Της Άννας Μάρκου,
Ως παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά ορίζεται η παρακαταθήκη που αφήνουν στην ιστορική τους διαδρομή τα έθνη και οι λαοί του κόσμου, και έχει ιδιαίτερη αξία για όλη την ανθρωπότητα. Aυτή η παρακαταθήκη μπορεί να περιλαμβάνει δημιουργήματα υλικής (κινητής, ακίνητης ή και υποβρύχιας), ή άυλης κληρονομιάς (προφορικές παραδόσεις, τελετές και κάθε είδους πνευματικό δημιούργημα ενός έθνους ή λαού). Η υλική και άυλη πολιτιστική κληρονομιά διακρίνονται από τη φυσική, η οποία περιλαμβάνει φυσικά τοπία με πολιτιστική αξία λόγω της σπανιότητας, της αισθητικής, ή επιστημονικής τους φύσης.
Στο πέρασμα των αιώνων, πολλά τέτοια δημιουργήματα -και μη- του ανθρώπινου πολιτισμού υπέστησαν βαρύτατα πλήγματα κατά τη διάρκεια εχθροπραξιών, πολέμων, φυσικών καταστροφών, ή και λόγω πλημμελούς συντήρησης από το κράτος-κάτοχο. Για αυτούς τους λόγους, το 1945 -μετά τις καταστροφικές συνέπειες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου- ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, και αμέσως μετά η UNESCO, ως οργανισμός του ΟΗΕ για την εκπαίδευση, την επιστήμη και τον πολιτισμό, με στόχο την προώθηση της ειρήνης και της συνεργασίας -μεταξύ άλλων- στον τομέα του διαπολιτισμικού διαλόγου. Έτσι σήμερα, ο διεθνής οργανισμός της UNESCO απαριθμεί περισσότερα από 190 τακτικά και συνεργαζόμενα κράτη-μέλη, ενώ διαθέτει όργανα διοίκησης, λήψης και υλοποίησης αποφάσεων, με το κάθε κράτος να διαθέτει Εθνική Επιτροπή UNESCO στο έδαφός του. Στα πλαίσια της δράσης της η UNESCO, έχει καταρτίσει πλήθος διεθνών συμβάσεων, ενώ σήμερα οργανώνει δίκτυα και προγράμματα συνεργασίας μεταξύ συγκεκριμένων χωρών και περιοχών του πλανήτη.
Θεμέλιο λίθο αποτελεί η Σύμβαση για την Προστασία της Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς, που υπεγράφη το 1972 στο Παρίσι και κυρώθηκε από την ελληνική βουλή με το νόμο 1126/1981. Η εν λόγω συμφωνία αναθέτει στο κάθε κράτος-μέλος την πρωταρχική ευθύνη για τη διατήρηση και προστασία της κληρονομιάς -όπως αυτή ορίζεται στα δύο πρώτα άρθρα της σύμβασης- που διαθέτει στην περιοχή δικαιοδοσίας του (άρθρο 4). Στη συνέχεια, δεσμεύει τα κράτη-μέλη ως προς την τήρηση της μεταξύ τους αλληλεγγύης, απαγορεύοντας τη ζημία πολιτιστικών αγαθών οποιουδήποτε κράτους-μέλους (άρθρο 6).
Ακόμα, η σύμβαση προβλέπει τη δημιουργία της διακυβερνητικής Επιτροπής Παγκοσμίου Κληρονομιάς -συγκαλούμενη ετησίως- η οποία καταρτίζει κι επικαιροποιεί τον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, αποφασίζοντας για την ένταξη σε αυτόν οποιουδήποτε μνημείου, κατόπιν σχετικού αιτήματος από το ενδιαφερόμενο κράτος-μέλος (άρθρο 11). Οι αποφάσεις της λαμβάνονται βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και πλειοψηφιών, ενώ ειδική μέριμνα και κατά προτεραιότητα χρηματοδότηση προβλέπεται για τα μνημεία που βρίσκονται σε κίνδυνο. Τέλος, η σύμβαση προβλέπει τη χρηματοδότηση ανά δύο έτη του Ταμείου Παγκόσμιος Κληρονομιάς της UNESCO από τα κράτη-μέλη.
Δύο ακόμη πολύ σημαντικές συμβάσεις -με μεγάλο ενδιαφέρον και για τα ελληνικά δεδομένα- είναι η Διεθνής Σύμβαση για την παρεμπόδιση ή την απαγόρευση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών, και η σύμβαση UNIDROIT για τα κλαπέντα και παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά. Η πρώτη από αυτές υπεγράφη το 1970 και κυρώθηκε από την ελληνική βουλή το 1980 με το νόμο 1103. Αφού προσδιορίζει τις κατηγορίες των πολιτιστικών αγαθών που το κάθε κράτος-μέλος κρίνει ότι έχουν ιδιαίτερη ιστορική, επιστημονική, ή καλλιτεχνική αξία, απαγορεύει οποιαδήποτε μεταφορά ή μεταβίβαση της κυριότητας αυτών που δεν ακολουθεί την προβλεπόμενη στη σύμβαση διαδικασία. Η τελευταία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την έκδοση ειδικής άδειας από το κράτος-εξαγωγέα, την ίδρυση σχετικών κρατικών υπηρεσιών, την κατάρτιση ενός καταλόγου σημαντικών εθνικών πολιτιστικών αγαθών. Ακόμη, δεσμεύει τα κράτη να απαγορεύσουν την εισαγωγή κλαπέντων αγαθών, καλώντας τα να θεσπίσουν σχετικές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στα εθνικά τους δίκαια. Αξίζει να σημειωθεί ότι παράνομη θεωρείται -εύλογα- και η εξαγωγή ή μεταβίβαση διά της βίας, αγαθών ενός κράτους από ξένη κατοχική δύναμη (άρθρο 11).
Η δεύτερη σύμβαση υπεγράφη το 1995 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το νόμο 3028/2002. Αντικείμενό της αποτελεί η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς -και ιδίως των αρχαιοτήτων- που βρίσκονται εντός Ελληνικής επικράτειας. Η προστασία αυτή εκτείνεται από την έρευνα, την καταγραφή και τη συντήρηση των πολιτιστικών αγαθών, μέχρι την αποτροπή της παράνομης ανασκαφής και οποιασδήποτε βλάβης τους, ενώ η σύμβαση αποσκοπεί επίσης στην ανάδειξή τους, αλλά και στη διευκόλυνση της πρόσβασης του κοινού σε αυτά.
Στη συνέχεια, ο νόμος ορίζει ως πράγματα εκτός συναλλαγής και ανήκοντα στο δημόσιο τα αρχαιολογικά μνημεία που χρονολογούνται πριν το 1453, απαγορεύοντας οποιαδήποτε ζημιογόνο ενέργεια σε αυτά ή στον περιβάλλοντα χώρο τους. Τα μνημεία μετά το 1453 μπορούν να ανήκουν σε ιδιώτες, οι οποίοι, όμως, ευθύνονται για τη φύλαξη και συντήρησή τους, ενώ υποχρεούνται να συνεργάζονται με την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού. Σε ό,τι αφορά τα αρχαία κινητά μετά το 1453, το υπουργείο μπορεί να χορηγήσει άδεια κατοχής σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο υπό συγκεκριμένους όρους, ύστερα από γνωμοδότηση του αρμόδιου Συμβουλίου Μνημείων.
Το υπουργείο κατά τα λοιπά, είναι υπεύθυνο για το χαρακτηρισμό και την οριοθέτηση των ιστορικών και αρχαιολογικών χώρων, ενώ μπορεί να απαλλοτριώσει περιοχή με αρχαία ευρήματα, καταβάλλοντας σχετική αποζημίωση στον ιδιοκτήτη. Ειδικές διατάξεις προσδιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συλλεκτών και των αρχαιοπωλών, καθώς και τη διαδικασία των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών, τα αποτελέσματα των οποίων δημοσιεύονται υποχρεωτικά. Οι τελευταίες διατάξεις του νόμου είναι ποινικές, προβλέποντας ποινές φυλάκισης ή και κάθειρξης μεταξύ άλλων για τη φθορά, κλοπή, παράνομη εμπορία, εισαγωγή ή εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ποινικά αδικήματα είναι και η μη δήλωση ευρεθέντος μνημείου, η πλημμελής φύλαξη ή συντήρησή από τον κάτοχό του, καθώς και η μη επιστροφή κλαπέντων αγαθών παρά την ύπαρξη σχετικής δικαστικής απόφασης.
Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται τέλος, η Σύμβαση για την Προστασία των Πολιτιστικών Αγαθών σε περίπτωση ενόπλου συρράξεως, που υπεγράφη στη Χάγη το 1954 και κυρώθηκε από την ελληνική βουλή με το νόμο 1114/1981. Βασικό αντικείμενό της είναι ο σεβασμός των αγαθών των κρατών-μελών, ακόμη μάλιστα και στην περίπτωση που ένα συμβαλλόμενο μέρος κατέχει το έδαφος άλλου. Πιο συγκεκριμένα, παρέχεται η δυνατότητα καθιέρωσης ενός ειδικού καθεστώτος προστασίας των μνημείων πολύ μεγάλης σπουδαιότητας, υπό όρους, τα οποία δεν επιτρέπεται να κατασχεθούν, να καταληφθούν, ή να συληθούν. Ακόμη, η σύμβαση προβλέπει την ύπαρξη ειδικού προσωπικού, επιφορτισμένου με την προστασία των αγαθών αυτών, καθώς και τη δυνατότητα αυτά να φέρουν ένα διακριτικό σήμα προκειμένου να αναγνωρίζεται πως πρόκειται για προστατευόμενα πολιτιστικά αγαθά ή μέσα μεταφοράς αυτών. Με την έναρξη της σύρραξης, ορίζεται Αντιπρόσωπος και Γενικός Επίτροπος, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την εποπτεία των πολιτιστικών αγαθών των εμπλεκομένων κρατών-μελών, καθώς και για τη διαλεύκανση οποιουδήποτε περιστατικού παραβίασης της σύμβασης.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι προστατευτικές διατάξεις της σύμβασης ισχύουν τόσο σε περίπτωση πολέμου μεταξύ κρατών-μελών ή στο έδαφος κάποιου κράτους-μέλους, όσο και σε καιρό ειρήνης. Τέλος, το Πρωτόκολλο της σύμβασης απαγορεύει στα κράτη-μέλη την εξαγωγή αγαθών από άλλο κράτος το οποίο κατέλαβαν κατά τη διάρκεια της σύρραξης, υποχρεώνοντάς τα να επιστρέψουν μετά το τέλος του πολέμου, αγαθά που βρέθηκαν στο έδαφός τους παρανόμως, καθώς και να καταβάλουν αποζημίωση στους πραγματικούς κατόχους. Τέτοια δημιουργήματα βέβαια, δεν μπορούν ποτέ να παρακρατηθούν ως πολεμικές επανορθώσεις.
Καταλήγοντας, η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί ύψιστο δείγμα πνευματικής προόδου της ανθρωπότητας, γι’ αυτό και η προστασία της ανάγεται σε μείζον εθνικό και διεθνές κοινωνικοπολιτικό θέμα συζήτησης. Ωστόσο, αν σκεφτούμε τα πολυάριθμα παραδείγματα καταστροφής ή προσβολής μνημείων στη σύγχρονη ιστορία, φαίνεται πως η υπογραφή διεθνών συμβάσεων χωρίς αποτελεσματικούς μηχανισμούς λήψης δραστικών μέτρων από την UNESCO, μάλλον δεν αρκεί για την διαφύλαξη αυτών των αγαθών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την επίτευξη μιας αποτελεσματικής πολιτικής παρακαταθήκης για το Ευρωπαϊκό Έτος Πολιτιστικής Κληρονομιάς (20/01/2021), Κείμενα που εγκρίθηκαν, europarl.europa.eu. Διαθέσιμο εδώ.
- UNESCO και διαχείριση πολιτιστικής κληρονομιάς, proinoslogos.gr. Διαθέσιμο εδώ.
- Κύριοι παράγοντες στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς: διεθνείς οργανισμοί, culture.ec.europa.eu. Διαθέσιμο εδώ.