Της Καλλιόπης Μπεκίρη,
Στη Ρωσία, το ζήτημα της λογοκρισίας και της ελεύθερης μετάδοσης πληροφοριών είναι ένα από τα πιο γνωστά και ανησυχητικά φαινόμενα, του οποίου η έκταση και οι πολιτικές που το συνοδεύουν υπονομεύουν το θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου στην ελευθερία του λόγου. Κατά τα τελευταία χρόνια, και ιδίως μετά το ξέσπασμα του σύρραξης Ρωσίας-Ουκρανίας, η Ρωσία έχει μεγιστοποιήσει τις πολιτικές της για τον έλεγχο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αφενός στην ίδια την χώρα, αφετέρου έχει εντείνει και τις πρακτικές της για έλεγχο της πληροφορίας και εκτός του κράτους, και συγκεκριμένα, επιτελεί ελεγκτικές πολιτικές και μηχανισμούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτές οι πρακτικές, αν μη τι άλλο, έχουν προξενήσει πλήθος αντιδράσεων, σε διεθνές επίπεδο, καθώς όπως προαναφέρθηκε, οι πολιτικές αυτές δύναται να επηρεάσουν το σύνολο της διεθνούς πολιτικής σκηνής.
Οι Ρωσικές Αρχές έχουν θεσμοθετήσει, εντός της επικράτειας, αυστηρά περιοριστικούς κανονισμούς στο πεδίο της ενημέρωσης, οι οποίοι ελέγχουν την πληροφορία που επρόκειτο να διαμοιραστεί, και ακόμη, όταν κρίνεται απαραίτητο, προβαίνουν σε επιβολή απαγόρευσης λειτουργίας του εκάστοτε φορέα πληροφοριών που «αμαύρωσε» την ακεραιότητα της ρωσικής διακυβέρνησης, και ενδέχεται να προχωρήσουν μέχρι και σε νομικές διώξεις των δημοσιογράφων, επί προσωπικού.
Πιο συγκεκριμένα, την Τρίτη 25/06, το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, σε επίσημη ανακοίνωσή του, υπογράμμισε την απαγόρευση εισόδου στη χώρα, που επιβάλει στο εξής, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ρωσία προέβη σε αυτήν την απόφαση δεδομένης μιας πρότερης απαγόρευσης στην οποία είχε προέβη η Κομισιόν, η οποία έκρινε απαραίτητο να τερματίσει την αναπαραγωγή και μετάδοση προπαγανδιστικών ειδήσεων, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθότι οι εν λόγω πληροφορίες θεώρησαν πως υποδαυλίζουν την ακεραιότητα της Ε.Ε.. Η κίνηση όμως αυτή, προκάλεσε αναστάτωση στις Ρωσικές Αρχές, οι οποίες δεν άργησαν να ανταποδώσουν την «προδοσία» που δέχτηκαν από την πλευρά της Γηραιάς Ηπείρου.
Το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, δημοσίευσε έναν εκτενή κατάλογο, στον οποίο αναγράφονταν ονομαστικά μέσα ενημέρωσης, προερχόμενα από διάφορες χώρες της Ευρώπης, οι οποίες πλέον δεν έχουν την δυνατότητα να εισέλθουν στην ρωσική επικράτεια, να πραγματώσουν το δημοσιογραφικό τους καθήκον και να καταγράψουν τον πολιτικό παλμό της Ρωσίας, μεταδίδοντας ειδήσεις και πληροφορίες. Χαρακτηριστικά αναφέρει το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας: «Η Ρωσική Ομοσπονδία, έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει σε διάφορα επίπεδα ότι οι παρενοχλήσεις των εγχώριων δημοσιογράφων της που έχουν πολιτικά κίνητρα και οι αδικαιολόγητες απαγορεύσεις ρωσικών μέσων ενημέρωσης στην Ε.Ε. δεν θα μείνουν αναπάντητες». Η παραπάνω δήλωση λοιπόν, αναδεικνύει την ένταση που επικρατεί τις τελευταίες ημέρες ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ρωσία, αναφορικά με την διακίνηση πληροφοριών και την ελευθερία του λόγου.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η Ρωσία διαφαίνεται πως υποστηρίζει ότι οι πολιτικές πρακτικές της Ε.Ε., σχετικά με την άρση λειτουργίας ορισμένων προπαγανδιστικών εκπομπών, αποτελούν μια ευρύτερη πολιτική της Ένωσης, που σκοπό έχει τον περιορισμό και εν τέλει την εξάλειψη της ρωσικής παρουσίας εντός του ευρωπαϊκού αυτού θεσμού. Ωστόσο, εξετάζοντας το ζήτημα από την σκοπιά της Ε.Ε., προκύπτει πως οι εν λόγω απαγορεύσεις και αναστολές λειτουργίας εκπομπών, πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να αποφευχθεί ενδεχόμενη παραπληροφόρηση και προπαγάνδα, και να διατηρηθεί η ακεραιότητα και η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και διακίνησης πληροφοριών, σε όλη την Ένωση ανεξαιρέτως. Η ιδεολογική αυτή σύγκρουση λοιπόν, αντικατοπτρίζει τις εκ διαμέτρου διαφορετικές απόψεις των δύο δυνάμεων, τονίζοντας τα αμιγώς εγωιστικά κίνητρα της Ρωσίας, η οποία παρουσιάζεται να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την προάσπιση των εθνικών της συμφερόντων. Η εθνική αυτοτέλεια και κυριαρχία αποτελούν αυτοσκοπό για την ρωσική επικράτεια. Και σε αυτό το σημείο υφίσταται μια έκδηλη αντιδιαστολή με τις βλέψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προτάσσει ως θεμελιακό της κίνητρο την προστασία της ελευθερίας του λόγου, αλλά και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εν γένει.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ωστόσο, δεν έμεινε αμέτοχη, με τον Ύπατο Εκπρόσωπό της Josep Bollerr, να προβαίνει σε δημόσια καταδίκη της πρωτοβουλίας της Ρωσίας, που απαγόρευσε την πρόσβαση στην χώρα, σε έναν σημαντικό αριθμό ευρωπαϊκών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η Ε.Ε. θεωρεί αυτήν την πολιτική πρακτική ως μια κίνηση που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τα πράγματα στη Ρωσία, καθώς με αυτόν τον τρόπο, η λογοκρισία και ο έλεγχος της πληροφορίας θα είναι πλέον κάτι παραπάνω από δεδομένος. Η Ένωση καταδικάζει τέτοιες ενέργειες, θεωρώντας πως αντιβαίνουν τις αρχές που διέπουν τον εν λόγω θεσμό, και θέτουν σε άμεσο κίνδυνο την ελευθερία του λόγου, την διαφάνεια που πρέπει να χαρακτηρίζει τα κράτη-μέλη, και το στοιχείο της πολυφωνίας που αρμόζει στα μέσα ενημέρωσης. Τέλος, διαφαίνεται πως εμμένει στην θέση της, δηλαδή πως ο μόνος σκοπός της είναι να εξάγει αντικειμενικές πληροφορίες, χωρίς καμία βλέψη να εξαλείψει την ρωσική φωνή και παρουσία από την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, αφού βασική προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η Ρωσία «μπλόκαρε» και ελληνικά ΜΜΕ ως αντίποινα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, CNN Greece, διαθέσιμο εδώ
- Ρωσία: Μπλόκο σε ευρωπαϊκά ΜΜΕ – Στη λίστα ελληνικά και κυπριακά μέσα, Kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η ΕΕ καταδικάζει την απόφαση της Ρωσίας να εμποδίσει την πρόσβαση σε ΜΜΕ – «Αυστηρή λογοκρισία», CNN Greece, διαθέσιμο εδώ