Του Νίκου Αντωνάκη,
Η πτωχευτική διαδικασία αποσκοπεί στη «συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη» (α. 75 ΠτΚ), ήτοι στη σύμμετρη ικανοποίηση τους κατά τις απαιτήσεις, φυσικά, του καθενός. Για τον ανωτέρω σκοπό προσφέρονται ποικίλα μέσα, μεταξύ των οποίων η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο θεσμός της πτωχευτικής ανάκλησης. Ειδικότερα, πτωχευτική απαλλοτρίωση σημαίνει την ανενέργεια των πράξεων (πάσης φύσεως) του πτωχού μετά την κήρυξη της πτώχευσής του, η οποία αίρεται μόνο με μεταγενέστερη έγκριση του συνδίκου (ΑΚ 239). Σημειώνεται ότι ο σύνδικος είναι το όργανο εκείνο της πτωχευτικής διαδικασίας που διαχειρίζεται την πτωχευτική περιουσία για λογαριασμό και προς όφελος της ομάδας των πιστωτών του πτωχού. Αν η προστασία, όμως, των πτωχευτικών πιστωτών αναγνωριζόταν μόνο στο μετά την πτώχευση διάστημα, θα υπήρχε ο κίνδυνος η συλλογική τους ικανοποίηση να κατέληγε μηδαμινή. Και αυτό, διότι, θα μπορούσε ο οφειλέτης τους αυθαίρετα, και πριν την κήρυξη της πτώχευσής του, να εκποιεί τα περιουσιακά του στοιχεία με δόλο βλάβης των πιστωτών και για να αποφύγει ενδεχόμενη πτώχευσή του, λόγω έλλειψης ενεργητικού της περιουσίας του (βλ. και α. 77 παρ. 4 ΠτΚ, που ανάγει σε θετική προϋπόθεση κήρυξη της πτώχευσης την επάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη προς κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας).
Την ανωτέρω καταστρατήγηση του νόμου από τον οφειλέτη έρχεται να ανατρέψει ο θεσμός της πτωχευτικής ανάκλησης, ο οποίος ρυθμίζεται στα άρθρα 116-126 του Πτωχευτικού Κώδικα και ο οποίος βρίσκεται σε σχέση παράλληλης συρροής (και όχι αποκλεισμού) με τον αντίστοιχο θεσμό της καταδολίευσης δανειστών του Αστικού Δικαίου (α. 939 ΑΚ και επόμενα). Έτσι, παρέχεται η δυνατότητα στον πιστωτή που δεν θέλει να αναμείνει τη δράση του συνδίκου να στραφεί κατά του οφειλέτη με την παυλιανή αγωγή (α. 939 ΑΚ). Πάντως, επειδή η πτωχευτική ανάκληση καλύπτει περισσότερες πράξεις του οφειλέτη, συνήθως θα αρκεστεί σε αυτήν.
Το α. 116 ΠτΚ μας προδιαθέτει ως προς τις υποκείμενες σε ανάκληση πράξεις. Ορίζει το ίδιο ρητά πως χωρίζονται οι τελευταίες σε δύο κατηγορίες: στις πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης και στις πράξεις δυνητικής ανάκλησης. Περαιτέρω, και προκειμένου για τις δεύτερες, απαιτείται συναφώς η απόδειξη του επιζήμιου χαρακτήρα τους και η κακοπιστία του τρίτου με τον οποίο συναλλάχθηκε ο οφειλέτης. Επειδή, εξάλλου, ο θεσμός της πτωχευτικής ανάκλησης καταλαμβάνει τις πράξεις του οφειλέτη που έλαβαν χώρα από την ημέρα παύσης των πληρωμών του (την οποία ορίζει το δικαστήριο) ή το προηγούμενο εξάμηνο αυτής στην περίπτωση του α. 117 ΠτΚ ή έως και μία πενταετία πριν με βάση το α. 119 ΠτΚ έως την αντίστοιχη ημέρα κήρυξης της πτώχευσής του, δηλαδή, κατά την ύποπτη περίοδο (α. 116 ΠτΚ), γίνεται αντιληπτό πως λειτουργεί προς ενίσχυση του στόχου της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης, στην κατά το δυνατόν, δηλαδή, ικανότερη ικανοποίηση των πιστωτών.
Ως προς τις πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης, πρέπει να λεχθούν τα εξής: εδώ συμπεριλαμβάνονται δωρεές και χαριστικές εν γένει πράξεις του οφειλέτη προς τρίτους, εκτός αν τις επέβαλαν λόγοι ηθικού καθήκοντος ή κοινωνικής ευπρέπειας ή έγιναν προς εκπλήρωση προγενέστερης νομικής υποχρέωσης του πτωχού ή προς το συμφέρον του τέκνου του. Έτσι, δεν μπορούν ποτέ οι γονικές παροχές και τα δώρα εορτών προς εργαζομένους να ανακληθούν. Εξάλλου, υποχρεωτικά ανακαλούνται και οι πληρωμές μη ληξιπρόθεσμων χρεών, ή ακόμα και οι πληρωμές ληξιπρόθεσμων, με διαφορετική όμως παροχή του πτωχού από την αρχικώς συμφωνηθείσα. Αν, για παράδειγμα, έχει συμφωνηθεί η καταβολή του οφειλέτη να γίνει με μετρητά και αυτός εξοφλήσει, εν τέλει, με ένα Ι.Χ., η πράξη του αυτή υπόκειται σε υποχρεωτική ανάκληση, ακριβώς επειδή ελλοχεύει έντονα ο κίνδυνος συμπαιγνίας πτωχού-τρίτου. Τέλος, στην υποχρεωτική ανάκληση εμπίπτουν και οι παροχές εμπράγματων ή ενοχικών ασφαλειών που δόθηκαν για εξασφάλιση προγενέστερων οφειλών, όχι, όμως, σύγχρονων ή μεταγενέστερων, ή, σε κάθε περίπτωση, για την εξασφάλιση νέων υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν από τον οφειλέτη σε αντικατάσταση εκείνων που προϋπήρχαν. Από την κατηγορία αυτή εξαιρούνται ρητά οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με ειδικούς νόμους, ακόμα και αν η εμπράγματη ασφάλεια που τους δόθηκε αφορά σε προγενέστερη οφειλή.
Από την άλλη, στην ευρύτερη κατηγορία των πράξεων δυνητικής ανάκλησης εμπίπτει κάθε αμφοτεροβαρής πράξη του οφειλέτη ή πληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών του μέσα στην ύποπτη περίοδο, με την προϋπόθεση ότι αυτή υπήρξε επιζήμια για την ομάδα των πιστωτών και ότι ο τρίτος τελούσε σε γνώση ή πάντως μπορούσε να εκτιμήσει (και από βαριά αμέλεια δεν το έκανε) την ανωτέρω ζημία. Προς απόδειξη της γνώσης του τρίτου, ο νόμος θεσπίζει στην παρ. 2 του α. 118 ΠτΚ ένα μαχητό τεκμήριο γνώσης που αφορά κυρίως σε στενά συγγενικά πρόσωπα του πτωχού ή τον σύζυγό του, καθώς και σε εκπροσώπους νομικών προσώπων ή αντισυμβαλλομένους του τελευταίου που διενήργησαν μαζί του εμπορικές πράξεις. Σε κάθε περίπτωση, ο θεσμός της δυνητικής ανάκλησης ενδιαφέρεται περισσότερο για την προστασία των καλόπιστων τρίτων παρά για την ικανοποίηση των πιστωτών. Στην τελευταία, αντίθετα, δίνει το προβάδισμα ο θεσμός των πράξεων υποχρεωτικής ανάκλησης.
Δυνητικής ανάκλησης θα μπορούσαν να θεωρηθούν και οι αναφερόμενες στο α. 119 του Πτωχευτικού Κώδικα πράξεις του πτωχού κατά την τελευταία πενταετία πριν από την κήρυξη της πτώχευσής του, οι οποίες επικαλύπτονται υποκειμενικά απαραίτητα από το δόλο του τελευταίου να ζημιώσει τους πιστωτές ή να ωφελήσει καταχρηστικά κάποιους εις βάρος άλλων, και οι οποίες συνοδεύονται υποχρεωτικά και από την αντίστοιχη γνώση του τρίτου (με τον οποίο συναλλάχθηκε ο οφειλέτης) της σχετικής πρόθεσης του τελευταίου. Επειδή η περίπτωση αυτή διευρύνει κατά πολύ τις ανακλητικές δυνατότητες του συνδίκου, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά.
Στο άρθρο 120 του Πτωχευτικού Κώδικα αναφέρονται πράξεις ρητώς εξαιρούμενες από ανάκληση, ανεξαρτήτως της κατηγορίας στην οποία ενδεχομένως εμπίπτουν. Άξια μνείας είναι η περίπτωση α’ του α. 120 ΠτΚ, η οποία εξαιρεί σε κάθε περίπτωση από την ανάκληση τις συνηθισμένες πράξεις του επαγγελματικού, οικονομικού ή επαγγελματικού βίου του πτωχού και οι οποίες τελέστηκαν μέσα στα όρια των συναλλαγών του και κάτω από κανονικές συνθήκες. Εδώ εμπίπτει η καταβολή στους εργαζομένους των δεδουλευμένων αποδοχών τους, δεδουλευμένων ή μη.
Από δικονομικής απόψεως, την ανακλητική αξίωση νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει ο σύνδικός ή, κατά περίπτωση, ο πιστωτής του πτωχού, με αγωγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, στρεφόμενη κατά αυτών που συμβλήθηκαν με τον οφειλέτη ή των καθολικών ή κακόπιστων ειδικών διαδόχων τους (α. 123 ΠτΚ). Από ουσιαστικής άποψης, επί ευδοκίμησης της σχετικής αγωγής, ο τρίτος υποχρεούται να επαναμεταβιβάσει το επιληφθέν περιουσιακό στοιχείο στην πτωχευτική περιουσία, ενώ ευθύνεται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (α. 124 παρ. 1 ΠτΚ). Υποστηρίζεται, πάντως, ότι ο λήπτης θα πρέπει να αποδώσει, επί απώλειας της παροχής, την αντικειμενική της αξία ως αποζημίωση, και όχι μόνο τον σωζόμενο πλουτισμό κατ’ εφαρμογή της ένστασης της ΑΚ 909. Τη σχετική δυνατότητα διαθέτει, κατά την άποψη αυτήν, μόνο ο καλόπιστος λήπτης δωρεάς (α. 124 παρ. 2 ΠτΚ). Σε κάθε περίπτωση, επί ανάκλησης αμφοτεροβαρούς πράξης, ο τρίτος έχει τα δικαιώματα που του παρέχει το άρθρο 125 του Πτωχευτικού Κώδικα.
Πάντως, η ανακλητική αξίωση υπόκειται σε σύντομη παραγραφή. Κατά το άρθρο 126 ΠτΚ, αυτή παραγράφεται μετά έτους αφού ο σύνδικος ή ο πιστωτής έλαβε γνώση της πράξης, ή μετά, οπωσδήποτε, δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης. Η σύντομη αυτή παραγραφή εξυπηρετεί την ανάγκη ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία θα κλονιζόταν σημαντικά αν έμεναν «μετέωρες» οι πράξεις του πτωχού για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο, Ι’ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.