Της Μαρίας Κουλούρη,
Η περίοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει εμπνεύσει πολλούς συγγραφείς του διεθνούς λογοτεχνικού χώρου, κυρίως λόγω της ταραχώδους πολιτικής και κοινωνικής ζωής του εκάστοτε σουλτάνου. Η «επεισοδιακή» ζωή του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ Β’, ο οποίος ηγήθηκε της αυτοκρατορίας την περίοδο 1876-1909, περιγράφεται στο βιβλίο του Ζουλφί Λιβανελί Στη ράχη της τίγρης, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της σημαντικής μεταφράστριας από την τούρκικη γλώσσα, Φραγκώ Καράογλαν.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, Ζουλφί Λιβανελί (Zülfü Livaneli), γεννήθηκε στις 20 Ιουνίου του 1946 στην πόλη Ilgın της Τουρκίας και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών της γειτονικής χώρας. Είναι ίσως ο γνωστότερος μουσικοσυνθέτης της Τουρκίας, έχοντας διεθνείς συνεργασίες στο ενεργητικό του, με καλλιτέχνες όπως οι Joan Baez, Μαρία Φαραντούρη, Maria del Mar Bonet, Udo Lindenberg, Χάρις Αλεξίου και, φυσικά, οι Μίκης Θεοδωράκης και Μάνος Χατζιδάκις. Ως συγγραφέας, παρουσιάζει ευρύ έργο επιτυχημένων μυθιστορημάτων όπως τα: Μεγάλος Ευνούχος της Κωνσταντινούπολης (2000), Το σπίτι στον Βόσπορο (2006), H ιστορία του αδερφού µου (2013), Οτέλ Κονσταντίνιγε (2015), Ανησυχία (2018) και Ο ψαράς κι ο γιος του (2022).
Ο σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ Β’ αποτέλεσε έναν από τους πιο φιλελεύθερους σουλτάνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος εξορίστηκε από τον αδερφό του, Μεχμέτ Ρεσάτ Ε’, το 1909. Τότε, λοιπόν, ο Αμπντουλχαμίτ εξορίστηκε από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και το υπηρετικό του προσωπικό, κατοικώντας σε μια άδεια παλιά έπαυλη της πόλης, που τελούσε ακόμα υπό οθωμανική κατοχή (απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912). Η έπαυλη αυτή δεν είχε έπιπλα, κρεβάτια και ζεστό νερό, ενώ η διαθέσιμη τροφή ήταν περιορισμένη. Η ήδη κακή κατάσταση της υγείας του σουλτάνου επιβαρύνθηκε περισσότερο λόγω των δυσμενών συνθηκών διαμονής, αφού έπασχε από βρογχίτιδα και γαστρεντερικά προβλήματα. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του, ζήτησε να του φέρουν από την Κωνσταντινούπολη τον παπαγάλο του -επί χρόνια το κατοικίδιό του-, αλλά και τα ξυλουργικά του εργαλεία, εφόσον ο σουλτάνος είχε ιδιαίτερη αγάπη στην κατασκευή επίπλων. Αξίζει να σημειωθεί πως λίγο μετά την εξορία του, η οικογένειά του κλήθηκε πίσω στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να μείνει ο Αμπντουλχαμίτ μόνος του. Η μόνη που δεν τον εγκατέλειψε ήταν μια από τις συζύγους του, η Μουφσικά.
Η συνεχής επιδείνωση της υγείας του Αμπντουλχαμίτ οδήγησε στη μετακίνηση ενός στρατιωτικού γιατρού, του Ατίφ, από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό τη φροντίδα του τέως σουλτάνου αλλά και της πολυμελούς οικογένειάς του. Ο γιατρός αυτός, προερχόμενος από το περιβάλλον του Μεχμέτ Ρεσάτ, μισούσε θανάσιμα τον Αμπντουλχαμίτ και το έργο του. Παρά την αρχική του αντιπάθεια προς το πρόσωπο του Αμπντουλχαμίτ, ο Ατίφ αναπτύσσει σταδιακά φιλικές και στενές σχέσεις με τον τέως σουλτάνο, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να γράψει ο ίδιος τα απομνημονεύματα του Αμπντουλχαμίτ, κρατώντας ενός είδους ημερολόγιο από την περίοδο που έμεινε μαζί του, στο οποίο περιγράφονταν αναδρομικά και στιγμές από το παρελθόν του σουλτάνου, όπως τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι και το Λονδίνο. Η εξορία και η παραμονή στη Θεσσαλονίκη του Αμπντουλχαμίτ θα σταματήσει ύστερα από περίπου τριάμισι χρόνια, όταν η πόλη θα προσαρτηθεί στην Ελλάδα, έπειτα από την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο το 1912. Έτσι, ο τέως σουλτάνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και διέμεινε έως το τέλος της ζωής του, το 1918.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημα που συναρπάζει τον αναγνώστη μέσα από την παραστατική αφήγησή του. Το βιβλίο παρουσιάζει τη ζωή ενός ιστορικού προσώπου με λογοτεχνικά στοιχεία, ενώ η αφήγηση είναι γραμμική, με μια μικρή αναδρομή στο τέλος, όπου περιγράφονται τα νεανικά χρόνια του σουλτάνου.