Της Αλίκης Κωστή,
Η πτωχευτική διεκδίκηση είναι θεσμός του πτωχευτικού δικαίου (αρ. 113-115 πτωχευτικού νόμου 4738/2020), με τον οποίο κάποιο πρόσωπο αιτείται την αφαίρεση από την πτωχευτική περιουσία κινητών πραγμάτων ή αξιογράφων, αυτούσιων. Πρόκειται δηλαδή για έναν τρόπο ικανοποίησης του δικαιούχου, που δεν απαιτεί τη συμμετοχή αυτού στην πτωχευτική διαδικασία (με την έννοια της αναγγελίας της απαίτησης του και της ικανοποίησης από το πλειστηρίασμα).
Πέρα από αυτό το προφανές πλεονέκτημα που εξασφαλίζει ότι ο δικαιούχος πράγματι θα ικανοποιηθεί, και μάλιστα πλήρως -κάτι το οποίο δε θα συνέβαινε αν συμμετείχε στην πτωχευτική διαδικασία ως πτωχευτικός πιστωτής-, το δικαίωμα διεκδίκησης δεν απαιτεί καν την απόδειξη της κυριότητας του διεκδικούντος, αλλά αρκεί η απόδειξη της ύπαρξης σύμβασης παρακαταθήκης, παραγγελίας προς πώληση ή πώλησης αντίστοιχα. Είναι μάλιστα σημαντικό να επισημανθεί ότι, ενώ ο νόμος κάνει λόγο μόνο για εμπορεύματα, οι οικείες διατάξεις εφαρμόζονται εν γενεί επί κινητών.
Η πτωχευτική διεκδίκηση ασκείται με αίτημα του δικαιούχου απέναντι στον σύνδικο, ο οποίος κατόπιν, κάνει πρόταση στον εισηγητή προκειμένου να αποφασίσει ο τελευταίος με αιτιολογημένη διάταξη του (αρ. 115 παρ. 1). Η διάταξη αυτή δεν είναι δικαστική απόφαση, είναι αμέσως εκτελεστή, ενώ τέλος χωρεί προσφυγή κατά αυτής στο πτωχευτικό δικαστήριο (αρ. 134). Πρακτικά, η πτωχευτική διεκδίκηση είναι δυνατή αφότου έχει, για κάποιο λόγο, επέλθει λύση της σύμβασης μεταξύ πτωχού και δικαιούχου. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε διότι ο σύνδικος έχει επιλέξει τη λύση της σύμβασης με βάση το αρ. 103 (εξάλλου πρόκειται για μία εκκρεμή αμφοτεροβαρή σύμβαση) είτε διότι επήλθε η αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης με βάση το ίδιο άρθρο, ενώ τέλος, μπορεί κι ο ίδιος ο δικαιούχος να υπαναχώρησε λόγω ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής.
Μάλιστα, το άρθρο 115 παρ. 2 αναφέρει ρητά ότι ο σύνδικος έχει το δικαίωμα επιλογής στην περίπτωση του άρθρου 114 (εκκρεμής σύμβαση πώλησης), ωστόσο αυτό γίνεται δεκτό ότι ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 113 για τις συμβάσεις παρακαταθήκης και παραγγελίας προς πώληση, απλά ο νόμος το θεωρεί αυτονόητο και δεν το αναφέρει. Τέλος, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο νόμος αναγνωρίζει το δικαίωμα διεκδίκησης σε 3 είδη συμβάσεων: τη σύμβαση παραγγελίας προς πώληση, τη σύμβαση παρακαταθήκης προς πώληση, και την ίδια την πώληση.
Η πτωχευτική διεκδίκηση στην σύμβαση παραγγελίας προς πώληση, αρ. 113 παρ. 1.:
Η σύμβαση παραγγελίας προς πώληση είναι η σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο (παραγγελιοδόχος) αναλαμβάνει έναντι ενός άλλου προσώπου (παραγγελέα) την υποχρέωση να πωλήσει κινητά πράγματα στο όνομα του, για λογαριασμό όμως του παραγγελέα. Πρόκειται για μία περίπτωση έμμεσης αντιπροσώπευσης. Το αρ. 113 ρυθμίζει την περίπτωση που ο πτωχός είναι ο παραγγελιοδόχος, και ως εκ τούτου κατέχει τα κινητά πράγματα που του έδωσε ο παραγγελέας να πωλήσει. Προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος πτωχευτικής διεκδίκησης είναι τα πράγματα αυτά να παραμένουν στην πτωχευτική περιουσία αναλλοίωτα κατά την κήρυξη της πτώχευσης, και να μην έχουν, παραδείγματος χάριν, αντικατασταθεί από το τίμημα που εισέπραξε ο σύνδικος πωλώντας τα ή να μην έχουν γίνει συστατικά ενός ακινήτου μέσω ένωσης (ΑΚ 1057). Σε περίπτωση που έγινε «αλλοίωση» πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ο παραγγελέας δεν έχει δικαίωμα διεκδίκησης, και συμμετέχει στην πτωχευτική διαδικασία ως πτωχευτικός πιστωτής. Αν η αλλοίωση έγινε μετά την κήρυξη της πτώχευσης, καθίσταται ομαδικός πιστωτής για το δικαίωμα αποζημίωσης που γεννάται.
Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν τα πράγματα πωλήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ενώ το τίμημα οφείλεται κατά την κήρυξη της, ο παραγγελέας έχει ευθεία αξίωση κατά του τρίτου-αγοραστή των πραγμάτων για το τίμημα. Πρόκειται για την περίπτωση της υποκατάστατης διεκδίκησης, όπου αντικείμενο της διεκδίκησης δεν είναι κάποιο κινητό πράγμα αλλά μία αξίωση (αυτή του πτωχού έναντι του αγοραστή). Τέλος, δυνάμει του αρ. 113 παρ. 3, ο δικαιούχος μπορεί να διεκδικήσει και αξιόγραφα τα οποία, πριν την κήρυξη της πτώχευσης, είχε αποστείλει στον πτωχό, προκειμένου να εισπραχθούν ή να διατεθούν προς απόσβεση ενοχών του αποστολέα. Και σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για σύμβαση παραγγελίας που συνδέει τον πτωχό με τον δικαιούχο. Ομοίως με την παρ. 1, κι εδώ τα αξιόγραφα πρέπει να παραμένουν αναλλοίωτα κατά την κήρυξη της πτώχευσης, και τυχόν είσπραξη τους πριν την πτώχευση σημαίνει ότι ο δικαιούχος θα πρέπει να συμμετέχει στην πτωχευτική διαδικασία ως πτωχευτικός πιστωτής για το εισπραχθέν ποσό. Αν στην είσπραξη προέβη ο σύνδικος, δεν υπάρχει δικαίωμα διεκδίκησης αλλά ο δικαιούχος καθίσταται ομαδικός πιστωτής.
Η πτωχευτική διεκδίκηση στην παρακαταθήκη προς πώληση, αρ. 113 παρ. 1:
Η παρακαταθήκη προς πώληση θεμελιώνει κι αυτή δικαίωμα πτωχευτικής διεκδίκησης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία σύμβαση που εμφανίζει τα εννοιολογικά στοιχεία δύο συμβάσεων: της σύμβασης παρακαταθήκης και της σύμβασης παραγγελίας (προς πώληση). Σε αυτή, ο παραγγελιοδόχος είναι και θεματοφύλακας, με την έννοια ότι πέρα από την υποχρέωση να πωλήσει τα πράγματα, έχει αναλάβει και την υποχρέωση να τα φυλάει προσωρινά. Κατά τ’άλλα, ισχύουν όσα αναφέρθηκαν και για την παραγγελία προς πώληση, αφού ο νόμος τις ρυθμίζει από κοινού στο άρθρο 113.
Η πτωχευτική διεκδίκηση στη σύμβαση πώλησης, αρ. 114:
Η παρ. 1 του αρ. 114 καθιερώνει το δικαίωμα πτωχευτικής διεκδίκησης στην περίπτωση εκκρεμούς, κατά την κήρυξη της πτώχευσης, σύμβασης πώλησης. Όπως και στις ανωτέρω περιπτώσεις, έτσι και σε αυτή, θα πρέπει να έχει μεσολαβήσει η επιλογή του συνδίκου για μη συνέχιση της σύμβασης πώλησης ή αυτή να έχει λυθεί αυτοδίκαια κατά το αρ. 103 ή ο ίδιος ο πωλητής να υπαναχωρεί λόγω ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης είναι ο πτωχός – αγοραστής να μην έχει εξοφλήσει το τίμημα, εν όλω ή εν μέρει, και το αντικείμενο της πώλησης να μη βρίσκεται στην κατοχή του ίδιου ή προσώπου που ενεργεί για αυτόν. Συγκεκριμένα, το πράγμα θα πρέπει να βρίσκεται καθ’ οδόν, κι όχι στην κατοχή του πωλητή, διότι σε αυτή την περίπτωση θα έβρισκε εφαρμογή η παρ. 2 του ίδιου άρθρου.
Τέλος, η παράγραφος 2 αφορά τη λεγόμενη επίσχεση του πωλητή, η οποία ασκείται με δήλωση του πωλητή προς τον σύνδικο (ΑΚ167 επ). Σε αντίθεση με την πρώτη παράγραφο, εφαρμόζεται όταν το πράγμα παραμένει στην κατοχή του πωλητή, ενώ ασκείται κατά βάση όταν έχει συμφωνηθεί πίστωση του τιμήματος και ο πωλητής υποχρεούται σε προεκπλήρωση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Σπυρίδων Δ. Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο, Ι’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.