Της Αλεξίας Κυριαζοπούλου,
Όπως είναι γνωστό, στον πόλεμο του 1870 οι Γερμανοί νίκησαν τους Γάλλους. Από τότε έως το 1893 είχαν περάσει είκοσι χρόνια και οι Γάλλοι διψούσαν να εκδικηθούν τους Γερμανούς, αλλά οι τελευταίοι φρόντιζαν με κάθε τρόπο και μέσο να οργανωθούν, για να μπορούν να τους αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Ήταν φανερό πως θα ακολουθούσε ένας νέος πόλεμος. Ωστόσο, σε όλη την Ευρώπη γίνονταν διπλωματικές ζυμώσεις σε μεγάλη έκταση κι οι περισσότερες απ’ αυτές κατέληγαν σε συνθήκες φιλίας και σε υποσχέσεις συμμαχίας και ειρήνης. Η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά ηλεκτρισμένη, γιατί όλες αυτές οι κινήσεις φανέρωναν πως ο πόλεμος δε θα αργούσε να ξεσπάσει.
Η συμμαχία ανάμεσα σε Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Ιταλία είχε αρχίσει να ανησυχεί τους Γάλλους, που φοβόντουσαν μήπως χάσουν την κυριαρχία τους στις αποικιοκρατούμενες περιοχές. Η Γερμανία φρόντιζε με κάθε τρόπο να αναδιοργανώσει μια μυστική υπηρεσία που φάνηκε αρκετά βοηθητική το 1870 μιας και έφερε την πολυπόθητη νίκη. Η υπηρεσία αυτή ήταν η αντικατασκοπεία που κατάφερε να απλωθεί όχι μόνο στο Παρίσι, αλλά σε ολόκληρη τη γαλλική επικράτεια. Η έδρα της υπηρεσίας αυτής ήταν στο Υπουργείο Στρατιωτικών του Βερολίνου και η οργάνωσή της ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστη. Από το Βερολίνο έφευγαν μυστηριώδεις διαταγές και έφταναν κατά τρόπο εντελώς άγνωστο στα όργανα της αντικατασκοπείας.
Γράμματα που χρησιμοποιούνταν με «αόρατη» μελάνη, κρυπτογραφημένα τηλεγραφήματα που χρειάζονταν ειδικοί κώδικες, για να αποκρυπτογραφηθούν, ψευδώνυμα, μυστηριώδη συνθήματα και σύμβολα ακόμα και ερωτικές επιστολές που έκρυβαν στις φράσεις τους ολόκληρες περιγραφές των γαλλικών οχυρωματικών έργων, ήταν λίγα από τα μέσα που χρησιμοποιούσαν. Το δίκτυο των πρακτόρων της Γερμανίας είχε τη μεγαλύτερη δράση του στο Παρίσι και στόχος του ήταν το Υπουργείο Στρατιωτικών και το Γενικό Επιτελείο. Οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν οποιουδήποτε μέσο, για να μπορούν να αποσπάσουν πληροφορίες και όπου δεν τα κατάφερναν οι άντρες κατάσκοποι, επιστρατεύονταν γυναίκες. Η Γαλλική αντικατασκοπεία δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτή τη δράση. Έτσι οργάνωσε μια υπηρεσία πληροφοριών, η οποία είχε δύο κλάδους. Ο ένας ήταν να εξουδετερώσει τη γερμανική αντικατασκοπεία με αντικατασκοπεία που στόχο είχε να αποκαλύπτει εκείνους που πρόδιδαν τα μυστικά της Γαλλίας, αλλά και να πετύχει να αποκτήσει μυστικά του γερμανικού επιτελείου, πράγμα δύσκολο αν όχι αδύνατο. Ωστόσο, η γαλλική αντικατασκοπεία κατόρθωσε να ανακαλύψει αρκετούς προδότες, με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να καταδικαστούν. Ήταν, όμως, όλοι ένοχοι για εσχάτη προδοσία;
Πρέσβης της Γερμανίας στο Παρίσι ήταν ο κόμης Φον Μόνστερ. Μαζί του υπηρετούσε και ο συνταγματάρχης Μαξιμιλιανός Σβαρτσκόππεν, ο οποίος εκτός από τη δουλειά του στη γερμανική πρεσβεία, κατασκόπευε τη γαλλική πλευρά με μεγάλη επιτυχία, ενώ στη μεγάλη λίστα των πληροφοριοδοτών του ανήκαν και Γάλλοι υπάλληλοι του Υπουργείου Στρατιωτικών. Η υπηρεσία στατιστικής γρήγορα αντιλήφθηκε την κατασκοπεία, αναθέτοντας στη Γαλλίδα μαντάμ Μπαστιάν —καθαρίστρια στη γερμανική πρεσβεία— την παρακολούθησή του. Η μαντάμ Μπαστιάν κάθε μεσημέρι συγκέντρωνε τα χαρτιά που πετούσαν στα σκουπίδια οι υπάλληλοι της πρεσβείας και τα έστελνε στην υπηρεσία στατιστικής. Το 1893 ανακαλύφθηκε μια επιστολή του συνταγματάρχη Σβαρτσκόππεν, στην οποία έγραφε για ένα μυστηριώδες πρόσωπο με το αρχικό D… και από εκείνη την ημέρα τόσο το Γενικό Επιτελείο όσο και η κυβέρνηση έπρεπε να ανακαλύψουν αυτόν τον προδότη D… Αργότερα, ανακαλύφθηκαν και άλλα γράμματα από τα οποία προέκυπτε πως επρόκειτο για αξιωματικό του γαλλικού επιτελείου.
Αρχικά, ανέκριναν τους αξιωματικούς που βρέθηκαν αποσπασμένοι στο Γενικό Επιτελείο. Έπειτα ανακρίθηκαν όσοι είχαν περάσει από υπηρεσίες που είχαν πρόσβαση σε μεγάλη ποικιλία στρατιωτικών πληροφοριών. Από όλους λήφθηκαν δείγματα γραφικού χαρακτήρα, έτσι οδηγήθηκαν στον Άλφρεντ Ντρέιφους, του οποίου ο γραφικός χαρακτήρας ταίριαζε αρκετά με αυτόν της επιστολής. Ο στρατηγός Γκοτζ κάλεσε τον Ντρέιφους να παρουσιαστεί στο Υπουργείο Στρατιωτικών μια μέρα του Οκτωβρίου 1894 με «πολιτική περιβολή». Ο Ντρέιφους παραξενεύτηκε, αλλά δεν έδωσε τόση σημασία σκέφτηκε πως ίσως, το Υπουργείο τον ήθελε χωρίς στολή για να του αναθέσει κάποια εμπιστευτική αποστολή. Όταν έφτασαν στο Υπουργείο Στρατιωτικών, ο Ντρέιφους κατευθύνθηκε προς το γραφείο του ταγματάρχη Πατί ντε Κλαμ, ο τελευταίος τον παρακάλεσε να του υπαγορεύσει ένα γράμμα, καθώς είχε ένα ατύχημα και δεν μπορούσε να γράψει, ο Ντρέιφους άρχισε να γράφει ατάραχος το περιεχόμενο της επιστολής του Σβαρτσκόππεν που του υπαγόρευε ο Πατί, πράγμα που φανέρωνε πως το κείμενο του ήταν εντελώς άγνωστο κάτι που ο ανακριτής δεν περίμενε.
Ο Πατί έχοντας υπόψη του πως ύστερα από την πρώτη παράγραφο το χέρι του Ντρέιφους άρχισε να τρέμει σκέφτηκε πως η απάθεια και η ψυχραιμία του ήταν αποτέλεσμα καλής ηθοποιίας. Σηκώθηκε και με βεβαιότητα είπε στον Ντρέιφους: «εν ονόματι του νόμου, σας συλλαμβάνω λοχαγέ Ντρέιφους με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας». Ο Ντρέιφους έπεσε από τα σύννεφα. Διαμαρτυρήθηκε και δήλωσε πως είναι αθώος και πως ποτέ πριν δεν είχε γράψει κάποια παρόμοια επιστολή. Η ανάκριση είχε τελειώσει και ο Ντρέιφους οδηγήθηκε στη φυλακή. Παρά τις διαμαρτυρίες και την επιμονή του να παρουσιαστούν αποδεικτικά στοιχεία για την ενοχή του για εσχάτη προδοσία, ο καταδικασμένος πια αξιωματικός οδηγήθηκε στις φυλακές Σερς-Μιντί. Ύστερα διεξήχθη έρευνα στο σπίτι του, δε βρέθηκε τίποτα που να φανερώνει έστω και το παραμικρό για την ενοχή του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (2011), ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΙΚΕΣ – Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΝΤΡΕΥΦΟΥΣ, Εκδόσεις Ελευθεροτυπία
- Εμίλ Ζολά (1990), Κατηγορώ, μτφ Οθ. Αργυρόπουλος, Εκδόσεις Δαμιανός