Του Δημήτρη Κυριαζή,
Ορμώμενος από τη συνέντευξη της Μαρίνας Σάττι στη Lifo, το παρόν κείμενο θα πραγματευθεί το ζήτημα της πολιτισμικής διαμεσολάβησης και της επικοινωνίας ενός καλλιτέχνη με τον απλό και λαϊκό κόσμο και του αισθήματος ευθύνης –αν υπάρχει–, που βαραίνει ενδεχομένως τον πρώτο. Διευρύνοντας λίγο τον προβληματισμό, στο επίκεντρό του βρίσκεται επίσης η σχέση και των πνευματικών ανθρώπων, των διανοουμένων, των στοχαστών, των ακαδημαϊκών, αυτών που με έναν όρο θα αποκαλούσαμε η «πνευματική ελίτ», με τον απλό και καθημερινό άνθρωπο εν γένει.
Από την πληθώρα των θεματικών που αναπτύχθηκαν και συζητήθηκαν στη συνέντευξη, η προσοχή εδώ θα εστιαστεί σε μια μόνο φράση που αποτελεί μια πολύ εύστοχή σύνοψη ολόκληρης της συλλογιστικής πορείας της τοποθέτησης της Σάττι: «Αν θεωρούν ότι είμαι στη low κουλτούρα χαίρομαι, μακάρι να είμαι». Όπως είναι διακριτό και στο υπόλοιπο της συνέντευξής της, η καλλιτέχνης φαίνεται ότι εντάσσει τον εαυτό της στη low κουλτούρα, στη μαζική κουλτούρα, επιδιώκοντας ή προσδοκώντας μια «συνδιαλλαγή», όπως αναφέρει και η ίδια, με τον απλό και καθημερινό άνθρωπο. Καυτηριάζει την άποψη που θέλει τους καλλιτέχνες να βρίσκονται σε απόσταση από το κοινό, καθώς και τη διάκριση μεταξύ «ποιοτικής» και «μη ποιοτικής» μουσικής.
Αυτό που αναδεικνύεται και θίγεται περισσότερο από την ίδια είναι ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να ταυτίζεται πάντοτε η τέχνη και τα οφέλη της, με τις κλασσικές μορφές της τελευταίας. Η τέχνη για εκείνη βρίσκεται κι αλλού, σε απλά και καθημερινά πράγματα. Είναι μια ανησυχία που βρίσκει ευρύτερο έρεισμα και η αλήθεια είναι πως μεγάλο μέρος του πνευματικού κόσμου αποστασιοποιείται από τη λαϊκή πλειοψηφία. Το ζητούμενο, όμως, εδώ είναι ότι στην ανάγκη να καλυφθεί αυτό το κενό και αυτή η απόσταση, να μην οδηγηθούμε σε μια στασιμότητα στην εξέλιξη της σκέψης και σε μια επιφανειακή θεώρηση του ρόλου της τέχνης και των συνειδήσεων που αυτή διαμορφώνει. Να μην απογυμνωθεί η ανάγκη για έκφραση και εξωτερίκευση των προβληματισμών, που διατρέχει τον καθένα, από την ανάγκη για εμβάθυνση στην ίδια την ανησυχία.
Στο φαινόμενο αυτό που παρατηρείται επομένως, πολλοί, προκειμένου να καταπολεμήσουν αυτήν την «ελιτίστικη» συμπεριφορά, απλοποιούν τα νοήματα όσο το δυνατόν περισσότερο, προσπαθώντας να τα εκλαϊκεύσουν και να βρίσκονται σε εγγύτητα με τον κόσμο. Αυτό θεωρώ προσπαθεί να πετύχει και η Σάττι. Οι προβληματισμοί που επικοινωνούν τα τραγούδια είναι πιο επιφανειακοί και εκλείπει από αυτούς ο κοινωνικός συλλογικός χαρακτήρας και οι ευαισθησίες πολλές φορές. Το επιθυμητό είναι με απλοϊκό τρόπο να παράγονται σύνθετα νοήματα, με απλοϊκό τρόπο να γίνονται κατανοητές δύσκολες έννοιες και ερμηνείες, που εμπλουτίζουν την σκέψη μας. Δεν χρειάζεται να βρισκόμαστε με κάθε τραγούδι σε κατάσταση «καρναβαλιού».
Με την επίφαση επομένως μιας «μορφωτικής συμπεριλιπτικότητας», πλαισιώνονται οι συζητήσεις, τα έργα τέχνης, τα τραγούδια, με ένα λεξιλόγιο και με ένα οπλοστάσιο επιχειρημάτων, που περιορίζει το εύρος του αναστοχασμού και της κριτικής, δίνοντας εύκολες απαντήσεις και ερμηνείες. Γιατί να προσπαθούμε να πολεμήσουμε τον πνευματικό ελιτισμό, εξισώνοντας τους πάντες με μια ερμηνευτική ικανότητα ενδεή και ρηχή, και να μην ανυψώσουμε στο επίπεδο σκέψης των ελίτ, τον απλό καθημερινό κόσμο;
Επιπλέον, εκτός από ένα κενό νοήματος, παράγεται και ένας ρηχός «ατομισμός». Σημασία έχει μόνο η καλοπέραση και αυτό που κερδίζει είναι η σαγήνη της λεγόμενης «ζωάρας», όπως προβάλλει και εν τέλει ενθαρρύνει αυτή η νοοτροπία, που εμπίπτει στη μαζική αυτή κουλτούρα ή υπο-κουλτούρα, όπως θα έλεγε κάποιος άλλος. Παίρνοντας το παράδειγμα της τραπ μουσικής ή και της σημερινής λαϊκής, γίνεται έκδηλη η παραπάνω θέση. Προφανώς και οι τράπερς σε καμία περίπτωση δεν είναι πνευματικά μεγαθήρια –αυτό έλειπε άλλωστε–, αλλά έχει καλλιεργηθεί μια συνείδηση –στους νέους ανθρώπους ειδικά–, που θα έπρεπε να μας προβληματίζει. Η τραπ μουσική συντελεί τη μαζική κουλτούρα και αντί ένας πνευματικός άνθρωπος, σαν τη Σάττι, να αποτραβήξει μέσα από τη μουσική και το έργο του τα θύματα της ναρκισσιστικής ζωής και της επιδεικτικής κατανάλωσης προς μια υγιέστερη κατεύθυνση, επιλέγει να αποτελεί μέρος αυτής της επιφανειακής σχέσης που σφύζει στις παθολογίες.
Αυτός ο κακώς εννοούμενος ατομισμός, αποτελεί τον συνεκτικό κρίκο ολόκληρης αυτής της κουλτούρας. Η τέχνη έχει γίνει αντικείμενο προς κατανάλωση, που εξυπηρετεί μία και μόνο ανάγκη, την καλοπέραση και το «φαίνεσθαι». Προφανώς, η καλοπέραση είναι μια ανάγκη που πρέπει να εξυπηρετείται. Το θέμα είναι ότι το συγκεκριμένο σύστημα αξιών δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλο σκοπό πέρα από αυτόν. Οπότε η κριτική μετατοπίζεται στην ίδια την έννοια της τέχνης στη συγχρονία της, η οποία φαίνεται να αδυνατεί να παράξει κάποιο άλλο νόημα .
Αυτού του είδους η ανάγνωση που προσπαθεί να προσεγγίσει το λαϊκό κόσμο με τους όρους αυτούς –με όρους ρηχούς– μόνο συντηρητισμό μπορεί να φέρει. Το να μην εμβαθύνει το υποκείμενο και να επιμένει στις ρηχές αναγνώσεις, οδηγεί στην υπονόμευση της προόδου της σκέψης.
Τι σχέση έχει, λοιπόν, αυτή η pop, η mass κουλτούρα με τη rock και την hipster κουλτούρα, παραδείγματος χάρη, της δεκαετίας του ’60 και του ’70, που παρήγαγε έναν ακτιβισμό και είχε μια δυναμική και ακέραια παρουσία στην ιδιωτική και πρωτίστως στη δημόσια πολιτική σφαίρα –με όλες τις παθογένειες και τα σκοτάδια προφανώς; Ποιο είναι το κοινό σημείο αναφοράς με τη σημερινή κουλτούρα εξατομικευμένης αυτοεκπλήρωσης;
Το να έρχεται ο απλός κόσμος σε επαφή με μια σύνθετη και βαθιά σε περιεχόμενο σκέψη, μόνο καλό μπορεί να του κάνει. Ούτε απομακρύνεται από την παράδοση ούτε και από τη λαϊκή του ταυτότητα, ίσα ίσα διαβάζοντας για παράδειγμα Καζαντζάκη και ακούγοντας Καζαντζίδη, ενισχύονται κιόλας.
Κλείνοντας τώρα το παρόν κείμενο, είναι πολύ σημαντικό να καταπολεμηθεί αυτός ο ελιτισμός του πνεύματος και της αυθεντίας, ο οποίος προκαλεί μια απέχθεια στον λαϊκό άνθρωπο, γιατί πολύ απλά τέτοιες συμπεριφορές που δομούν την εικόνα του απρόσιτου χαρακτήρα και της αφ’ υψηλού περσόνας, τον μειώνουν κοινωνικά. Το θέμα είναι να κριτικάρουμε και να αποδοκιμάζουμε τις ίδιες τις ελίτ και όχι να εκμηδενίζουμε τη σκέψη, τη γνώση, τη θεωρία, τον στοχασμό. Ας μην εκπέσουμε σε μια λογική ισοπεδωτισμού της σκέψης και σε μια συνδιαλλαγή με όρους που παράγουν ναρκισσισμό και ρηχό ατομισμό, προκειμένου να «συμπληρωματικοποιηθεί» πνευματικά ο κόσμος.
Το ζητούμενο είναι να έρχονται όλοι σε επαφή με τον κόσμο της διανόησης, και των σύνθετων προβληματισμών και να μην θεωρείται αυτός απρόσιτος. Η πρόσβαση στην εύρεση νοήματος και στις απαντήσεις κάποιων ανησυχιών, πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλους. Και σε αυτό το σημείο έρχεται ο διανοούμενος, ο καλλιτέχνης, ο θεωρητικός να τελέσει αυτό το έργο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μαρίνα Σάττι: «Αν θεωρούν ότι είμαι στη low κουλτούρα χαίρομαι, μακάρι να είμαι», Lifo.gr , διαθέσιμο εδώ