Του Θανάση Μάριζα,
Οι Συντηρητικοί φεύγουν. Έπειτα από μια καταστροφική δεκαετία, κατά την οποία «ανατίναξαν» τη σχέση της Βρετανίας με την υπόλοιπη Ευρώπη, συρρίκνωσαν το εμπόριο και έκαναν τη ζωή άθλια για όσους ταξιδεύουν από το Νησί προς τη Γηραιά Ήπειρο, είναι λογικό οι περισσότερες ευρωπαϊκές ηγεσίες να ανυπομονούν για την επικείμενη αποχώρηση των Tories. Οι (πρώην) Ευρωπαίοι εταίροι του Λονδίνου ελπίζουν ότι μια νέα κυβέρνηση των Εργατικών, οι οποίοι αναμένεται να κερδίσουν τις εκλογές της 4ης Ιουλίου με συντριπτική πλειοψηφία, θα αρχίσει να ανοικοδομεί τις σχέσεις των δυο πλευρών.
Η δεκαετής θητεία του Συντηρητικού Κόμματος έχει χαραχθεί ανεξίτηλα, στα μάτια των Ευρωπαίων, ως το «δηλητήριο» στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ηνωμένου Βασιλείου, μέσω ενός μείγματος αμέλειας, αλαζονείας και ανικανότητας της κυβέρνησης του τελευταίου. Ο μνημειώδης λάθος υπολογισμός του τότε Πρωθυπουργού, David Cameron, να προκηρύξει ένα περιττό δημοψήφισμα, προκάλεσε κρίση εμπιστοσύνης στα βρετανό-ευρωπαϊκά θεμέλια και παρέσυρε τη Βρετανία σε μια πλευρά σχετικής οικονομικής παρακμής, μειώνοντας, ταυτόχρονα, και την παγκόσμια επιρροή της πρώην αποικιοκρατικής υπερδύναμης.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παρακολούθησαν με απογοήτευση το πολιτικό σύστημα του Λονδίνου να βυθίζεται στο χάος, με πέντε χαώδεις πρωθυπουργίες και εσωτερικές έριδες, μεταξύ 2016 και 2023, οι οποίες προκάλεσαν διπολισμό και άσκησαν σοβαρή πίεση στην ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Rishi Sunak μπορεί να έχει τουλάχιστον σταματήσει την περαιτέρω αποσταθεροποίηση, ιδίως μέσω των πρόσφατων διαπραγματεύσεων για το πρωτόκολλο του Windsor (αναφορικά με τις εμπορικές ρυθμίσεις της Βόρειας Ιρλανδίας), αλλά μονάχα μια κυβέρνηση, η οποία δεν περιλαμβάνει τους πλέον «τοξικούς» Συντηρητικούς, μπορεί να αρχίσει την επανάκτηση της ευρωπαϊκής εμπιστοσύνης, τοποθετώντας την πρακτική συνεργασία πάνω από την επιφανειακή ιδεολογία. Υπήρξαν τόσο δραματικές αλλαγές σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, που καθίσταται δύσκολο το να θυμηθούμε πως ήταν οι Συντηρητικοί που κάποτε οδήγησαν τη Βρετανία στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη, τόσο για τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς, όσο και τη διεύρυνση της Ε.Ε. προς τα ανατολικά, που έφερε αυξημένες (και πλέον ανεπιθύμητες) μεταναστευτικές ροές.
Οι μετέπειτα συντηρητικές δυνάμεις, ωστόσο, απεδείχθησαν καταστροφικές. Πολλοί εκπρόσωποι του κόμματος αντιμετώπισαν τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Ευρώπης ως μεγαλύτερες απειλές, για τη βρετανική κυριαρχία, ακόμη και από τον… Vladimir Putin. Παράλληλα, επιτέθηκαν στους ανθρωπιστικούς και πολιτισμικούς δεσμούς που συνδέουν το Ηνωμένο Βασίλειο με την γειτονική του ήπειρο. Η βρετανική νεολαία στερήθηκε ευκαιρίες να ταξιδέψει, να σπουδάσει, να εργαστεί και να ζήσει ελεύθερα σε όλη την Ευρώπη. Το ίδιο και η ευρωπαϊκή νεολαία, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι Βρετανοί επιστήμονες στερήθηκαν την ευκαιρία να συνεργαστούν με τους Ευρωπαίους ομόλογούς τους για χρόνια, ενώ Ευρωπαίοι και Βρετανοί καλλιτέχνες έπρεπε να περάσουν μέσα από τελωνειακούς «άθλους», ώστε να επιδείξουν το ταλέντο τους στην απέναντι όχθη της Μάγχης.
Δύναται να θεωρηθεί πως ο Boris Johnson προκάλεσε τη μεγαλύτερη ζημία, αγνοώντας τις δεσμεύσεις εκτεταμένης συνεργασίας στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας και της ασφάλειας, που είχε σκιαγραφήσει η προκάτοχός του, Theresa May (αλλά παραδόξως και ο ίδιος, ως Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση της τελευταίας). Απέρριψε την οποιαδήποτε προοπτική θεσμικής συνεργασίας με την Ε.Ε., μέχρι που κατέφθασε το ξαφνικό «ξύπνημα» του πολέμου στην Ουκρανία. Εν μία νυκτί, ακόμη και ο πιο φανατικός υποστηρικτής του Brexit συνειδητοποίησε ότι ήταν απαραίτητο να υπάρχουν άμεσοι δίαυλοι επικοινωνίας με τις Βρυξέλλες, σε ό,τι είχε να κάνει με κυρώσεις, προμήθειες όπλων, απόπειρες ανακωχής και ευρύτερης διπλωματίας.
Ο ρωσοουκρανικός πόλεμος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του ότι υπάρχουν και ευρωπαϊκές πλευρές στις οποίες θα λήψουν οι συντηρητικοί ένοικοι του αριθμού 10 της Downing Street. O Viktor Orbán, αυταρχικός και φιλορώσος ηγέτης της Ουγγαρίας, έχασε έναν χρήσιμο εταίρο στην παρακώλυση των φιλοουκρανικών αποφάσεων της Ε.Ε. Το συντηρητικό εθνικιστικό κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS)» της Πολωνίας, το οποίο καταπάτησε το κράτος δικαίου και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης πρωτού εκδιωχθεί από τους ψηφοφόρους, στις τελευταίες εκλογές, έχασε έναν πολύτιμο σύμμαχο, μαζί με τον οποίο είχε επιχειρήσει να οικοδομήσει μια συμμαχία εναντίον των παραδοσιακών ενωσιακών δυνάμεων της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Πολλοί ηπειρωτικοί Ευρωπαίοι εξακολουθούν να προσβλέπουν με ευχαρίστηση την προοπτική μιας βρετανικής επιστροφής, και όχι άδικα: η κοινή λογική της συμμαχίας με έναν ισχυρό γείτονα, μια επιπλέον δέσμευση για την εξασφάλιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας, η ενίσχυση της καθιερωμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς και οι προαναφερθείσες ελευθερίες στην επιστήμη και τον πολιτισμό, όλα τα παραπάνω αποτελούν δελεαστικά δυνητικά κέρδη. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως η Ένωση θα υποδεχθεί τους Εργατικούς με «ανοικτές αγγάλες». Κρίνεται σοφό το οι τελευταίοι να μην αναμένουν ευνοϊκές εκπτώσεις σε όρους συνεργασίας, μόνο και μόνο επειδή δεν λέγονται Tories. Η επόμενη βρετανική κυβέρνηση θα έχει πολλές ζημιές να επιδιορθώσει και θα πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα, ώστε να αποδείξει την καλή της θέληση στους Ευρωπαίους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Good riddance is Europe’s message to the Tories – but Labour shouldn’t expect any favours, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- Brexit: What is the new Northern Ireland trade deal?, BBC, διαθέσιμο εδώ
- Why the UK Has Taken Foreign Policy Out of Brexit Negotiations, Chatham House, διαθέσιμο εδώ
- Going Back: What Britain should do to join the European Union, European Policy Centre, διαθέσιμο εδώ