Της Ελεάννας Τσάμη,
Η υποκαλιαιμία είναι η κατάσταση στην οποία το επίπεδο καλίου του ορού είναι μικρότερο από 3,5mmol/L, και αποτελεί μία από τις συχνότερες ηλεκτρολυτικές διαταραχές. Οι ηλεκτρολύτες είναι μικρά, φορτισμένα ιόντα, τα οποία βοηθούν στη ρύθμιση της λειτουργίας των νεύρων και των μυών, καθώς και στην ισορροπία οξέος-βάσεως και νερού στο ανθρώπινο σώμα. Το κάλιο είναι ενδοκυτταρικός ηλεκτρολύτης, δηλαδή βρίσκεται κυρίως μέσα στο κύτταρο και διατηρεί το δυναμικό της κυτταρικής μεμβράνης. Γιατί, όμως, είναι σημαντικό να διατηρείται σε φυσιολογικά επίπεδα;
Το κάλιο είναι ένας κρίσιμος ηλεκτρολύτης που παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία των κυττάρων. Χρειάζεται για τη διάδοση ηλεκτρισμού στα μυϊκά κύτταρα της καρδιάς και στα νευρικά κύτταρα. Συμβάλλει στον μεταβολισμό των κυττάρων, καθώς και στην έκκριση ινσουλίνης και στη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Επιπλέον, το κάλιο είναι το βασικό συστατικό διαφόρων χημικών αντιδράσεων που πραγματοποιούνται στο σώμα μας και είναι υπεύθυνο για τη φυσιολογική λειτουργία του νευρικού συστήματος και των μυών. Η ανεπάρκειά του μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας, και γι’ αυτό είναι σημαντικό να αντιμετωπίζεται έγκαιρα.
Η φυσιολογική επαρκής πρόσληψη καλίου σε ηλικίες άνω των 18 ετών είναι τα 3,4g ημερησίως για τους άνδρες και τα 2,6g ημερησίως για τις γυναίκες. Μελέτη του 2021 υποστηρίζει ότι για κάθε 1g αύξησης της ημερήσιας πρόσληψης του καλίου, μειώνεται ο καρδιαγγειακός κίνδυνος κατά 18%. Το σώμα περιέχει περίπου 140g καλίου, ενώ το περιττό κάλιο, το οποίο δεν χρειάζεται από αυτό που προσλαμβάνεται μέσω της τροφής, αποβάλλεται από τα νεφρά, τα κόπρανα και ελάχιστο από τον ιδρώτα. Το κάλιο υπάρχει στα όσπρια (κυρίως φακές και μαυρομάτικα φασόλια), στα αποξηραμένα βερίκοκα και σύκα, στις σταφίδες, στο αβοκάντο, στα κολοκυθάκια, στις πατάτες, στον χυμό πορτοκαλιού, στη μπανάνα, στο γάλα, στο γιαούρτι, στο σπανάκι, στις ντομάτες, στις πατάτες, στα πορτοκάλια, στο κοτόπουλο, στο μοσχάρι και στον σολομό.
Η μείωση των επιπέδων καλίου συχνά οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη μέσω της διατροφής. Η κακή διατροφή ή η δυσκολία πρόσληψης τροφών που είναι πλούσιες σε κάλιο μπορούν να οδηγήσουν σε υποκαλιαιμία. Η απώλεια καλίου είναι επίσης μια αιτία που μπορεί να συμβεί εξαιτίας της έντονης εφίδρωσης, της διάρροιας, των εμέτων και της χρήσης διουρητικών. Αποτελεί συχνή διαταραχή σε ασθενείς που νοσούν από χρόνια νεφρική νόσο, αλκαλίωση ή μερικές ενδοκρινικές διαταραχές.
Η υποκαλιαιμία θεωρείται μια επικίνδυνη διαταραχή, όχι μόνο για τις επιπτώσεις της, αλλά και για το γεγονός ότι στην ήπια μορφή της δεν προκαλεί ιδιαίτερα ανησυχητικές κλινικές εκδηλώσεις, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι ασθενείς να τα αγνοούν. Τα ήπια συμπτώματα περιλαμβάνουν κόπωση, αδυναμία, μυϊκές κράμπες και αίσθημα παλμών. Τα σοβαρά συμπτώματα επηρεάζουν τα νευρικά κύτταρα και την καρδιά, προκαλώντας παράλυση, αναπνευστικές δυσκολίες, καρδιακές αρρυθμίες και αίσθημα πόνου στο στήθος.
Η διάγνωση της υποκαλιαιμίας γίνεται μέσω μιας απλής εξέτασης αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων καλίου, ενώ ο γιατρός μπορεί να ζητήσει ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) για την ανίχνευση ανωμαλιών στην καρδιακή λειτουργία. Η υποκαλιαιμία μπορεί να προκαλέσει επεισόδια κολπικής μαρμαρυγής ή αρρυθμιών, καθώς καθυστερείται η επαναπόλωση των τελευταίων κυττάρων της αριστερής κοιλίας.
Για να είναι αποτελεσματική η θεραπεία της υποκαλιαιμίας είναι σημαντικό να είναι γνωστή η αιτία που την προκαλεί. Όταν η έλλειψη οφείλεται σε διαταραχή της εισόδου του καλίου στα κύτταρα, τότε γίνεται χορήγηση συμπληρωμάτων καλίου, εφόσον είναι ελεγχόμενη, καθώς μόλις αποκατασταθεί η ποσότητα που χρειάζεται, το κάλιο θα επανέλθει στον εξωκυττάριο χώρο και θα προκληθεί υπερκαλιαιμία. Σε άλλη περίπτωση, και εφόσον δεν συνυπάρχει νεφρική ανεπάρκεια, γίνεται χορήγηση καλίου μέσω σκευάσματος χλωριούχου καλίου από το στόμα ή λιγότερο συχνά ενδοφλεβίως, διότι προκαλεί φλεγμονή στη φλέβα. Επιπλέον, σε ασθενείς με ήπιες κλινικές εκδηλώσεις προτείνονται διατροφικές αλλαγές, όπως εισαγωγή τροφών πλούσιων σε κάλιο στη διατροφή (π.χ. μπανάνες, πορτοκάλια, πατάτες, και σπανάκι). Αν η υποκαλιαιμία σχετίζεται με φάρμακα, κυρίως διουρητικά, πραγματοποιείται διακοπή ή προσαρμογή φαρμακευτικής αγωγής.
Η υποκαλιαιμία είναι μια σοβαρή κατάσταση που συχνά υποτιμάται, αλλά επηρεάζει σημαντικά την υγεία και την ποιότητα ζωής ενός ατόμου. Η έλλειψη καλίου μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες, όπως είναι η κακή διατροφή, η απώλεια υγρών ή η χρήση ορισμένων φαρμάκων, και μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα από ήπιες μυϊκές κράμπες έως σοβαρές καρδιακές αρρυθμίες. Η έγκαιρη διάγνωση μέσω κατάλληλων εξετάσεων αίματος και η προσεκτική διαχείριση της κατάστασης είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την αποφυγή επιπλοκών. Μέσω μιας ισορροπημένης διατροφής, πλούσιας σε κάλιο, και της κατάλληλης ιατρικής παρακολούθησης, γίνεται αποτελεσματική αντιμετώπιση της υποκαλιαιμίας, διασφαλίζοντας την υγεία και την ευεξία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ΥΠΟΚΑΛΙΑΙΜΙΑ–ΚΑΛΙΟ, Πισσαρίδης Κώστας. Διαθέσιμο εδώ
- 24-Hour Urinary Sodium and Potassium Excretion and Cardiovascular Risk, The New England Journal of Medicine. Διαθέσιμο εδώ