Της Κατερίνας Μανάδη,
Από τη μοτσαρέλα και το καμαμπέρτ, μέχρι το μανούρι και φυσικά τη φέτα, το τυρί, αλλά και τα γαλακτοκομικά γενικότερα, προσφέρουν μια μοναδική ποικιλία γεύσεων που ενθουσιάζει μέχρι και τις πιο «κλειστές» γευστικές παλέτες. Δεν είμαστε, ωστόσο, όλοι τόσο τυχεροί ώστε να απολαμβάνουμε τα εκλεκτά αυτά εδέσματα όταν μας δίνεται η ευκαιρία χωρίς δεύτερες σκέψεις. Δυστυχώς, ένας σημαντικός αριθμός των ανθρώπων γύρω μας αναγκάζεται να ζυγίσει την επιθυμία του να ενδώσει σε όλους αυτούς τους γευστικούς πειρασμούς και στην ανάγκη του να μην υποφέρει από κοιλιακούς πόνους και λοιπά εξίσου δυσάρεστα γαστρεντερολογικά συμπτώματα. Η δυσανεξία στη λακτόζη, όπως και λοιποί διατροφικοί περιορισμοί, αποτελούν καταστάσεις που συναντάμε συχνά στην καθημερινότητά μας, ωστόσο εξακολουθούν να αποτελούν μυστήριο για εμάς τους κοινούς θνητούς. Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, να διαλευκάνουμε τον μηχανισμό με τον οποίο ο οργανισμός των παθόντων θέτει βέτο σε μία από τις ευρύτερες τροφικές ομάδες.
Όπως συχνά αναφέρεται στον χώρο της ιατρικής, για να εξετάσουμε μία παθολογική κατάσταση, πρέπει πρώτα να εξοικειωθούμε με την αντίστοιχη υγιή. Η λακτόζη συνιστά δισακχαρίτη, ο οποίος φυσιολογικά μεταβολίζεται στο λεπτό έντερο με την επίδραση του ενζύμου β-γαλακτοζιδάση, γνωστό και ως λακτάση. Το εν λόγω ένζυμο επιδρά στη λακτόζη, διασπώντας τη σε γλυκόζη και γαλακτόζη, σε απλούστερους, δηλαδή, μονοσακχαρίτες, οι οποίοι στη συνέχεια απορροφώνται ευκολότερα από το λεπτό έντερο. Στα άτομα με δυσανεξία στον δισακχαρίτη αυτό, τα επίπεδα της λακτάσης δεν επαρκούν για τον ομαλό μεταβολσιμό του δισακχαρίτη, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος της λακτόζης που καταναλώνεται να μην μεταβολίζεται.
Η παραμονή του μη μεταβολισμένου δισακχαρίτη στον γαστρεντερικό σωλήνα αποτελεί και το γενουσιουργό αίτιο της πληθώρας συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι πάσχοντες. Συγκεκριμένα, η συσσώρευση λακτόζης προκαλεί αύξηση της ωσμωτικής πίεσης, η οποία και οδηγεί σε εισροή υγρών στον εντερικό αυλό, η οποία ακολουθείται από διάρροια. Επιπλέον, βακτήρια, μέλη της χλωρίδας του εντέρου, μεταβολίζουν τη λακτόζη προς αέρια, όπως υδρογόνο, μεθάνιο και διοξείδιο του άνθρακα. Η συγκέντρωση των εν λόγω αερίων προκαλεί διάταση της κοιλιακής χώρας και παράλληλα απελευθέρωση αυτών μέσω μιας άλλης, γνωστής σε όλους μας οδού. Τα κλινικά συμπτώματα αυτά κάνουν την εμφάνισή τους περίπου 30 λεπτά με 2 ώρες μετά την κατανάλωση τροφών που περιέχουν την επίμαχη ουσία.
Τα προαναφερθέντα συμπτώματα, ωστόσο, και η έντασή τους δεν αποτελούν μια στατική, αλλά μάλλον μια δυναμική πολυπαραγοντική κατάσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποσότητα, καθώς και την ταχύτητα με την οποία η λακτόζη εισέρχεται στον γαστρεντερικό σωλήνα. Έχει παρατηρηθεί, επίσης, ότι τροφές που καταναλώνονται ταυτόχρονα με τη λακτόζη είναι δυνατόν να τη μετριάσουν (π.χ. λίπη) ή ακόμη και να την εντείνουν (για παράδειγμα καυτερές πιπεριές και καφές). Την κλινική κατάσταση δυσχεραίνει επιπρόσθετα και η παρουσία τυχόν υπερευαισθησιών του λεπτού εντέρου, αλλά και άλλων ασθενειών που επηρεάζουν τη λειτουργία του, όπως η ασθένεια Crohn’s.
Η αντιμετώπιση των υποκείμενων αυτών καταστάσεων συνεισφέρει στη βελτίωση της κατάστασης του ασθενούς. Ακόμη, τα βακτήρια του εντέρου παράγουν τα αέρια υπεύθυνα για σημαντικό μέρος των συμπτωμάτων, δύνανται να προσαρμοστούν στην κατάσταση, γεγονός που με την πάροδο του χρόνου ανακουφίζει τον ασθενή. Εν ολίγοις, αν και η ανεπάρκεια της λακτάσης ευθύνεται για την πρόκληση της δυσάρεστης αυτής συνθήκης, στη διαμόρφωση της κλινικής εικόνας του ασθενούς συμβάλλουν τόσο θετικά όσο και αρνητικά πληθώρα λοιπών παραγόντων.
Εφόσον, λοιπόν, έχουμε εντοπίσει την αιτία της υπό εξέταση παθολογίας, κρίνεται σκόπιμο να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφορετικών τύπων της προκείμενης δυσανεξίας με βάση τους παράγοντες που οδηγούν στην υπαίτια ενζυμική ανεπάρκεια αυτή. Η σημασία αυτής της διάκρισης έγκειται στο γεγονός ότι καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τόσο τον τρόπο διάγνωσης όσο και τον τρόπο αντιμετώπισης της παθολογίας. Συγκεκριμένα, διακρίνουμε 3 τύπους: γενετική ανεπάρκεια λακτάσης (congenital lactase deficiency ή εν συντομία CLD), πρωτοπαθής δυσανεξία λακτόζης ή αλλιώς ανεπάρκεια λακτάσης τύπου ενηλίκων και, τέλος, δευτερογενής ανεπάρκεια λακτάσης.
Η περίπτωση της γενετικής ανεπάρκειας της λακτάσης είναι εξαιρετικά σπάνια. Η πλήρης απουσία ή η ελάττωση απλώς της ποσότητας της λακτάσης προκύπτει όπως προαναγγέλει και το όνομά της, από γονιδιακή μετάλλαξη, η οποία και μεταβιβάζεται κατά τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο κληρονομικότητας. Τα συνήθη συμπτώματα της ασθένειας εκδηλώνονται μόλις λίγες μέρες μετά τη γέννηση, και εκλείπουν με τη διακοπή κατανάλωσης του επίμαχου δισακχαρίτη. Συχνά, το είδος αυτό συγχέεται με την αναπτυξιακή ανεπάρκεια λακτόζης, που ενδέχεται να παρουσιαστεί σε βρέφη που γεννήθηκαν πρόωρα και παρέρχεται σύντομα μετά την γέννησή τους.
Στην πρωτοπαθή και πιο διαδεδομένη μορφή της δυσανεξίας λακτόζης παρατηρείται απότομη πτώση της λακτάσης κατά τη διάρκεια των 2 πρώτων δεκαετιών της ζωής του ασθενούς. Η διάγνωσή της πραγματοποιείται με γενετικό έλεγχο με μεθόδους PCR και ανάλυσης DNA σε δείγμα φλεβικού αίματος ή σιέλου. Αντίστοιχα, η δευτεροπαθής μορφή προκύπτει, όπως υπονοεί και ο χαρακτηρισμός της δευτεροπαθώς από παθήσεις του λεπτού εντέρου, στις οποίες περιλαμβάνονται οξεία γαστρεντερίτιδα, γιαρδίαση, ασκαριδίαση, νόσος του Crohn, κοιλιοκάκη, γαστρίνωμα, καθώς και η χημειοθεραπεία. Εκδηλώνεται κυρίως σε ενήλικες.
Για τη διάγνωσή της πραγματοποιείται το λεγόμενο τεστ αναπνοής λακτόζης (lactose breath test-LBT). Αυτό περιλαμβάνει τη χορήγηση 25gr περίπου στον ασθενή και στον προσδιορισμό της αέριας σύστασης της εκπνοής του ασθενούς 8-12 ώρες μετά. Για τη διαχείριση των συμπτωμάτων στις δύο παραπάνω περιπτώσεις συνίσταται η εξωγενής χορήγηση λακτάσης, καθώς και η χορήγηση ενός μείγματος προβιοτικών για διάστημα περίπου 4 εβδομάδων.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι στόχος του θεραπευτικού σχεδίου σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις δεν αποτελεί η θεραπεία της ασθένειας, πράγμα μάλλον δύσκολο λόγω της γενετικής φύσης της αιτίας που την προκαλεί, αλλά η διαχείριση των συμπτωμάτων που αυτή επιφέρει. Σημαντική είναι, επίσης, η ανάγκη να λάβουμε υπόψη την πιθανότητα συνύπαρξης λοιπών δυσανεξιών, η οποία και περιπλέκει περαιτέρω τη διάγνωση και την αντιμετώπισή τους συνολικά.
Με μια επιδερμική, λοιπόν, εξέταση της εν λόγω δυσανεξίας είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τον «Γολγοθά» που βιώνει καθημερινά σημαντικός αριθμός των ανθρώπων γύρω μας. Ελπιδοφόρο, βέβαια, είναι το γεγονός ότι ακόμη και τα άτομα για τα οποία η φύση προβλέπει τον αποκλεισμό από μία μερίδα μικρών, καθημερινών διατροφικών απολαύσεων, κατορθώνουν να ενδώσουν εν τέλει σε αυτές, χωρίς επίπονες θυσίες, παρά μόνο αυτή των θερμίδων που αποκτούν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Lactose Intolerance: Common Misunderstandings, Annals of nutrition and metabolism. Διαθέσιμο εδώ
- Update on lactose malabsorption and intolerance: pathogenesis, diagnosis and clinical management, BMJ Journals. Διαθέσιμο εδώ
- . Lactose Intolerance, Dairy Avoidance, and Treatment Options, MDPI. Διαθέσιμο εδώ