Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Ο κόσμος την τρέχουσα περίοδο βρίσκεται αντιμέτωπος με διάφορα φλέγοντα ζητήματα, κυρίως οικονομικής και γεωπολιτικής φύσεως, τα οποία και μονοπωλούν σχεδόν εξ ολοκλήρου τον οικονομικό Τύπο, παρουσιάζοντας αναλύσεις, εκτιμήσεις και αναλυτικά τα τεκταινόμενα. Ωστόσο, ένα ζήτημα που δεν του δίνεται, κατά τη γνώμη μου η πρέπουσα προσοχή, είναι τα μεγάλα δημοσιονομικά βάρη που κουβαλούν πολλά κράτη από την περίοδο της πανδημίας του Covid-19 και της ενεργειακής κρίσης ή ακόμα και από την προηγούμενη δεκαετία, όπως η Ελλάδα.
Τα υψηλά επίπεδα χρέους, εν μέσω αλλαγής του νομισματικού σκηνικού σε μακροπρόθεσμο επίπεδο (δύσκολα θα ξαναδούμε τόσο μεγάλη αύξηση της ρευστότητας στην αγορά και τόσο χαμηλά επιτόκια όσο τα προηγούμενα έτη), θα πρέπει να είναι ο παράγοντας που να μας ανησυχεί περισσότερο, ειδικά αυτήν την περίοδο που μαίνονται πολιτικές εξελίξεις σε πολλές χώρες και αναμένονται να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στα εκάστοτε πολιτικά σκηνικά, ιδιαίτερα σε χώρες που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό είτε την παγκόσμια είτε μια περιφερειακή οικονομία.
Μία από αυτές τις οικονομίες, που έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικά δημοσιονομικά ζητήματα, πολύ διαφορετικά για κάθε χώρα (ή για να ομαδοποιήσουμε, για κάθε μπλοκ), τα οποία προβλέπεται πως θα γίνονται όλο και πιο έντονα λόγω του δημογραφικού ζητήματος, των αμυντικών αναγκών, της κλιματικής αλλαγής και της ανάγκης για μεγαλύτερη ενοποίηση, είναι της Ευρωζώνης. ΔΝΤ και ΕΚΤ έχουν προειδοποιήσει πολλάκις για αυτά τα ζητήματα και τον αντίκτυπό τους στα δημοσιονομικά της ζώνης του ευρώ, δεδομένου του περιβάλλοντος περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, το οποίο και θα διατηρηθεί ακόμη για αρκετό διάστημα, παρά την εκκίνηση των περικοπών των επιτοκίων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εκτιμάται πως ότι οι χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα κατά μέσο όρο κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες ως προς το ΑΕΠ, κάτι που θα απαιτούσε εξοικονόμηση πόρων ή επιπλέον έσοδα € 720 δις στα τρέχοντα επίπεδα παραγωγής. Επιστροφή, δηλαδή, στην παραδοσιακή οικονομική πολιτική, του να σκεφτόμαστε κυρίως μακροπρόθεσμα και λιγότερο βραχυπρόθεσμα. Μπορεί ο επιφανής οικονομολόγος του 20ου αιώνα John Meynard Keynes να είχε αναφέρει πως «μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί», θέλοντας να κριτικάρει τους οικονομολόγους της (νεο)κλασικής σχολής για την εστίασή τους στους μακροπρόθεσμους αντίκτυπους των οικονομικών πολιτικών, αλλά όταν το κράτος αρχίζει να παρεμβαίνει στην αγορά για να λύσει κάποια τρέχοντα προβλήματα, αλλά δημιουργώντας καινούργια ή επιδεινώνοντας κάποια δευτερεύοντα υπάρχοντα, προκαλείται σοβαρότερο κόστος.
Η αξιολόγηση της ΕΚΤ για τις δημοσιονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα 20 κράτη-μέλη που βρίσκονται στη ζώνη του ευρώ έγινε καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέπληξε τη Γαλλία και έξι άλλες χώρες για παραβίαση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, αυξάνοντας το άγχος των επενδυτών για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Μάλιστα, οι πολιτικές ανακατατάξεις που επέφεραν οι πρόσφατες Ευρωεκλογές, με απότοκο την προκήρυξη πρόωρων εκλογών στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία και τη μεγαλύτερη (μέχρι πρότινος) σε κεφαλαιοποίηση αγορά της ΕΕ, τη Γαλλία.
Η ενισχυμένη αντιπολίτευση, και συγκεκριμένα το ακροδεξιό κόμμα Rassemblement National της Marine Lepen και μια νέα αριστερή συμμαχία, έχει δεσμευτεί με αυξήσεις στις δημόσιες δαπάνες, γεγονός που έχει επιφέρει τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο τις τελευταίες εβδομάδες στην αγορά των χρεογράφων της Γαλλίας. Ενδεικτικά, ο γαλλικός χρηματιστηριακός δείκτης CAC 40 σημείωσε το χειρότερο χρηματιστηριακό του πενθήμερο τα τελευταία 2 χρόνια, την εβδομάδα μετά της Ευρωεκλογές, με τις αποδόσεις των (κρατικών) ομολόγων να ενισχύονται σημαντικά (το spread των αποδόσεων των γερμανικών και γαλλικών να αυξηθεί σε υψηλά επτά ετών).
Εάν, λοιπόν, οι πρόωρες εκλογές στη Γαλλία παρουσιάσουν σημαντικές επιδόσεις για την (Άκρα) Αριστερά και την Άκρα Δεξιά, πιθανότατα να δούμε εκ νέου sell-off στη γαλλική κεφαλαιαγορά, λόγω της λαϊκίστικης ρητορικής τους και των ανεύθυνων υποσχέσεών τους, από πλευράς δημοσιονομικής ορθότητας και βιωσιμότητας. Μια ισχυρή Αριστερά θα σήμαινε, επίσης, μια ιδιαίτερα ανησυχητική ευρωσκεπτικιστική στροφή κατά των επιχειρήσεων και κατά της ανάπτυξης. Την τελευταία λέξη, όμως, θα την πουν οι αγορές, για τις όποιες προσδοκίες επιφέρουν οι βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, καθώς, όπως έχει αποδειχθεί πολλάκις, οι αγορές δεν χαρίζονται σε λάθη και κακούς χειρισμούς, ειδικά σε μια περίοδο αναταραχών και «σφικτών» χρηματοπιστωτικών συνθηκών, που οι επενδυτές θέλουν να αποστραφούν από τον κίνδυνο ακόμα περισσότερο. Επιπλέον, ο κίνδυνος μιας ευρωσκεπτικιστικής Γαλλίας επιδεινώνεται από τον κίνδυνο μιας αδύναμης Γερμανίας. Το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα του Καγκελαρίου Olaf Scholtz θα αποδυναμώσει τη γερμανική κυβέρνηση για το υπόλοιπο της θητείας της, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην ευρωπαϊκή σκηνή. Οι ευρωπαϊκές εκλογές αναβίωσαν την αφήγηση μιας διασπασμένης Ευρώπης, όπου οι κοινωνικοοικονομικές απόψεις φαίνεται να μετατοπίζονται ενάντια στις δηλωμένες πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ, μόνο που αυτή τη φορά θα έχουμε έναν αδύναμο και ασταθή γαλλογερμανικό άξονα, που θα δυσκολεύεται να «κουμαντάρει» την Ευρώπη, καθώς θα έχει να επιλύσει δικά του εσωτερικά (για την κάθε χώρα) ζητήματα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ΕΚΤ, η πίεση στα δημόσια οικονομικά αναμένεται να ενταθεί, εξαιτίας της αρνητικής ροπής που παίρνει ο πολιτικός παράγοντας. Προβλέπει πως για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που θα θέσουν σε κίνδυνο την ισορροπία των δημοσιονομικών θα πρέπει οι χώρες της Ευρωζώνης να βρουν έναν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο κατά μέσο όρο 3% του ΑΕΠ από φέτος. Αυτό θα προστεθεί στην ανάγκη να μειωθούν τα επίπεδα χρέους στο όριο της ΕΕ του 60% του ΑΕΠ έως το 2070, το οποίο από μόνο του είπε η ΕΚΤ θα απαιτούσε από τις χώρες να εξοικονομήσουν «άμεσα και μόνιμα» επιπλέον 2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο.
Οι απαιτούμενες δημοσιονομικές προσαρμογές είναι εφικτές, εφόσον υπάρξει καλή διαχείριση και ομαλοποιηθεί η κατάσταση διεθνώς. Αλλά για να γίνουμε ρεαλιστές, βάσει της τωρινής κατάστασης, οι στόχοι δείχνουν πραγματικά ανέφικτοι, όχι επειδή είναι πολύ αυξημένες οι ανάγκες για δημόσιες δαπάνες, εν μέσω αναπτυξιακής στασιμότητας, αλλά λόγω πολιτικών συνθηκών, που η όποια περικοπή και συμπίεση των (εθνικών κυρίως) προϋπολογισμών σημαίνει μεγάλο πολιτικό κόστος για τις Κυβερνήσεις, με απόρροια την ενίσχυση των άκρων (ιδίως εκ των δεξιά).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ECB urges Eurozone countries to cut high levels of debt, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- French businesses blame political uncertainty for drop in orders, ft.com, διαθέσιμο εδώ