8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΖώντας τον ελληνικό μύθο της διασκέδασης

Ζώντας τον ελληνικό μύθο της διασκέδασης


Του Βαγγέλης Ζαμινού,

Η ευδαιμονία της αίσθησης του ελεύθερου χρόνου δίνει στον άνθρωπο την επιλογή της διασκέδασης, ως μιας νέας κοινωνικής αναζήτησης και συγκρότησης νορμών από το κοινωνικό σύνολο, με σκοπό τη δημιουργία νεωτερικών τρόπων σπατάλης του χρόνου και της κοινωνικής ζωής, που κατά κύριο λόγο διαμένει στα αστικά κέντρα της Ελλάδας και ειδικότερα στη πόλη της Αθήνας, αφού είναι αυτή που γεννά νέες νόρμες της διασκέδασης. Τα αισθήματα της χαλάρωσης, κοινωνικοποίησης, χαράς και αλλαγής της καθημερινής ρουτίνας και του ίσως μίζερου επαγγελματικού βίου που δεν έχει καμία επαφή με τον τρόπο ζωής της γενιάς των παππούδων και των προπαππούδων μας, ανθρώπων, δηλαδή, που δεν έζησαν τα χρόνια της ύστερης μεταπολίτευσης, της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου της μεσαίας τάξης που είδε την ζωή της να αλλάζει μέσα από μια εδραιωμένη δημοκρατία, αλλά και μία οικονομική ανοδική πορεία. 

Μια κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου και της διασκέδασης, λοιπόν, έχει παρατηρήσει ανά τις δεκαετίες το πως η ελληνική κοινωνία, επηρεασμένη και από διάφορες αλλαγές γύρω της, δημιουργεί τάσεις και τρόπους διασκέδασης.

Η πρώτη ματιά σε αυτό το διαγενεακό πέρασμα για την διασκέδαση αφορά την γενιά του μεσοπολέμου, αλλά και την συνέχειά της μετά τον Β’ Παγκοσμίου Πόλεμο, όταν και ξανά άρχισε να διασκεδάζει. Σε αυτό το ψηφιδωτό, υπάρχουν, πρώτα από όλα, τα καφενεία που μαζεύονται κυρίως άνδρες, πίνοντας είτε καφέ είτε τσίπουρο ή κρασί. Τα καφενεία αποτελούσαν βασικό χώρο διασκέδασης στην τότε Ελλάδα και λειτουργούσαν από το πρωί, έως και αργά το βράδυ. Το ψηφιδωτό συμπληρώνεται από τα θέατρα, που συνήθως επέλεγαν οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις, λόγω της μόρφωσης, αλλά και επειδή το τότε θεατρικό κοινό αναγνωριζόταν ως ένα σώμα με υψηλό κύρος και «γεμάτο πορτοφόλι». Επίσης, η διασκέδαση έχει από τότε πτυχές και στον νυχτερινό βίο που αναπτυσσόταν με μικρές πίστες, με ζωντανή ή και όχι μουσική, όπου κυριαρχούσε ο ρεμπέτικος (κατά καιρούς παράνομος) ήχος. Φυσικά, η έννοια της διασκέδασης δεν ήταν τόσο σημαντική και δεν είχε τόσο χώρο όσο τα επόμενα χρόνια, καθώς η κοινωνία του ‘30 και του ‘40 ήταν ακόμα πληγωμένη από τα τραύματα των πολέμων και πολωμένη από την εμφύλιο κατάσταση. Αλλά και μια πολυπληθής πλευρά της κοινωνίας δεν είχε ανακαλύψει ακόμη τη διασκέδαση, αφού δεν είχε λύσει το επισιτιστικό της πρόβλημα.

Πηγή εικόνας: kathimerini.gr /Δικαιώματα Χρήσης: ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η αλλαγή σε αυτό συμβαίνει λίγο αργότερα, τη δεκαετία του ‘50, όταν η χώρα αρχίζει ολοένα να εκσυγχρονίζεται, οπότε η διασκέδαση (ως κοινωνική κατασκευή της νεωτερικότητας) εισχωρεί όλο και σε περισσότερες κοινωνικές τάξεις. Μέχρι και το 1950-1960, η διασκέδαση με τις ποικίλες μορφές που είδαμε, συνεχίζει να υπάρχει, όμως, ακόμα αφορά τις μεγάλες πόλεις και όχι την επαρχία, αφού ο τρόπος ζωής είναι διαφορετικός. Η επαρχία ακολούθησε τα πρότυπα διασκέδασης των πόλεων τα επόμενα χρόνια, ποτέ, όμως, με την ίδια μαζικότητα, αφού οι κάτοικοι της άρχισαν ήδη να γνωρίζουν, αλλά και να γίνονται μοχλοί της μετεξέλιξης της διασκέδασης κατά τη δεκαετία της αστικοποίησης του ‘60.

Η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίζεται από μια κοινωνία σε συνεχή τροχιά εξέλιξης, απαιτήσεων και αιτημάτων από το πολιτικό σύστημα. Αυτή η τάση διαφαίνεται και στον τρόπο διασκέδασης που γίνεται πιο μαζικός ήδη από το ‘50. Η δεκαετία του ‘60, λοιπόν, δημιουργεί τάσεις στην διασκέδαση, οι οποίες βάζουν τα θεμέλια και για την πιο φιλελεύθερη Ελλάδα την περίοδο μετά την Χούντα. Από το ‘60, γίνονται αρκετά γνωστές στη χώρα ξένες μουσικές, όπως η ροκ. Για πρώτη φορά, γίνονται μεγάλες συναυλίες από συγκροτήματα και ερμηνευτές παγκόσμιας φήμης που τις αγκαλιάζει το ελληνικό κοινό. Η συνθήκη αυτή φέρνει μεγάλη διαφήμιση στη χώρα (όλοι οι ξένοι τραγουδιστές φωτογραφίζονται στην Ακρόπολη) και έτσι ανθίζει ο τουρισμός. Πλέον, οι Έλληνες ξεκινούν να έχουν και εκείνοι την κουλτούρα των διακοπών για διασκέδαση και χαλάρωση.

Πηγή εικόνας: Pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Vishnu R Nair

Η διασκέδαση, όμως, δεν μένει εκεί, παρατηρείται και το ελληνικό τραγούδι σε μαγαζιά που προτιμούν να διασκεδάζουν οι Έλληνες, όπως αυτά τα νυχτερινά κέντρα με πίστα για ζωντανή μουσική και τραγούδι. Ένας από τους πιο γνωστούς τραγουδιστές ήταν ο Ζαμπέτας. Οι νυχτερινές πίστες του 60’ είναι βασικός τρόπος διασκέδασης, αλλά και ο πρόδρομος για τα μπουζούκια του 1980 και έπειτα. Ακόμη, στην άλλη πλευρά της νυχτερινής ζωής λειτουργούν οι Μπουάτ, δηλαδή μαγαζιά με ζωντανή έντεχνη μουσική (π.χ. Φαραντούρη, Νταλάρας), ξενόφερτα φθηνά ποτά με συνήθως νεανική πελατεία. Ήταν μικρή μουσικοί χώροι που κυρίως επέλεγαν φοιτητές για την διασκέδασή τους.

Εν συνεχεία, με το τέλος της δικτατορίας, η κοινωνία, άρα και ο τρόπος διασκέδασης αυτής, απελευθερώνεται περισσότερο. Οι μουσικές και τα τραγούδια που μέχρι πριν ήταν απαγορευμένα, τώρα ακούγονται όσο ποτέ άλλοτε, και οι ερμηνευτές ή συνθέτες, όπως ο Θεοδωράκης και ο Σαββόπουλος, γίνονται είδωλα της ελευθεριακής και όχι πια οπισθοδρομικής Ελλάδας. Η έντεχνη μουσική ζει την κορύφωσή της και μαζί της φέρνει νέους καλλιτέχνες του εναλλακτικού τρόπου ζωής του έντεχνου και της ροκ, όπως η Γώγου, ο Άσιμος και ο Σιδηρόπουλος, ή αλλιώς «οι Άγιοι των Εξαρχείων», όπως είχαν χαρακτηριστεί. Οι τάσεις αυτές συνεχίζουν και τη δεκαετία του 1980, με μεγάλες συναυλίες και πάρτι όπως «το πάρτι της Βουλιαγμένης» που δεν άφησε την Αθήνα να κοιμηθεί. Η πλέον πιο ελευθεριακή κοινωνία γίνεται αισθητή και από τον κινηματογράφο που τότε ανθίζει και γίνεται θέμα συζήτησης και διασκέδασης.

Επιπλέον, η δεκαετία του 1980, αλλά και του 1990, χαρακτηρίζεται από τα νυχτερινά μαγαζιά, δηλαδή τα μπουζούκια. Η ελληνική λαϊκή μουσική εδραιώνεται από τα μπουζούκια, την ύψιστη μορφή διασκέδασης, αλλά και σπατάλης χρημάτων σε πανέρια από λουλούδια και σπάσιμο πιάτων, που γίνονται οι πιο στερεοτυπικές μορφές διασκέδασης για τον Έλληνα. Οι δύο αυτές δεκαετίες είναι τα χρόνια της ξεγνοιασιάς, ανεμελιάς μιας κοινωνίας που βλέπει το εισόδημά της να αυξάνεται και, ταυτόχρονα, τη διασκέδασή της να είναι μαζική αλλά και σπάταλη. Η κοινωνία πια ζει μια, έστω για λίγο, πιο πλούσια ζωή σε ακριβά εστιατόρια και καταναλώνει περισσότερα, ακόμα και ακριβότερα, προϊόντα, αγαθά και υπηρεσίες, ενώ ακόμη από το 80’ γίνεται συνήθεια η «βόλτα» στη καφετέρια που μέχρι σήμερα γνωρίζουμε. Παράλληλα, οι διακοπές εδραιώνονται για όλους και οι περισσότεροι μπορούν να ζήσουν στιγμές πολυτέλειας σε ένα ακριβό ξενοδοχείο.

Πηγή εικόνας: η Nαυτεμπορική /Δικαιώματα Χρήσης: Eurokinissi

Ο βίος της ευδαιμονίας σβήνει απότομα με την οικονομική κρίση του 2009. Η πολυτελής και σπάταλη διασκέδαση σταματά εδώ και για αρκετά χρόνια τείνει να εξαφανίζεται, αφού πολλά μαγαζιά βάζουν λουκέτο, η πελατεία τους ελαττώνεται και η κοινωνία δεν έχει πια τους οικονομικούς πόρους για να ξοδεύει στη διασκέδασή της.

Ωστόσο, το ισχυρό κύμα της οικονομικής κρίσης τελειώνει και η μεσαία τάξη ανασυγκροτείται. Σήμερα, παντού γύρω μας θα δούμε την νυχτερινή και μη ζωή να ζωντανεύει ξανά και περιοχές που τις δεκαετίες του ‘80, ‘90 και 2000 παράκμαζαν (Εξάρχεια, Κυψέλη, κέντρο Αθήνας) πλέον γενούν νέες τάσεις διασκέδασης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Η διασκέδαση στη παλιά Αθήνα και στον Πειραιά, ogdoo.gr, διαθέσιμο εδώ 
  • Απανεμιά – Η ιστορική μπουάτ της Αθήνας είναι ακόμα ζωντανή, popaganda, διαθέσιμο εδώ
  • Το πάρτυ της Βουλιαγμένης – 25 Ιουλίου 1983, ΕΡΤ, διαθέσιμο εδώ
  •  Η δεκαετία του 1980 και τα σκυλάδικα, τα καψουροτράγουδα, οι στίχοι και… η πολιτική αποδοχή τους, Πρώτο Θέμα, διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ευάγγελος Ζαμινός
Ευάγγελος Ζαμινός
Γεννήθηκε το 2001, διαμένει στο κέντρο της Αθήνας και είναι φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, με κατεύθυνση στην Πολιτική Ανάλυση και κλίση σε ζητήματα που αφορούν την πολιτική επικαιρότητα και τη διαμόρφωση της πολιτικής κοινής γνώμης. Στον ελεύθερό του χρόνο διαβάζει βιβλία και του αρέσει να ταξιδεύει.