Του Γιώργου Ποτουρίδη,
Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος κατά το άρθρο 14 παρ.1ΠΚ απαιτείται πέραν της τελικά άδικης πράξης και αρχικά καταλογιστής, η συνδρομή του τελικού καταλογισμού. Με άλλα λόγια, η ψυχική σύνδεση του δράστη με την πράξη (δόλος ή αμέλεια) που κρίνεται οντολογικά δεν είναι αρκετή σε ένα Κράτος δικαίου για την απόδοση προσωπικής μομφής από την πολιτεία στο εγκληματικό υποκείμενο. Αξιώνεται η τιμώρηση μόνο εφόσον η τέλεση της άδικης πράξης αποτέλεσε συνειδητή και ελεύθερη επιλογή του πράττοντος. Αυτός ο κανόνας- που αποκλείει την αντικειμενική ποινική ευθύνη- καλείται αρχή της ενοχής.
Δικαιολογητική βάση της παραπάνω αρχής και συνταγματικό έρεισμα αποτελεί δίχως άλλο η θεμελιώδης αρχή της αξίας του ανθρώπου κατ’ άρθρον 2 παρ.1Συντ. Αναμφίβολα, η απαίτηση να αντιμετωπίζεται ο άνθρωπος ως έλλογο όν και όχι ως αντικείμενο ή μέσο επίτευξης των όποιων σκοπών της εξουσίας -εν προκειμένω της αντεγκληματικής πολιτικής- αποκλείει την αντικειμενική ευθύνη και αξιώνει τη διαπίστωση της ενοχής, προκειμένου να αποδώσει τη μομφή μέσω της προσβολής εννόμων αγαθών του εγκληματούντος.
Σύμφωνα με το άρθρο 34ΠΚ «Η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης κατά τον χρόνο τέλεσής της, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό». Όπως προκύπτει από την διάταξη, η άρση του καταλογισμού στηρίζεται σε δύο κριτήρια: ένα βιολογικό (την ύπαρξη ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης) και ένα αξιολογικό (την επίδραση που είχε το βιολογικό στοιχείο στην αντίληψη του αδίκου της πράξης). Ακόμη, φαίνεται ότι οι λόγοι άρσης παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις, μιας και ο πρώτος (ψυχική ή διανοητική διαταραχή) χαρακτηρίζεται από μονιμότητα ή τουλάχιστον διάρκεια στον χρόνο, ενώ ο δεύτερος (διατάραξη της συνείδησης) είναι παροδικός.
Ειδικότερα, στην ψυχική ή διανοητική διαταραχή εντάσσονται οι ψυχικές νόσοι με οργανικά αίτια και οι λειτουργικές ψυχώσεις, όπως αυτές αναγνωρίζονται από την Ιατρική επιστήμη. Έτσι, ψυχώσεις που οφείλονται σε τραυματισμούς του εγκεφάλου, όπως η άνοια, και εκείνες που προκύπτουν από τον ψυχικό κόσμο, όπως η σχιζοφρένεια και η μανιοκατάθλιψη, προκαλούν το ενδιαφέρον του νομοθέτη και επιδρούν στην κατάφαση ή μη του αξιοποίνου. Πρέπει να τονισθεί όμως, ότι η διαπίστωση συνδρομής μίας αυτού του είδους διαταραχής δεν είναι επαρκής για να οδηγήσει στην ανυπαρξία εγκλήματος.
Το ουσιώδες και απαιτητό είναι η αιτιακή σχέση της διαταραχής με την αδυναμία διάγνωσης του αδίκου της πράξης. Αυτό, λοιπόν, που ενδιαφέρει είναι δίχως άλλο η αλληλοεξάρτηση του βιολογικού και του αξιολογικού κριτηρίου. Η αιτιώδης συνάφεια της διαταραχής με την αδυναμία αντίληψης του αδίκου. Έστω ότι ο Α πάσχει από χρόνια σχιζοφρένεια. Βλέπει τον Β ντυμένο στα μαύρα και θεωρώντας ότι είναι ο διάβολος τον σκοτώνει και μετά πανηγυρίζει για την θεάρεστη πράξη του. Η ανθρωποκτονία δεν θα του καταλογιστεί, καθώς αιτιακά η διαταραχή απέκλεισε την συνείδηση του αδίκου της πράξης, αφού θεώρησε ότι έκανε κάτι καλό και θεάρεστο και όχι κάτι το επιλήψιμο. Αν αντίθετα, ο Γ που πάσχει από μανιοκατάθλιψη, γνωρίζοντας ότι θα τη γλυτώσει εκμεταλλεύεται τη νόσο τελώντας ληστείες, οι πράξεις του θα παραμείνουν επιλήψιμες και εγκληματικές, αφού η συνείδηση του αδίκου αυτών δεν είχε εκλείψει.
Απέναντι στην κατά κανόνα μη αναστρέψιμη διαταραχή βρίσκεται η διατάραξη της συνείδησης, η οποία είναι παροδική και ορίζεται ως ο περιορισμός της ικανότητας του προσώπου να έχει συνείδηση του εγώ ή του περιβάλλοντός του. Λόγοι διατάραξης της συνείδησης είναι η μέθη, η χρήση ναρκωτικών ουσιών, η υπερκόπωση… Φυσικά, δεν αρκεί απλώς η αιτιακή σχέση της διατάραξης με την αδυναμία αντίληψης του αδίκου για την παραδοχή ανυπαρξίας εγκλήματος σε αυτή την περίπτωση. Θα πρέπει ακόμη η διατάραξη να επήλθε κατ’ αρχήν αναίτια! Έτσι, αν ο Α βρίσκεται σε ένα νυκτερινό κέντρο πίνοντας χυμό και ο Β ρίξει στο ρόφημα του πρώτου ναρκωτικές ουσίες με αποτέλεσμα να γίνει ακαταλόγιστος και εκείνη τη στιγμή δει τον εχθρό του Γ και τον σκοτώσει, είναι αθώος λόγω ανυπαίτιας διατάραξης που οδήγησε αιτιακά στην έκλειψη της συνείδησης του αδίκου της πράξης.
Με την παραπάνω θεώρηση θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι εξ αντιδιαστολής κάθε υπαίτια διατάραξη οδηγεί στο τιμωρητό της πράξης και δεν δικαιολογεί τη συγχώρηση της πολιτείας. Άρα, όποιος υπαίτια μεθά σε κάθε περίπτωση τιμωρείται κατά το 35 παρ.3ΠΚ για έγκλημα αμέλειας. Μία τέτοια θέση δεν μπορεί επ’ ουδενί να θεωρηθεί ορθή, καθώς παραγνωρίζει ότι το άρθρο 34ΠΚ αξιώνει διπλή υπαιτιότητα. Εξετάζεται έτσι τόσο η υπαιτιότητα για την διατάραξη, όσο και η υπαιτιότητα για το έγκλημα. Μόνο όταν διαπιστωθεί διπλή υπαιτιότητα είναι νοητή η προσφυγή στη ρύθμιση του 35 παρ.3ΠΚ. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο δράστης θα παραμείνει αθώος λόγω έλλειψης ενοχής.
Έστω ότι ο Α βγαίνει σε νυκτερινό κέντρο για να πιει. Πίνει τόσο πολύ που γίνεται ακαταλόγιστος και πηγαίνοντας στο σπίτι του σκοτώνει ένα πεζό με το αυτοκίνητο. Είναι ένοχος για την ανθρωποκτονία από αμέλεια του 302ΠΚ και την επικίνδυνη οδήγηση από αμέλεια του 290Α παρ2ΠΚ, επειδή είχε δόλο για τη μέθη και αμέλεια για το όποιο έγκλημα, καθώς μπορούσε να σκεφτεί πριν μεθύσει ότι δεν θα είναι σε θέση να οδηγήσει και ενδεχομένως να σκοτώσει άνθρωπο. Αν αντίθετα, είχε συνεννοηθεί με τον φίλο του τον Β, ότι αυτός δεν θα πιει και θα οδηγήσει και ο Β μόλις ο Α έγινε ακαταλόγιστος τον άφησε και έφυγε, με αποτέλεσμα ο Α να οδηγήσει και να σκοτώσει, τότε παραμένει αθώος, επειδή είχε μεν δόλο για τη μέθη, αλλά καμιά υπαιτιότητα -ούτε αμέλεια- για το έγκλημα. Άρα με το 34ΠΚ συγχωρείται.
Η ρύθμιση του 34ΠΚ αφορά τις περιπτώσεις που το έγκλημα τελείται μετά την έκλειψη της συνείδησης. Αν αντίθετα έχει αποφασισθεί εκ των προτέρων και για να τελεσθεί ο δράστης φέρνει τον εαυτό του σε κατάσταση ακαταλογίστου, το έγκλημα τιμωρείται κανονικά με ρητή επιταγή του 35 παρ.1 ΠΚ, ενώ αν τελεσθεί διαφορετικό έγκλημα από αυτό που είχε αποφασισθεί δίδεται μειωμένη ποινή κατά το 35 παρ2ΠΚ. Ο νομοθέτης λοιπόν στο άρθρο 35ΠΚ μετακινεί το ενδιαφέρον του από τον χρόνο τέλεσης στον χρόνο απόφασης, μιας και ελλείψει αυτού θα μπορούσε ο καθένας να επωφελείται από τη ρύθμιση του 34ΠΚ για να τελεί εγκλήματα και να παραμένει αθώος, πράγμα που δεν είναι ανεκτό στο Κράτος δικαίου.
Όπως ήδη τονίσθηκε, αν συντρέχει και αμέλεια για το έγκλημα -θα μπορούσε δηλαδή να προβλέψει ο δράστης ότι σε περίπτωση που γίνει ακαταλόγιστος ενδέχεται να εγκληματίσει- τότε κατά το 35 παρ.3ΠΚ τιμωρείται για το αντίστοιχο έγκλημα αμέλειας. Προσοχή όμως! Για να τιμωρηθεί για έγκλημα αμέλειας, θα πρέπει να υπάρχει και αντίστοιχο έγκλημα. Διαφορετικά, παραμένει αθώος, αφού δεν καλύπτει πια υποκειμενικά την αντικειμενική υπόσταση. Έστω ότι ο Α μεθά σε ένα κλαμπ. Μόλις πια έγινε ακαταλόγιστος και ετοιμάζεται να φύγει, βλέπει τη Β που του εγείρει το ενδιαφέρον και τη βιάζει. Ενώ είχε αμέλεια για το όποιο έγκλημα, καθώς γνώριζε το ενδεχόμενο ή μπορούσε να το προβλέψει τέλεσης εγκλημάτων πριν μεθύσει, εντούτοις όμως βιασμός από αμέλεια δεν είναι αξιόποινος στο ποινικό σύστημα και κατά συνέπεια παραμένει αθώος, αφού δεν πραγμάτωσε την υποκειμενική υπόσταση του 336 παρ1ΠΚ.
Τέλος, σε δικονομικό επίπεδο η ανικανότητα για καταλογισμό προτείνεται συνήθως στην πράξη μέσω αυτοτελών ισχυρισμών από τον κατηγορούμενο. Το δικαστήριο περιορίζεται κατά πάγια πρακτική στην αυτεπάγγελτη εξέταση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, αφήνοντας στον κατηγορούμενο το βάρος να προτείνει με αυτοτελείς ισχυρισμούς τα αξιολογικά μεγέθη των λόγων άρσης αδίκου και καταλογισμού. Η πρακτική αυτή είναι άκρως προβληματική και επικρίνεται σθεναρά από τη Θεωρία. Το δικαστήριο οφείλει να ελέγχει αυτεπάγγελτα όλα τα δομικά στοιχεία του εγκλήματος, άρα και την ικανότητα του καταλογισμού.
Πολλές φορές, ειδικά λόγω των αποτρόπαιων εγκλημάτων, η κοινή γνώμη δυσανασχετεί με τις νομοθετικές επιλογές και αναπαράγεται η ρήση ότι τα εγκλήματα δεν τιμωρούνται. Ωστόσο, σε ένα Συνταγματικό Κράτος Δικαίου δεν είναι νοητή η θεμελίωση αντικειμενικής ποινικής ευθύνης, παραγνωρίζοντας την αρχή της ενοχής. Όσο εξοργιστικό και να φαντάζει το γεγονός ότι θα ακουσθεί η λέξη «αθώος» για κάποιον που σκότωσε λόγω σχιζοφρένειας ή βίασε μετά από απόλυτη μέθη ελλείψει δόλου, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια που αποτελεί κατά το ΕΔΔΑ την πεμπτουσία του συνόλου των ατομικών δικαιωμάτων, αναγάγει την ενοχή σε θεμελιακό στοιχείο και ιδεολογικό κεκτημένο της σύγχρονης μορφής οργάνωσης των κοινωνιών, των κρατών που σέβονται και προστατεύουν την αξία του ανθρώπου και τον αντιμετωπίζουν ως αυτοσκοπό και όχι μέσο ή αντικείμενο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό δίκαιο Γενικό μέρος, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.
- Νικόλαος Μπιτζιλέκης, Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Πρακτικά Θέματα Ποινικού Δικαίου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2η έκδοση, 2022.