17.1 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο δικαίωμα δικαστικής προστασίας υπό το πρίσμα του άρθρου 20 του Συντάγματος

Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας υπό το πρίσμα του άρθρου 20 του Συντάγματος


Της Τάνιας Στέφου,

Μια από τις σπουδαιότερες καινοτομίες του τελευταίου συντάγματος σε σχέση με τα προηγούμενα είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας στο άρθρο 20 παράγραφος 1. Το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα κλασικά ατομικά δικαιώματα, καθώς αποτελεί τη βάση για την αποτελεσματική προστασία των φορέων τους μέσω της δικαστικής οδού. Παράλληλα, γίνεται αντιληπτό ως το δικαίωμα του καθενός για ίση πρόσβαση στη δικαιοσύνη δίχως την ύπαρξη ρητρών αποκλεισμού. Έτσι, υπάγεται στο status negatives. Η άσκηση του αποτελεί επιτακτική συμμετοχή του φορέα του στη διαμόρφωση της πολιτειακής βούλησης, καθώς τα δικαστήρια συγκαταλέγονται μεταξύ των εκφραστών της. Συνεπώς, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα πολιτικό δικαίωμα. Παρόλα αυτά, η παροχή δικαστικής προστασίας προϋποθέτει την δημιουργία ενός μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης και άρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα είδος κοινωνικής παροχής. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα πολυμορφικό δικαίωμα.

Τα δικαστήρια στα οποία εγγυάται την πρόσβαση το άρθρο 20 είναι τα κρατικά Ελληνικά δικαστήρια τα οποία συγκροτούνται από δικαστικούς λειτουργούς που χαίρουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις που προβλέπονται ρητά στο σύνταγμα. Μη κρατικά δικαιοδοτικά όργανα όπως, π.χ., τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, τα διεθνή δικαστήρια κ. ο. κ. δεν υπάγονται εδώ.

Η παροχή δικαστικής προστασίας υλοποιείται με την έκδοση απόφασης με βάση την διαδικασία του άρθρου 93 παράγραφος 2 και 3 του Συντάγματος. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας διαφέρει από το δικαίωμα ακροάσεως ενώπιον των δικαστηρίων. Το πρώτο θεμελιώνει την αξίωση του ενδιαφερόμενου να απευθυνθεί στην δικαιοσύνη, ενώ το δεύτερο το δικαίωμα των διάδικων να αναπτύξουν τις απόψεις τους σχετικά με τα πραγματικά και νομικά ζητήματα. Τα δικαιώματα αυτά είναι μεταξύ τους αλληλένδετα, αφού η δικαστική ακρόαση προϋποθέτει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Το άρθρο 20 παράγραφος 1 δεν καθιερώνει κανένα ένδικο βοήθημα η μέσο. Η in cocreto παροχή δικαστικής προστασίας προϋποθέτει την ύπαρξη δικονομικής διάταξης από την κοινή νομοθεσία που να κατοχυρώνει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Προκειμένου να εκπληρωθεί ο σκοπός της συνταγματικής διάταξης, πρέπει η δικαστική προστασία να κρίνεται αποτελεσματική.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Christian Wasserfallen

Αποτελεσματική είναι η δικαστική προστασία όταν παρέχεται σε οριστικό επίπεδο, σε εύλογο χρονικό διάστημα και υπάρχει παράλληλα η δυνατότητα για προσωρινή παροχή της, για να αποφευχθούν ανεπανόρθωτες ζημίες. Άρα, από το άρθρο 20 παράγραφος 1 πηγάζει το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας. Το υποκείμενο του δικαιώματος δικαστικής προστασίας είναι ο καθένας, δηλαδή οι Έλληνες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου και οι αλλοδαποί.

Φορέας του δικαιώματος είναι και εκείνος εναντίον του οποίου ζητείται η δικαστική προστασία εξίσου με τον αιτούντα. Έτσι, από το άρθρο 20 του Συντάγματος παράγραφος 1 απορρέει η αρχή της ισότητας των διαδίκων. Το άρθρο 20 παράγραφος 1 δεν παρέχει αξίωση δικαστικής διάγνωσης οποιασδήποτε ποιοτικής σχέσης παρά μόνο όσων άμεσα και προσωπικά συνδέονται με τον ενδιαφερόμενο, έτσι ώστε να θίγονται τα συμφέροντα του. Όταν στο άρθρο 20 παράγραφος 1 γίνεται αναφορά σε δικαιώματα η συμφέροντα, δεν περιλαμβάνονται έμμεσα και αντανακλαστικά συμφέροντα, όπως των πολιτών στην συνταγματική διακυβέρνηση της χώρας. Το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος εγγυάται την ελεύθερη πρόσβαση στην δικαιοσύνη ως εκδήλωση της κρατικής λειτουργίας. Αυτό σημαίνει ότι ο φορέας του ουσιαστικού δικαιώματος δικαιούται να προσφύγει στη δικαιοσύνη για να τον προστατεύσει κατόπιν άσκησης των αναγκαίων ενδίκων μέσων. Δεν μπορεί, επομένως, να αναθέτει σε τρίτα πρόσωπα δικαιώματα δικαστικής επιδίωξης της ικανοποίησης του δικαιούχου, εκτός αν πρόκειται για άτομα που δεν μπορούν να επιμεληθούν της υποθέσεις τους για λόγους ψυχικής υγείας. Παραίτηση από το δικαίωμα επιτρέπεται ad hoc και όχι γενικά για το μέλλον.

Η υποβολή αιτήματος δικαστικής προστασίας δε δημιουργεί αυτοτελώς τεκμήριο βασιμότητας του ενδίκου βοηθήματος και ο νομοθέτης δεν έχει συνταγματική υποχρέωση να προβλέψει ως συνέπεια της ασκήσεις ενδίκου βοηθήματος το ανασταλτικό του αποτέλεσμα (ΣτΕ 3129/2002). Όμως, η δικαστική προστασία θα καταντούσε φενάκη εάν δεν είχε ενσωματωμένο και το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας. Τετελεσμένα γεγονότα θα μπορούσαν να παρουσιαστούν στο μεσοδιάστημα τα οποία αδυνατούν να ανατραπούν για πραγματικούς λόγους. Προσωρινή προστασία κατά των αρνητικών πράξεων της διοίκησης δεν υπάρχει στην νομολογία. Η αναστολή της διοικητικής πράξης γίνεται δεκτή ώστε να διατηρηθεί η κατάσταση που επικρατεί χωρίς τη δυνατότητα δημιουργίας νέας, αφού σε αυτή την περίπτωση ο δικαστής θα υποκαθιστούσε τη διοίκηση στα έργα της κατά παρέκκλιση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 του Συντάγματος).

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: KATRIN BOLOVTSOVA

Στους περιορισμούς του δικαιώματος δικαστικής προστασίας συγκαταλέγονται τα χρηματικά παράβολα υπέρ του Δημοσίου και το δικαίωμα της διαφορετικής προθεσμίας παραγραφής για το Δημόσιο και τους ιδιώτες. Με νομοθετική ρύθμιση πραγματοποιείται η κατάργηση των δικών καθώς και η ρύθμιση των ατομικών περιπτώσεων. Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου που απορρέουν από το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος στην ποινική δίκη αφού αυτός βρίσκεται σε επικίνδυνη θέση, αναφέρονται ως εξής: πληροφόρηση για την κατηγορία, προστασία της υπεράσπισης, υπεράσπιση αυτοπρόσωπη η με συνήγορο, εξέταση μαρτύρων, δωρεάν διερμηνεία, μη αυτοενοχοποίηση, δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας, ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Κώστας Χ. Χρυσόγονος – Σπύρος Β. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η αναθεωρημένη έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2017.
  • Πάνος Λαζαράτος, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, 4η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2023.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Τάνια Στέφου
Τάνια Στέφου
Γεννήθηκε το 2002, κατάγεται από τα Γρεβενά και κατοικεί στη Θεσσαλονίκη. Είναι 4ετής φοιτήτρια Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει γνώσεις αγγλικής και γαλλικής γλώσσας. Την ενδιαφέρει, κυρίως, το αντικείμενο του Ποινικού, αλλά και του Δημοσίου Δικαίου.