Της Ελένης Κάζου,
Σε προηγούμενο άρθρο αναλύθηκε το καθήκον της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου καθώς και η ειδική διαδικασία που ακολουθείται στην περίπτωση που αυτός απουσιάζει και κατηγορείται για πλημμέλημα. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστεί η ιδιαίτερη δικονομική μεταχείριση του απόντος κατηγορούμενου για κακούργημα, η οποία τυποποιείται στα άρθρα 432 έως 435 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η ειδική διαδικασία που θα ακολουθηθεί εξαρτάται από το εάν ο κατηγορούμενος είναι γνωστής ή άγνωστης διαμονής. Η ειδική διαδικασία επί κατηγορούμενου αγνώστου διαμονής προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 432 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ειδικότερα, για να κριθεί ένας κατηγορούμενος ως άγνωστης διαμονής πρέπει να έχουν εξαντληθεί από την εισαγγελική αρχή όλες οι πρόσφορες δυνατότητες αναζήτησης του στη διεύθυνση κατοικίας που αναγράφεται στην έγκληση ή μήνυση, ενώ, αν αυτός είναι άγνωστος στη διεύθυνση αυτή, πρέπει να αναζητηθεί και σε όποια άλλη διεύθυνση προκύπτει από διαθέσιμα στοιχεία. Βέβαια, καταρχήν κάθε κατηγορούμενος που εμφανίζεται ενώπιον του ανακριτή κλητεύεται στο ακροατήριο ως γνωστής διαμονής. Για αυτό στην πράξη ως άγνωστης διαμονής κρίνεται ο κατηγορούμενος σε βάρος του οποίου εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης το οποίο εκδόθηκε επειδή αυτός δεν εμφανίστηκε από απείθεια ενώπιον του ανακριτή.
Αν ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος δεν παρουσιαστεί ούτε συλληφθεί μέσα σε ένα μήνα από την έγκυρη επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, τότε αναστέλλεται η διαδικασία στο ακροατήριο με διάταξη του εισαγγελέα εφετών, ωσότου συλληφθεί ή εμφανιστεί ο κατηγορούμενος. Οι ανωτέρω διατάξεις επιδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 157 ΚΠΔ. Από τότε που επιδόθηκαν κατά το άρθρο 432 οι διατάξεις για την αναστολή και κάθε χρόνο, γίνεται επίδοση τους κατά το άρθρο 167 και κοινοποίηση τους με την επιμέλεια του εισαγγελέα εφετών, σε όλες τις αστυνομικές αρχές του κράτους που προσκαλούνται να συλλάβουν τον κατηγορούμενο. Στην περίπτωση που μαζί με το κακούργημα συντρέχει και συνάφεια με πλημμέλημα, για το μεν κακούργημα διατάσσεται η αναστολή της διαδικασίας ενώ το συναφές πλημμέλημα παραπέμπεται, με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης ειδικής ρύθμισης, να δικαστεί στο αρμόδιο με τις κοινές διατάξεις δικαστήριο, καθώς εξέλιπαν οι λόγοι της συνάφειας (άρθρο 131 ΚΠΔ).
Από την άλλη, όταν ο παραπεμπόμενος για κακούργημα είναι ή θεωρείται γνωστής διαμονής δικάζεται σαν να ήταν παρών («ωσεί παρών») αν κλητεύθηκε νόμιμα και έχει ενημερωθεί ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης του ή μη εκπροσώπησης του θα δικαστεί ερήμην. Η ενημέρωση αυτή ισχύει σε κάθε επόμενη διαδικαστική φάση και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης σε πρώτο βαθμό (432 παράγραφος 2 ΚΠΔ). Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο δεν υποχρεούται να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο στον ερήμην δικαζόμενο κατηγορούμενο. Ακόμα και αν διορισθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο συνήγορος, δεν θα πρόκειται για εκπροσώπηση του κατηγορούμενου αλλά για μια υποτιθέμενη νομική υποβοήθηση της θέσης του, για αυτό και πάλι θεωρείται ότι δικάζεται ερήμην.
Αν η απουσία του κατηγορούμενου οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας του παρέχεται η δυνατότητα της αίτησης ακυρώσεως της διαδικασίας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 435 ΚΠΔ. Συγκεκριμένα: Αν ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε, κατ’ άρθρα 432 παράγραφος 2 ή 433 ΚΠΔ, από λόγους ανώτερης βίας ή από άλλα ανυπέρβλητα αίτια δεν μπόρεσε εγκαίρως να γνωστοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο στο δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης του στη δίκη και να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης (άρθρο 349 ΚΠΔ), μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας που πραγματοποιήθηκε χωρίς την παρουσία του ή την εκπροσώπηση του από συνήγορο. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την έκδοση της και αναφέρει τους λόγους ανωτέρας βίας ή το ανυπέρβλητο κώλυμα.
Η αίτηση αυτή ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την αντίστοιχη ρύθμιση επί των πλημμελημάτων του άρθρου 341. Διαφέρει, ωστόσο, από την τελευταία ως προς το ότι η ακύρωση εδώ δεν προϋποθέτει ανέκκλητη απόφαση. Η αίτηση δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης, μπορεί, ωστόσο, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μόλις υποβληθεί η αίτηση για ακύρωση, να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης, έως ότου εκδικασθεί το αίτημα. Σε περίπτωση, πάντως, που δεν χορηγήθηκε η αναστολή, ο αιτών μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο ή, αν αυτό δεν συνεδριάζει, στο δικαστικό συμβούλιο μέσα σε δύο ημέρες. Αν γίνει δεκτή η αίτηση, ακυρώνεται η απόφαση που προσβάλλεται και διατάσσεται η νέα συζήτηση της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο, κατά την οποία ο κατηγορούμενος οφείλει να προσέλθει χωρίς να κλητευθεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 10η έκδοση, Αθήνα, 2021, Εκδόσεις Σάκκουλα.
- Αργύριος Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 7η έκδοση, Αθήνα, 2020, Νομική Βιβλιοθήκη.