γεννήθηκε μια γυναίκα που κέρδισε με τον αδαμάντινο χαρακτήρα της, το ανεξάρτητο πνεύμα της και την αριστοκρατική ομορφιά της, τις καρδιές εκατομμύρια ανθρώπων τόσο τότε όσο και σήμερα, οπόταν η μνήμη της παραμένει ζωντανή μέσα από στιγμιότυπα, βιβλία, ταινίες και πόσα ακόμα ντοκουμέντα για τη ζωή, το έργο της, αλλά και το τραγικό τέλος της.
Η Νταϊάνα Φράνσις Σπένσερ, γεννημένη την πρώτη Ιουλίου του 1961 στην Αγγλία, ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά της Φράνσις και του Έντουαρντ, άμεσου απογόνου του Καρόλου Β΄. Οι γονείς της χώρισαν όταν εκείνη ήταν σε μικρή ηλικία και μετά από σκληρές, δικαστικές διαμάχες, ο πατέρας κέρδισε την επιμέλεια των παιδιών. Μαθήτευσε σε δημόσιο σχολείο, όπου αναδείχθηκε στον αθλητισμό και ιδιαίτερα στην κολύμβηση, ενώ όνειρό της ήταν να γίνει μπαλαρίνα, γεγονός που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ λόγω του ύψους της. Δεν ακολούθησε ακαδημαϊκές σπουδές, διότι υπήρξε μέτρια μαθήτρια σύμφωνα με τους βιογράφους της. Δούλεψε ως νταντά, μαγείρισσα περιστασιακά και βοηθός νηπιαγωγού. Η αρχή για τη ραγδαία αλλαγή στη ζωή της έγινε το 1977, όταν σε ηλικία μόλις 16 ετών, γνώρισε τον Κάρολο, ο οποίος τότε έβγαινε με τη μεγαλύτερη αδελφή της. Το 1980, η σχέση τους έγινε ακόμα πιο στενή και ο Κάρολος την προσκάλεσε στο βασιλικό γιοτ «Μπριτάνια».
Δεν χρειάστηκε πολύ καιρός για τον Κάρολο να προσκαλέσει τη Νταϊάνα στο ανάκτορο του Μπάλμοραλ, ώστε να τη γνωρίσουν οι γονείς του. Η Βασίλισσα Ελισάβετ και ο Δούκας του Εδιμβούργου, Φίλιππος, ενθουσιάστηκαν με την αγγελική ομορφιά της, την αγνότητα που απέπνεε και το ήθος της και έκριναν πως ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή για τον γιο τους και μέλλοντα βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας. Η Νταϊάνα θα αποτελούσε μια ιδανική πριγκίπισσα, που θα μπορούσε να σταθεί με αξιοπρέπεια στο πλευρό ενός βασιλιά.
Έτσι, λοιπόν, προχώρησε η σχέση τους στον γάμο στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο στις 29 Ιουλίου του 1981, με 600.000 κόσμο να έχει παραταχθεί στους δρόμους επευφημώντας το πριγκιπικό ζεύγος και δισεκατομμύρια κόσμου να παρακολουθεί τον υπερπολυτελή γάμο μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες. Κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου, η Νταϊάνα και ο Κάρολος απέκτησαν δύο γιους, τον Γουίλιαμ και τον Χάρι. Ήδη μέσα στη δεκαετία του ‘80, όμως, άρχισαν να προκύπτουν προβλήματα μέσα στη σχέση τους, οδεύοντας στο διαζύγιο το 1996. Λίγο καιρό αργότερα την ανακοίνωση του χωρισμού, η ίδια δήλωσε σε συνέντευξη της πως υπήρχαν τρεις σε αυτό γάμο, αναφερόμενη στην εξωσυζυγική σχέση του Καρόλου με την Καμίλα Πάρκερ – Μπόουλς. Το 1994, ο Κάρολος παραδέχθηκε τη μοιχεία, γεγονός που προκάλεσε τη φήμη γύρω από το συγκλονιστικό, μαύρο φόρεμα της Νταϊάνα, που επέλεξε να φορέσει σε ένα δείπνο στη Γκαλερί Σερπεντίν του Κένσινγκτον. Έκτοτε, το φόρεμα χαρακτηρίστηκε ως το «φόρεμα της εκδίκησης».
Μετά το διαζύγιο, η Νταϊάνα μπορούσε να βρίσκεται σε επικοινωνία με τα παιδιά άνευ όρων. Δεν μπορούσε να αποκαλείται πλέον «Πριγκίπισσα της Ουαλίας», αλλά μπορούσε να χρησιμοποιεί τον όρο «Πριγκίπισσα». Το 1995, παρόλα αυτά, σε συνέντευξη του BBC, δήλωσε ότι προτιμά να είναι πριγκίπισσα στις καρδιές των ανθρώπων. Το μόνο σίγουρο είναι πως το κατάφερε, αφού ως Πριγκίπισσα της Ουαλίας παρείχε τεράστιο φιλανθρωπικό έργο, δείχνοντας την αγάπη της σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες της εποχής και μεταδίδοντας την αγάπη στο πέρασμα της. Ήταν θερμή υποστηρικτής οργανώσεων που συνέβαλαν στην προστασία και φροντίδα ζώων, αστέγων, ναρκομανών, νέων και ηλικιωμένων. Το 1987, υπήρξε μια από τις πρώτες διασημότητες της εποχής που είχε φωτογραφηθεί με ασθενείς που είχαν διαγνωσθεί με AIDS, οι οποίοι εκείνοι την εποχή δέχονταν τεράστιο ρατσισμό και αποξένωση, λόγω της προκατάληψης που υπήρχε πως μεταδίδεται ακόμα και με την επαφή. Υπήρξε, λοιπόν, σοκ για την κοινή γνώμη μια πριγκίπισσα να παρουσιάζεται σε φωτογραφίες αγκαλιάζοντας ασθενείς με σκοπό να συμβάλει στην κατάρριψη του μύθου. Το 1998, παρέδωσε 78 φορέματά της σε οίκο δημοπρασιών, λαμβάνοντας 49 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία δώρισε σε οργανώσεις καταπολέμησης του AIDS και του καρκίνου. Επιπλέον, η πριγκίπισσα, ήταν ενάντια των ναρκών ξηράς και έτσι, το 1997, επισκέφθηκε ναρκοπέδια στην Αγκόλα, με σκοπό να επιθεωρήσει την εκκαθάρισή τους, με αποτέλεσμα το 1998 ο Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Ρόμπιν Κουκ, περνώντας το σχετικό νομοσχέδιο, να κατονομάσει την πριγκίπισσα για τη συμβολή της. Στις 18 Ιουνίου του 1997, η πριγκίπισσα Νταϊάνα συναντήθηκε με τη Μητέρα Τερέζα, με την οποία μοιράζονταν αμοιβαία αισθήματα θαυμασμού, αγάπης και εκτίμησης.
Στις 31 Αυγούστου του 1997, ένας επίγειος άγγελος χάνεται άδικα και πολύ γρήγορα στην ηλικία των 36 ετών. Το αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη σήραγγα Ποντ ντ Αλμά του Σηκουάνα στο Παρίσι, στέρησε τη ζωή στην αγαπημένη πριγκίπισσα και τον τότε σύντροφό της, Ντόντι Αλ Φαγιέντ. Η αιτία του ατυχήματος αποδόθηκε στο ανελέητο κυνηγητό των παπαράτσι, αλλά και στον οδηγό Άνρι Πολ, ο οποίος επίσης έχασε τη ζωή του στο δυστύχημα. Παρόλα αυτά, η αιφνίδια αλλαγή του αυτοκινήτου, αλλά και της διαδρομής, η κατακριτέα καθυστέρηση του ασθενοφόρου, διάφορες, μυστήριες πληροφορίες για τη ζωή του οδηγού, η άμεση επανεκκίνηση της λεωφόρου μέσα σε λίγες ώρες μετά το δυστύχημα, αλλά και ο μόνιμος φόβος της Νταϊάνα, ή όπως αποδείχθηκε, το αλάνθαστο ένστικτό της για το τέλος της ζωής της, ανάβουν ακόμα και σήμερα τις «σπίθες» πολλών θεωριών για το τι πραγματικά συνέβη.
Η κηδεία της τελέστηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1997 στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ, με τον αγαπημένο της φίλο Έλτον Τζον να παίζει στο πιάνο μια συγκινητική διασκευή του τραγουδιού του “Candle in the wind”, το οποίο έκτοτε κυκλοφορεί με το όνομα “Candle in the wind 1997”. Ο θάνατός της έσπειρε μεγάλη θλίψη, αλλά και οργή, παγκοσμίως, με πλήθος κόσμου να εκδηλώνει το πένθος του για την τεράστια αυτή απώλεια. Στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, πάνω από ένα εκατομμύρια μπουκέτα κατατέθηκαν προς τιμήν της, από απλούς ανθρώπους που την αγάπησαν για την ταπεινότητά της και τη διαφορετικότητα που ανέδειξε κόντρα στους αυστηρούς κανόνες που επιβάλλουν οι βασιλικοί τίτλοι.
Η αγάπη και ο θαυμασμός που εκδήλωσαν τόσοι άνθρωποι προς το πρόσωπό της, τόσο όσο ήταν εν ζωή όσο και ύστερα από τον θάνατό της, αλλά, κυρίως, η αγάπη που έδειξε εκείνη στους ανθρώπους και ειδικότερα σε εκείνους που στερήθηκαν μια χαρούμενη και άνετη ζωή, επιβεβαιώνουν τον τίτλο που της δόθηκε, αρχικά από τον τότε Βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ, «Πριγκίπισσα του Λαού». Η μνήμη της ως μια γυναίκα μπροστά από την εποχή της, ανώτερη κοινωνικών τάξεων και διακρίσεων, φιλάνθρωπη και ευαισθητοποιημένη, θα παραμείνει για πάντα ζωντανή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Diana, Princess of Wales, royal.uk, διαθέσιμο εδώ