Του Ορέστη Παπαδημητρίου,
Ο Φλάβιος Βελισάριος (505-565) ήταν στρατηγός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και από τους πιο ικανούς στρατιωτικούς της βυζαντινής και μεσαιωνικής περιόδου που κατατρόπωσε όλους τους εχθρούς του Βυζαντίου, όπως τους Σασσανίδες Πέρσες, τους Βανδάλους της Β. Αφρικής, τους Οστρογότθους της Ιταλίας και μεγάλη σειρά από βαρβαρικές φυλές στα Νότια Βαλκάνια.
Γεννήθηκε στη Γερμανικία της Θράκης περί το 500 κοντά στη σημερινή Ορεστιάδα. Κατετάγη στο στρατό και σε νεαρή ηλικία διορίστηκε βουκελάριος, δηλαδή μέλος της επίλεκτης αυτοκρατορικής φρουράς και χάρη στη στρατιωτική του ευφυΐα ανελίχθηκε γρήγορα στα ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα.
Το 529 με το βαθμό του στρατηλάτη της Ανατολής (magister militum), οδήγησε το Βυζάντιο στρατό στο μέτωπο της Μεσοποταμίας εναντίον των Περσών. Ο Βελισάριος παρά το ότι διέθετε 25.000 άνδρες, περίμενε τους εχθρούς του έξω από την πόλη (Δάρα) έχοντας ετοιμάσει το έδαφος με τρόπο ώστε να εξουδετερώνεται η αριθμητική υπεροχή των Περσών. Μετά από διαδοχικές μάχες νίκησε, και ο Ιουστινιανός, ο οποίος ήταν στο δεύτερο έτος της βασιλείας του, μπόρεσε να διαπραγματευτεί με τους δικούς του όρους την τελική συνθήκη.
Όταν ξέσπασε η στάση του Νίκα το 532 ήταν εκείνος που κλήθηκε να την καταστείλει μαζί με τον Μούνδο (αρχηγός των Μισθοφόρων του αυτοκράτορα), την ώρα που ο Ιουστινιανός δεν έβρισκε άλλο τρόπο να αντιμετωπίσει την οργή του λαού, κατά την οποία κάηκε η πρώτη Αγιά Σοφία, επί Μέγα Κωνσταντίνου. Κατά τον Προκόπιο, ο αριθμός των νέκρων ήταν περίπου 30.000.
Το 533 του απονεμήθηκε ο τίτλος του στρατηγού-αυτοκράτορα για να διοργανώσει εκστρατεία εναντίον των Βανδάλων και να ανακαταλάβει το στρατηγικό λιμάνι της Τρίπολης στη σημερινή Λιβύη. Ο Βελισάριος, όμως, δεν περιορίστηκε στην Τρίπολη, παρόλο των λιγότερων στρατιωτικών του δυνάμεων, πληροφορήθηκε για την εκστρατεία των Βανδάλων εκείνη την περίοδο και τους αντιμετώπισε έξω από την Καρχηδόνα, αφού έφτασε μέχρι εκεί συνέτριψε οριστικά τον Βασιλιά Γελίμερο ο οποίος μάλιστα ως αριανιστής καταδίωκε τους τριαδικούς χριστιανούς και στη συνέχεια ανακατέλαβε όλη την περιοχή και εισήλθε θριαμβευτικά στην Καρχηδόνα.
Η ολοκληρωτική επιτυχία του Βελισάριου προκάλεσε τον φθόνο πολλών αυλικών και αξιωματούχων του Ιουστινιανού. Αυτοί καταφέρθηκαν με συκοφαντίες εναντίον του, υποστηρίζοντας ότι σκόπευε να κρατήσει για τον εαυτό του τις περιοχές που κατέκτησε και να δημιουργήσει εκεί μια αυτοκρατορία. Ο Ιουστινιανός, για να τον δοκιμάσει, τού πρότεινε να διαλέξει εάν ήθελε να μείνει στην Αφρική ως αρχιστράτηγος ή να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Βελισάριος έχοντας πληροφορηθεί τις συκοφαντίες, επέλεξε το δεύτερο κι έτσι το καλοκαίρι του 534 επέστρεψε στην Πόλη
Το Δεκέμβριο του 535 πέμφθηκε στην Ιταλία, την οποία είχαν κατακτήσει ξανά οι Οστρογότθιοι. Αποβιβάστηκε στην ελληνόφωνη Καλαβρία, πήρε τη Νεάπολη και σύντομα όλη τη Σικελία. Τον επόμενο χρόνο μπήκε στη Ρώμη, όπου ο πληθυσμός του άνοιξε τις πύλες και τον υποδέχθηκε, ως απελευθερωτή. Στη συνέχεια προήλασε βόρεια, κατέλαβε τη Ραβένα και προσέφερε στους Οστρογότθους μια αρκετά γενναιόδωρη πρόταση του Βασιλιά για ειρήνη. Εκείνοι προσπάθησαν να τον παγιδέψουν, του πρότειναν να παραδοθούν εάν τους κυβερνούσε ο ίδιος ως αυτοκράτορας. Ο Βελισάριος αποδέχθηκε, μεν την παράδοση, αλλά μένοντας πιστός στον Ιουστινιανό, τους παραπλάνησε και τελικά συνέλαβε τους επικεφαλής και διέλυσε το κράτος τους.
Ανακλήθηκε ξανά για να πολεμήσει τους Πέρσες στην Ανατολή, το 541, και κατάφερε να τους αποτρέψει μετά από δυο περίπου χρόνια. Κάποια πειθαρχικά προβλήματα που εμφανίστηκαν στο στράτευμα όμως έγιναν αφορμή για να ανακληθεί στην Πόλη. Ο Ιουστινιανός είχε προσβληθεί από πανώλη και ο Βελισάριος ήταν τόσο αγαπητός που ορισμένοι, συγκεκριμένα η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ανησυχήσαν για τις προθέσεις του προς την κατάληψη του θρόνου. Έτσι, αφαίρεσαν από τον Βελισάριο το αξίωμά του, δήμευσαν την τεράστια περιουσία του και διέλυσαν την προσωπική του φρουρά. Ο Ιουστινιανός, τη στιγμή που οι Γότθοι απειλούσαν εκ νέου τη Ρώμη, έβγαλε το Βελισάριο από τη φυλακή και τον έπεμψε στην Ιταλία ξανά με την ελπίδα ότι μπορούσε να σταματήσει την προέλαση των Βαρβάρων, αλλά δεν κατάφερε να τους εξοντώσει επειδή η Κωνσταντινούπολη δεν έστειλε παραπάνω ενισχύσεις, από φόβο μήπως ο Βελισάριος στασίαζε. Λίγο αργότερα, το 559, ήρθε εισβολή των Κουτρίγουρων απειλώντας και την ίδια τη βασιλεύουσα, φτάνοντας μέχρι και έξω από την πρωτεύουσα, ο Βελισάριος ανέλαβε να τους αναχαιτίσει με ένα μικρό σώμα βετεράνων και πράγματι τους έτρεψε σε φυγή.
Όμως και πάλι του χτύπησε την πόρτα η μοίρα. Το 562 κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε συνωμοσία κατά του Ιουστινιανού και ο Βασιλιάς τον τιμώρησε σε κατοίκον περιορισμό. Αν και αποκαταστάθηκε μερικώς το 565, αυτό πια δεν είχε καμία αξία, καθώς ο γηραιός Βελισάριος πέθανε μετά από λίγους μήνες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιάννης Χρονόπουλος (2012), Βελισάριος Ο Στρατηγός – Θρύλος Του Ιουστινιανού, Αθήνα: Περισκόπιο
- Γιάννης Χρονόπουλος (2017), Ιουστινιανός & Βελισάριος, Αθήνα: Historical Quest
- J.A.S Evans (1999), Η εποχή του Ιουστινιανού, Αθήνα: Οδυσσέας