Της Κατερίνας Πλέσσα,
«Ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας», «ραντεβού Ελλάδας-Τουρκίας», «ενίσχυση πολιτικής καλής γειτονίας» είναι μερικές φράσεις που ακούγονται συνεχώς το τελευταίο διάστημα με αφορμή την τελευταία επίσκεψη του Πρωθυπουργού της χώρας, Κυριάκου Μητσοτάκη, στην Άγκυρα με σκοπό την επανέναρξη των σχέσεων των δύο κρατών. Με αφορμή, λοιπόν, το εν λόγω γεγονός έκρινα πως είναι μια καλή ευκαιρία να μεταφερθούμε πίσω στο παρελθόν και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 1950 και 1960, όταν τα δύο αυτά κράτη κατόρθωσαν να αναπτύξουν μια πολιτική προσέγγισης και γεφύρωσης του χάσματος που υπήρχε ενίοτε ανάμεσά τους, πριν την «οριστική» ρήξη, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Πρόκειται για δύο δεκαετίες οι οποίες αποτελούν σημαντικό κεφαλαίο στην ιστορία της εξωτερικής πολιτικής των δύο κρατών, μιας και στα χρονικά πλαίσια αυτών διαμορφώθηκε η πολιτική ταυτότητα και χαράχθηκαν οι βασικοί προσανατολισμοί στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής των υπό εξέταση κρατών, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα.
Η ελληνοτουρκική προσέγγιση στα πρώτα μεταπολεμικά έτη συνδέεται άρρηκτα με την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τα δύο κράτη μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού. Ειδικότερα, ο Β’ Παγκόσμιος αφήνει πίσω του μια Ελλάδα εξουθενωμένη από τις πολεμικές εμπλοκές σε μέτωπα των συμμάχων, από τον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο στον οποίο η ίδια διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς και από τις εσωτερικές έριδες που έλαβαν στη συνέχεια μορφή σφοδρότατων συγκρούσεων στο εσωτερικό της. Η Ελλάδα, λοιπόν, την περίοδο αυτή είχε χάσει το διεθνές κύρος της, λόγω στρατιωτικής και οικονομικής αδυναμίας, έγινε αναξιόπιστος σύμμαχος, με αποτέλεσμα να γνωρίσει υπό μια έννοια τη διεθνή απομόνωση και να κληθεί να αντιμετωπίσει εν τοις ιδίοις δυνάμεσιν τις προκλήσεις και τις επεκτατικές βλέψεις πολλών γειτόνων της μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία. Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, η Τουρκία ήταν μια χώρα που ευρίσκετο εξίσου σε καθεστώς διεθνής απομόνωσης όχι, όμως, λόγω της αποδυναμωμένης θέσης της στην διεθνή πολιτική σκακιέρα, μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου (η ίδια κράτησε σχεδόν σε όλη την διάρκεια μια μετριοπαθή και ουδέτερη στάση), αλλά λόγω της πολιτικής που είχε ήδη χαράξει ο Κεμάλ Ατατούρκ από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Συνέπεια των πολιτικών αυτών προσανατολισμών ήταν η Τουρκία, κατά την περίοδο αυτή, να έρθει αντιμέτωπη με τον Σοβιετικό κίνδυνο. Τα δύο κράτη κατανοώντας πως δεν μπορούσαν να επιβιώσουν μόνα τους στην νέα τάξη πραγμάτων, που είχε διαμορφωθεί μεταπολεμικά, επιθυμούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και έπειτα να προσεγγίσουν τη Δύση, η οποία θα μπορούσε να τους παρέχει την αναγκαία ασφάλεια.
Αρχικά, η συνεργασία που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο κρατών δεν περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο σε ζητήματα στρατιωτικής φύσεως, αλλά επεκτάθηκε σε κάθε πιθανό τομέα δραστηριότητας με σκοπό την δημιουργία ενός πολυεπίπεδου δικτύου συνεργασίας. Ήδη από το 1947, ίσως και νωρίτερα, αρχίζουν οι πρώτες ενέργειες προσέγγισης με την συγκρότηση μιας επιτροπής για την προαγωγή της ελληνοτουρκικής συνεργασίας υπό τον έλεγχο του Σοφοκλή Βενιζέλου, τότε αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως, ενώ ταυτόχρονα τούρκοι αξιωματούχοι τόνιζαν στην Άγκυρα την επιτακτική ανάγκη σύσφιξης των σχέσεων με την γείτονα χώρα. Μέσα σε αυτό το κλίμα αμοιβαιότητας και συνεννόησης, υπογράφηκε εμπορική συνθήκη η οποία έμελλε να ενισχύσει τον οικονομικό δεσμό των δύο κρατών. Η τακτική προσέγγισης συνεχίστηκε με συνάντηση του τότε Έλληνα Πρωθυπουργού, Νικόλαου Πλαστήρα, και του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών στο Παρίσι και την μετέπειτα ανάπτυξη συνεργασίας σε άλλους τομείς, όπως λόγου χάρη σε οικονομικό και τεχνικό επίπεδο με την προώθηση κοινών τεχνικών έργων στον Έβρο. Η φράση, μάλιστα, του τότε Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα ήταν «Η γεωγραφία επιβάλλει την ενίσχυση και διεύρυνση των σχέσεων των δύο κρατών», εύστοχα αποδίδει την πολιτική που ακολούθησαν τα κράτη σε διμερές επίπεδο στη διάρκεια της δεκαετία του 1950.
Η τακτική αυτή προσέγγισης και ενίσχυσης της συνεργασίας των δύο κρατών σε τομείς στρατιωτικής, οικονομικής κυρίως φύσεως απέβλεπε μεταξύ άλλων και στην δημιουργία της εντύπωσης στους Δυτικούς πως η Ελλάδα και η Τουρκία παρά τις διαφορές τους ήταν σε θέση να ενώσουν τις δυνάμεις τους αποτελώντας σημαντικό πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτατη περιοχή, θέτοντας ταυτόχρονα φραγμούς στα επεκτατικά σχέδια της Σοβιετικής Ένωσης. Η εντύπωση πως οι δύο χώρες αποτελούσαν αδιάσπαστο σύνολο θεωρούνταν πως αποτελεί υπό μια έννοια κριτήριο ένταξης των κρατών αυτών στην Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ). Καθοριστικό ρόλο στην προσέγγιση των δύο κρατών, με σκοπό την ένταξή τους στη Συμμαχία έπαιξαν οι Η.Π.Α., που είχαν αναδειχθεί σε ισχυρό παίχτη στην διεθνή πολιτική σκακιέρα ήδη από τις διαβουλεύσεις για την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης. ΟΙ Η.Π.Α. είχαν, μάλιστα, αναμειχθεί με τα εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδα πολύ νωρίτερα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, επιτυγχάνοντας τη νίκη της δυτικόφιλης μερίδας και θέτοντας από νωρίς τη χώρα στη σφαίρα επιρροής της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας σχέσης με χαρακτηριστικά πελατειακού συστήματος με την Ελλάδα λόγω της αδύναμης θέσης της και την ανάγκη ανασυγκρότησης της με τη βοήθεια των Δυτικών. Εν τέλει, οι δύο χώρες γίνονται δεκτές μετά από διάφορες δοκιμασίες στη Συμμαχία συνυπάρχοντας ως επίσημη πλέον σύμμαχοι και ως εγγυητές σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Παρά το θετικό αυτό κλίμα που είχε καλλιεργηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες, δεν έπαψαν να υφίστανται προβλήματα τα οποία συχνά αποτελούσαν τροχοπέδη στην διατήρηση του. Ενδεικτικά θα αναφέρω πως τέτοιου είδους φλέγοντα ζητήματα αποτέλεσαν οι μειονότητες (η μουσουλμανική στην Ελλάδα και η ελληνική στην Κωνσταντινούπολη), οι οποίες συχνά χρησιμοποιούνταν, κυρίως από την τουρκική πλευρά, ως μοχλός πίεσης της γείτονας χώρας, το θέμα του Πατριαρχείου στο οποίο θετικό ρόλο διαδραμάτισε ο τότε Πατριάρχης Αθηναγόρας αλλά και το αλιευτικό ζήτημα το οποίο είχε λάβει επικίνδυνες διαστάσεις μετά την βύθιση του αλιευτικού «Όλγα» και τον θάνατο ναυτικών. Το περιστατικό αυτό αποτέλεσε την απαρχή μιας σειράς γεγονότων που έμελλαν να προκαλέσουν έντονες αντιδράσεις των κατοίκων των ελληνικών νησιών οι οποίοι προέβησαν σε πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση για άμεση λήψη μέτρων. Το ζήτημα, όμως, το οποίο επρόκειτο, κυρίως λόγω λανθασμένων χειρισμών από την τουρκική και βρετανική πλευρά, να προκαλέσει οριστική μάλλον ρήξη σηματοδοτώντας την λήξη των σχέσεων φιλίας μεταξύ των δύο κρατών ήταν το κυπριακό το οποίο εξακολουθεί να μένει άλυτο αποτελώντας μέχρι και σήμερα «αγκάθι» για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο σημείο αυτό κρίνετε σκόπιμο να τονίσω πως η αρχή του τέλους στις καλές σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας είχε ήδη επέλθει από το 1955, μετά την υποκίνηση από τις τουρκικές αρχές μαζικών επιθέσεων σε βάρος της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης αλλά και γενικότερα σε βάρος του ελληνικού στοιχείου της Τουρκίας με σκοπό τον διωγμό. Το φαινόμενο αυτό έμεινε γνωστό στην ιστορία με τον όρο «Πογκρόμ».
Κλείνοντας, εύλογα συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και συγκεκριμένα στις υπό εξέταση δεκαετίες εγείρουν ποικίλα ερωτήματα για το αν είναι εφικτό σήμερα τα δύο κράτη να δημιουργήσουν μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης που θα εδράζεται στον διάλογο και θα μπορέσει να αντέξει στον χρόνο. Ευχής έργο, βέβαια, θα ήταν, τα δύο κράτη, μαθαίνοντας από τα λάθη του παρελθόντος που προκάλεσαν ρήξη στις σχέσεις τους, να προσέγγιση εκ νέου το ένα το άλλο δημιουργώντας έναν πυλώνα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο στην γειτονιά της οποίας ηχούν χρόνια τώρα οι σειρήνες του πολέμου. Το διεθνές δίκαιο αποτελεί το κλειδί της επιτυχίας σε κάθε περίπτωση και όχι ο πόλεμος ο οποίος αποτελεί την παρακμή μιας πολιτικής τακτικής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ελληνοτουρκικές σχέσεις 1950-55: από την προσέγγιση στο χάσμα, didaktorika.gr, Διαθέσιμο εδώ