Του Κωνσταντίνου Μπαρτζώκα,
Τις τελευταίες δεκαετίες, χάρη στα κινήματα του φεμινισμού και το “Me too”, προχωράμε με αργά βήματα προς μία κοινωνία, όπου οι γυναίκες διεκδικούν την ισότητά τους και μπορούν να καταγγείλουν την παρενόχληση που δέχονται στον επαγγελματικό χώρο, αλλά και γενικότερα. Το ότι δε βρίσκουν πάντα το δίκιο τους, παλαιότερα, πίστευα ότι οφείλεται απλά στο ότι η κοινωνία προχωρά με αργά βήματα και ότι με τον καιρό θα υπάρχει μεγαλύτερη εξέλιξη και περισσότερη υποστήριξη προς τις γυναίκες και τα θύματα, όσο ο κόσμος μορφώνεται και παλεύει για τα δικαιώματά του. Και ενώ αυτό ισχύει και έτσι πράγματι προχωρά η κοινωνία, όσο διαβάζω, αντιλαμβάνομαι ότι βρίσκονται και άλλοι παράγοντες στη μέση και κυρίως αυτός της εξουσίας. Tο θέμα της εξουσίας ισχυρών ανδρών είναι μεγάλο και όταν αυτοί απειλούνται, μπορούν να κάνουν τη ζωή άλλων ανθρώπων πολύ δύσκολη, ακόμα και να επέμβουν στη διαδικασία απόδοσης της δικαιοσύνης. Οπότε εκεί, πρέπει να υπάρξει εστίαση και βοηθάει να βλέπουμε το συγκεκριμένο θέμα με όρους δύναμης και εξουσίας, γιατί δίνει πολλές απαντήσεις.
Ας δούμε μερικούς από τους λόγους, που πολλές γυναίκες διστάζουν να καταγγείλουν την παρενόχληση στον εργασιακό χώρο. Υπάρχει αρχικά ο φόβος των «αντιποίνων» από τους προϊστάμενους, αλλά και από τους συναδέλφους. Και ως «αντίποινα», δεν εννοούμε μόνο άμεσα και φανερά, την απόλυση από τη δουλειά. Μπορεί να είναι και έμμεσα, «λεπτά», όπως για παράδειγμα, μειωμένες ευκαιρίες ανέλιξης στον συγκεκριμένο χώρο, ανάθεση περισσότερων υπερωριών ή δύσκολων, ανεπιθύμητων εργασιών αναλογικά με τους υπόλοιπους, αποκλεισμός από σημαντικά πρότζεκτ ή μίτινγκ, απόκρυψη πληροφοριών που γνωρίζει η υπόλοιπη ομάδα. Μπορεί, επίσης, κάποια ή κάποιος να αρχίσει να λαμβάνει αρνητικές αξιολογήσεις ή οι επόπτες να κάνουν πολύ ενδελεχείς ελέγχους ή να επιπλήττουν περισσότερο για μικρο-λαθάκια και έτσι να δημιουργούν μια πολύ πιεστική και τοξική ατμόσφαιρα. Αυτά είναι κάποια παραδείγματα, σχετικά με το πώς μπορεί να αλλάξει το εργασιακό περιβάλλον μετά από αναφορά ή καταγγελία για παρενόχληση, είτε σεξουαλική είτε οποιαδήποτε άλλη (bullying, λεκτική βία κτλ.). Αυτό συμβαίνει όταν υπονομεύεται η εξουσία ανώτερων, οι οποίοι «λύνουν και δένουν» και έχουν τον έλεγχο. Το κλίμα στον εργασιακό χώρο αλλάζει και το νιώθει κανείς, αλλά όλα γίνονται υποδόρια και δεν υπάρχουν στοιχεία, για να το αναφέρει κανείς σαν πρόβλημα.
Και τι συμβαίνει στην περίπτωση που η παρενόχληση δεν προέρχεται από άτομο εξουσίας (προϊστάμενο, αφεντικό κτλ.), αλλά από κάποιον συνάδελφο; Αυτός ο συνάδελφος δε θα κάνει κάτι, αν ξέρει ότι κινδυνεύει η θέση του. Μπορεί να είναι φίλος του αφεντικού ή αγαπητός μεταξύ των υπόλοιπων εργαζομένων και έτσι θα έχει την υποστήριξή τους, σε περίπτωση που συμβεί κάτι. Και έτσι μπορεί να κάνει πειράγματα, αστειάκια, περίεργα βλέμματα και κινήσεις. Ξέρει μέχρι πού τον παίρνει να τα κάνει αυτά. Μέχρι εκεί που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι, γιατί «απλά κουβεντιάζανε» και «ήταν μέρος της συζήτησης» ή «έτσι είναι το χιούμορ του» και φυσικά «δεν την άγγιξε». Και ποιον θα πιστέψουν οι άλλοι, τον αγαπητό συνάδελφο, ή τη φοβισμένη, ίσως καινούργια στον χώρο, ανασφαλή, φαντασμένη (;), πονηρή (και ένα σωρό άλλα επίθετα) υπάλληλο; Και για να μην στραφούν μετά όλοι εναντίον της και να την κοιτάνε με μισό μάτι, πολλές γυναίκες επιλέγουν να κάνουν τα στραβά μάτια στην παρενόχληση, ακόμα κι αν κρατάει για καιρό, για μήνες. Αν ξέρεις ότι βρίσκεσαι σε ένα εχθρικό και προβληματικό περιβάλλον, δεν υπάρχει ο χώρος να εκφραστείς.
Τέτοιες περιπτώσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως απάντηση σε όσους λένε, ότι οι γυναίκες απέκτησαν ισότητα στον εργασιακό χώρο και ότι τώρα απλά γκρινιάζουν και ζητούν υπερβολικά. Το να εργάζεσαι χωρίς να δέχεσαι παρενόχληση δεν είναι παράλογη απαίτηση, είναι το φυσιολογικό, το νορμάλ, πρέπει να εξυπακούεται! Η κοινωνία, όμως, παρά τη συχνότητα των παρενοχλήσεων και βιασμών, που συμβαίνουν στις γυναίκες (και σε άνδρες), συνεχίζει ακόμα να μην τις πιστεύει και να συγχωρεί και να αθωώνει τους έχοντες την εξουσία. Και δείχνει το δάχτυλο στα θύματα και τα κατηγορεί ότι ψεύδονται, ότι φταίνε, ότι «πήγαιναν γυρεύοντας», ότι κατά βάθος το ήθελαν και ένα σωρό άλλα πράγματα, γεμίζοντας τα με ντροπή και αυτοαπέχθεια, με δισταγμό να καταγγείλουν, ακόμα και την πεποίθηση ότι είχαν άδικο και ότι πράγματι δεν υπήρξε παρενόχληση, καταλήγοντας να νομίζουν ότι ήταν η ιδέα τους. Και αυτό είναι μέρος του σχεδίου.
Αν το θύμα νιώθει ένοχο γι’ αυτό που του συμβαίνει, χάνει τη δύναμή του να μιλήσει και να καταγγείλει. Μπαίνει στο παιχνίδι έτσι και η ψυχολογική καταπίεση, η οποία είναι και o πιο ισχυρός τρόπος να περιορίζεις κάποιον. Και για να καταφέρεις αυτή την ιδεολογική καταπίεση, πρέπει να διαμορφώσεις ιδεολογίες, να χτίσεις το “narrative” και να το ελέγχεις μέχρι να ριζώσει στην κοινωνία. Ένας μεγάλος αριθμός γυναικών, παρόλο που βιώνει παρενόχληση και καταπίεση ή τη βλέπει να συμβαίνει σε άλλες γυναίκες και που κατά βάθος ξέρει, ότι όσες καταγγέλλουν λένε την αλήθεια, συνεχίζει να υποστηρίζει τους θύτες, λόγω της εσωτερικευμένης πατριαρχίας, του μισογυνισμού και του σεξισμού. Μέχρι που οι περίεργες συμπεριφορές των θυτών «κανονικοποιούνται» και θεωρούνται φυσιολογικές («γιατί έτσι είναι οι άνδρες, τι να κάνουμε;»). Μόνο έτσι μπορεί να λειτουργήσει το πράγμα και να συνεχίσει ο φαύλος κύκλος της παρενόχλησης, με τη «συνεργασία», τη συναίνεση και τη σιωπή άλλων γυναικών.
Πίσω πάλι στο χώρο της εργασίας, σε περίπτωση αναφοράς ή καταγγελίας, η γραφειοκρατία μπορεί να είναι περίπλοκη και η διαδικασία μακράν και αναποτελεσματική. Μπορεί να εκθέτει το θύμα ακόμα περισσότερο ή να το αποθαρρύνει. Και αυτό είναι μέρος του σχεδίου, είναι αυτό που αναφέραμε προηγουμένως, ότι οι θύτες εξουσίας μπορούν να επέμβουν στη διαδικασία και να την κάνουν πιο δύσκολη για τα θύματα. Μπορούν, επίσης, σε περίπτωση έρευνας από την αστυνομία, να διαστρεβλώσουν την αλήθεια, να κρύψουν στοιχεία (π.χ. από κάμερες) και να απειλήσουν τη διαφάνεια της έρευνας. Χάνεται, επομένως, η εμπιστοσύνη των θυμάτων στο σύστημα. Οι θύτες μπορούν, ακόμα, να χρησιμοποιήσουν τον ισχυρό κύκλο που διαθέτουν, για να πιέσουν το θύμα, ακόμα και να κάνουν μήνυση για δυσφήμηση. Να κάνουν συμφωνίες τύπου «εντολές φίμωσης» (“Gag Order”) και «Συμφωνίες Εμπιστευτικότητας» (“NDA”) και να εμποδίσουν το θύμα από το να μιλήσει δημόσια, επιτρέποντας στους παρενοχλητές να συνεχίσουν την ανάρμοστη συμπεριφορά τους.
Γιατί μπορούν να το κάνουν. Μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον τύπο, τα μέσα και τις διάφορες πλατφόρμες, για να απορρίψουν τις κατηγορίες, να δικαιολογηθούν και να επιρρίψουν τις κατηγορίες στο θύμα που τους κατηγορεί άδικα και πάλι με τον δικό τους τρόπο να αποκτήσουν την εύνοια του κόσμου. Έτσι, διαμορφώνοντας και ελέγχοντας το narrative, την αφήγηση, την ιστορία, έχουν επίδραση και στη δικαστική διαδικασία, καθώς η δική τους πλευρά της πραγματικότητας είναι η επικρατούσα, αυτή που ακούγεται περισσότερο και αυτή στην οποία τελικά βασίζεται η δικαιοσύνη. Βέβαια, όλα αυτά που λέμε είναι λίγο γενικά και θεωρητικά, τα πάρε-δώσε με τον τύπο και τις νομικές διαδικασίες μπορεί να αφορούν άτομα υψηλής κοινωνικής θέσης που έχουν δημόσια παρουσία (όπως ο Epstein, ο Weinstein, o R. Kelly, ακόμα και ο Trump) και πολιτική, οικονομική ή πολιτισμική ισχύ. Φυσικά και όσο πιο ισχυρός ο θύτης, τόσο πιο δύσκολα βρίσκεις το δίκιο σου, αλλά είτε πρόκειται για μεγιστάνες, είτε για απλούς επιχειρηματίες ή για τους ιδιοκτήτες μικρών, τοπικών επιχειρήσεων, ο καθένας θα προσπαθήσει με τον δικό του τρόπο να προστατέψει τον εαυτό του, δε θα σηκώσει τα χέρια ψηλά και θα παραδοθεί. Και αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσει το θύμα, ότι ο δρόμος για τη δικαιοσύνη δυστυχώς δεν είναι πάντα εύκολος και χρειάζεται επιμονή.
Τώρα, ως προς τη λύση του προβλήματος, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι θα πρέπει να υπάρχει διαφάνεια σε όλες τις διαδικασίες, να δημιουργηθούν ασφαλή εργασιακά περιβάλλοντα, όπου υπάρχει εμπιστοσύνη και οι άνθρωποι να σταματήσουν να στιγματίζουν τα θύματα παρενόχλησης ,που βρίσκουν το θάρρος και μιλάνε για αυτό. Αλλά επειδή είναι θεωρητικά αυτά και θα αργήσουν να επέλθουν αν δεν τα επιδιώξουμε ενεργά ως κοινωνία, πρέπει ο καθένας να παίρνει ατομικά μέτρα. Πρέπει να κρίνει κανείς στη δουλειά του το περιβάλλον, αν αποτελείται από άτομα εμπιστοσύνης. Αν αυτό δε συμβαίνει, και οι συνάδελφοι και το αφεντικό είναι «παράξενοι», το καλύτερο είναι ίσως να αλλάξει κανείς δουλειά, γιατί μόνο χειρότερα μπορεί να γίνει, όχι καλύτερα. Έχουμε στην Ελλάδα την κουλτούρα της απελπισίας στην εργασία, λόγω της ανεργίας, και ότι αν βρούμε μια δουλειά δεν πρέπει να την αφήσουμε, γιατί δε θα βρούμε τίποτα άλλο, θα χάσουμε τα πάντα. Ωστόσο, δεν ισχύει αυτό.
Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες εκεί έξω και υπάρχουν πάρα πολλές δουλειές με εξαιρετικά αφεντικά που παλεύουν για την ευημερία των εργαζομένων, αλλά και φανταστικούς, ευαισθητοποιημένους υπαλλήλους, οι οποίοι νοιάζονται ο ένας για τον άλλον. Και σε τέτοιο περιβάλλον πρέπει να επιδιώκουμε να είμαστε. Η δουλειά είναι μεγάλο μέρος της ζωής μας και μας αξίζει ό,τι καλύτερο!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Why it’s getting harder for some women to report harassment, BBC.com, διαθέσιμο εδώ
- 4 Reasons women don’t report sexual harassment, Katzmelinger.com, διαθέσιμο εδώ