Της Αμαλίας Θεοχαρίδου,
Επηρεασμένη από τον σάλο που έχει προκαλέσει η δεύτερη ταινία της γνωστής σειράς “Inside out”, αποφάσισα να μιλήσω για ένα θέμα το οποίο αποτελεί αυτό που θα λέγαμε λαϊκά, «δίκοπο μαχαίρι». Τις αναμνήσεις των ανθρώπων, που μπορεί να λειτουργήσουν αναλγητικά, παρέχοντας ένα «καταφύγιο» στις δύσκολες στιγμές, μια ελπίδα ακόμα, που μας υπενθυμίζει ότι η ζωή είναι πολύ πιο όμορφη με πολύ καλύτερα σημεία από αυτά που βρισκόμαστε τώρα. Επιτρέπει στο άτομο να είναι θαρραλέο, του υπενθυμίζει ότι έχει μπορέσει να τα βγάλει πέρα σε δυσκολότερες στιγμές. Από την άλλη, μπορεί μια ανάμνηση να αποτελεί πηγή πόνου και τραύματος. Πολλές φορές, μια τραυματική εμπειρία δεν φεύγει από το μυαλό μας, παραμονεύει και μας επηρεάζει, πολλές φορές και ασυναίσθητα.
Όταν μιλώ για αναμνήσεις, μου αρέσει να σκέφτομαι με έναν πιο φανταστικό, ίσως και «παιδιάστικο» τρόπο. Μου αρέσει να θεωρώ πως κατατάσσονται σε κατηγορίες, στις οποίες το άτομο μπορεί να ανατρέξει σε οποιαδήποτε στιγμή. Είναι σαν να αποτελούν τη προσωπική σειρά του κάθε ανθρώπου, όπου κάποιος μπορεί να κάνει “skip” στα άσχημα κομμάτια, να δει μόνο τα καλά. Προσωπικά, ούσα στα φοιτητικά μου χρόνια, έχω πολλές φορές συλλάβει τον εαυτό μου να ανατρέχω στην λυκειακή μου περίοδο, ενθυμούμενη στιγμές ίσως πιο ξέγνοιαστες, στιγμές από τις οποίες δε θα έλεγα πως έχω προχωρήσει. Υπάρχει, όμως, μια παγίδα στην όλη διαδικασία του αναλογισμού. Και αυτή είναι η νοσταλγία. Όταν «ξαναγυρνάμε» σε στιγμές που θεωρούμε ότι ήταν οι καλύτερές μας, δε μπορούμε παρά να τις νοσταλγούμε. Κάποιοι, ίσως θα θέλαμε και να τις βελτιώσουμε. «Αν το ξαναέκανα, θα έκανα αυτό», «Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω»… Αναπόφευκτα, το άτομο θα νιώσει μια «γλυκιά» μελαγχολία. Πολλοί αναρωτιούνται, «ζούσα έτσι, τώρα γιατί;».
Κατά τη γνώμη μου, η μελαγχολία αυτή δεν συγκρίνεται με τη χαρά του να κατέχει κάποιος μια ευχάριστη ανάμνηση εξαρχής. Και αν μετράει και καθόλου, είμαι ευγνώμων σε αυτές. Χάρει σε εκείνες, μπορώ και θυμάμαι, μπορώ και γυρνάω πίσω σε στιγμές που με διαμόρφωσαν σαν άνθρωπο, μπορώ και παίρνω πολύτιμα μαθήματα. Μπορώ και θυμάμαι τον παππού μου, έτσι όπως τον έζησα και δεν θα τον ξεχάσω, έτσι όπως μεγάλωσα, μπορώ και ξαναφέρνω στον νου μου τη φωνή του. Μπορώ και θυμάμαι τα ευχάριστα παιδικά μου καλοκαίρια, όπου η μόνη έγνοια μου ήταν το να παίξω στην αυλή. Μπορώ και θυμάμαι τις στιγμές που γνώρισα τους πιο κοντινούς μου φίλους, οι οποίοι δεν είναι όλοι παιδικοί, αλλά και ύστεροι, στα λυκειακά και φοιτητικά χρόνια. Μπορώ και θυμάμαι άτομα που με πλήγωσαν και μου δίδαξαν με τον δικό τους τρόπο ένα μάθημα, να θέτω όρια, γιατί κανένας δεν έχει το δικαίωμα να έχει τη δύναμη να με πληγώσει.
Η ζωή είναι στιγμές, κι εμείς δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να τις συλλέγουμε και να τις αναπαράγουμε νοητά, προκειμένου να μην τις ξεχάσουμε. Αυτό είναι ένα μεγάλο προνόμιο. Οι άνθρωποί μας, οι μεγαλύτεροί μας έρωτες, οι απογοητεύσεις, ακόμα και τα ξέγνοιαστα παιδικά μας καλοκαίρια, ζουν όλα εκεί, στον τόπο όπου δε διαγράφεται τίποτα, όπου είναι όλα ζωντανά. Γι’ αυτήν την αιωνιότητα είμαι ευγνώμων. Που μπορώ και θυμάμαι και έχω το προνόμιο να θυμάμαι ευχάριστα πράγματα.
Εις μνήμην του πολυαγαπημένου μου παππού, που ζει αιώνια στα μπαούλα των αναμνήσεων.