Της Ιωάννας Τσούκλα,
Το κληρονομικό δίκαιο ρυθμίζει τις περιουσιακές έννομες σχέσεις του αποθανόντα βάσει δυο σημαντικών εννοιών. Αφενός οι έννομες ρυθμίσεις του κληρονομικού δικαίου βασίζονται στην ελευθερία του διατιθέναι, όπως αυτή πηγάζει από το Σύνταγμά μας, και αφετέρου κυρίως στην προστασία της οικογένειας η οποία αποτελεί και το όριο του πρώτου δικαιώματος. Προβλέψεις μεταξύ άλλων γίνονται και στην ικανοποίηση των δανειστών του διαθέτη για τυχόν οφειλές που αιτία θανάτου δεν ολοκληρώθηκαν, ρυθμίζοντας έτσι τις περιουσιακές σχέσεις και επιτρέποντας την εξακολούθηση της οικονομικής εκμετάλλευσης της περιουσίας του.
Το κληρονομικό δικαίωμα, ως απόλυτο και αυτοτελές, αναφέρεται στο μεγάλο φάσμα μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που αφορούν την κληρονομιά και καθιερώνονται στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα ορίζοντας ως τρόπους διαδοχής μόνο δυο: την εκ του νόμου διάδοχη και την εκ διαθήκης. Ανατρέχοντας στο άρθρο 1710 παράγραφος 1 του ΑΚ διαπιστώνουμε πως η διαθήκη αποτελεί το μέσο όπου ο διαθέτης μπορεί να ρυθμίσει τα περιουσιακά στοιχεία του, βάσει της προστασίας της αρχής του διατιθέναι και, αν δεν συντρέχει κώλυμα εκ του νόμου, αποτελεί και το οριστικό αντικείμενο επαγωγής της κληρονομιάς.
Συστατικό στοιχείο της διαθήκης αποτελεί ο τύπος και μάλιστα σε διατάξεις του νόμου η κληρονομική διαδοχή εκ διαθήκης ενέχει αυστηρή τυπικότητα, αλλιώς δεν είναι έγκυρη. Τοποθετώντας την ανάλυση αυτή πάνω στον κλειστό αριθμό (numerus clausus) των ειδών διαθηκών συναντάμε τους τρεις τακτικούς τύπους διαθηκών: Την ιδιόγραφη , την δημόσια και την μυστική. Μεταξύ τους ισχύει η αρχή της ισοτιμίας των διαθηκών. Παρόλο που κάθε άνθρωπος δύναται να κληρονομηθεί, ικανότητα που απορρέει από το δίκαιο, δεν επάγεται σε κάθε φυσικό πρόσωπο, αλλά θεσπίζονται ορισμένες περιπτώσεις ανικανότητας ως προς τη σύνταξη της διαθήκης (ΑΚ 1719).
Πρώτη μορφή ανικανότητας αποτελεί η περιορισμένη ικανότητα σύνταξη διαθήκης. Εύλογο είναι το γεγονός ότι ο νομοθέτης εστίασε στον προσωποπαγή χαρακτήρα της διάθεσης και του animus testandi, ενώ προβλεπόμενες ομάδες φυσικών προσώπων δύνανται να συντάξουν μόνο ορισμένα είδη διαθήκης (ΑΚ 1723/1748 ). Στα τρία είδη διαδοχής από διαθήκη κρίσιμος είναι και ο χρόνος που συνδέει την ικανότητα με την σύνταξη, όπως για παράδειγμα: Στην ιδιόγραφη διαθήκη η ικανότητα οφείλει να υπάρχει από την στιγμή έναρξης έως την ολοκλήρωση της συγγραφής της διαθήκης. Προαπαιτούμενος είναι, εξάλλου, ο όρος του άρθρου 1723 περί ικανότητας ανάγνωσης χειρόγραφων .
Στην δημόσια διαθήκη αρκεί η ικανότητα σύνταξης να συντρέχει από την αρχή έως την περάτωση, δηλαδή την υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης από τον διαθέτη. Επιπλέον, στη μυστική διαθήκη, η ικανότητας πρέπει να υπάρχει κατά την εγχείρηση του εγγράφου (ΑΚ 1738) έως την υπογραφή (ΑΚ 1743 παρ. 2 / 1733 παρ. 2). Άξιο αναφοράς για την μυστική διαθήκη αποτελεί το γεγονός ότι ακόμα και επέλευση παροδικής ανικανότητας κατά την σύνταξη του εγγράφου δεν επηρεάζει το κύρος της, εφόσον μόνο αυτή έπαψε να υφίσταται πριν από τη σιωπηρή δήλωση βουλήσεως που ενέχει η εγχείριση. Εφόσον ο διαθέτης είχε ικανότητα δίκαιου σύνταξης διαθήκης στις παραπάνω περιπτώσεις δεν συντρέχει κώλυμα για μεταγενέστερη ανικανότητα.
Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί και στους λόγους ανικανότητας βάσει του άρθρου 1719 περί διαδοχής ανηλίκου, καθώς είναι σημαντικό να ελέγχεται to animus testandi (βασικός πυρήνας του κύρους διαθήκης)
Αυτοί αποτελούν τα συνηθέστερα, μεταξύ άλλων, κωλύματα περί δικαιοπρακτικής ικανότητας σύνταξης διαθήκης. Σε περίπτωση ωστόσο διαδοχής από διαθήκη ανίκανου βάση δικαίου διαθέτη, το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που φέρουν ακυρότητα φέρει ο διάδικος που επικαλείται την ανικανότητα. Η προβολή της ακυρότητας γίνεται με αναγνωριστική αγωγή και η κατανομή του βάρους αποδείξεως, αν δεν συμπίπτει με τον γενικό κανόνα της ΚΠολΔ 338 παρ. 1, θεμελιώνεται από την γενική αρχή ότι η ικανότητα για δικαιοπραξία αποτελεί τον κανόνα και η ανικανότητα την εξαίρεση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλας, 2023.