Του Εμμανουήλ Μπιμπή,
Η ασθένεια Lassa αποτελεί μια ζωονόσο με υπεύθυνο παθογόνο τον ιό Lassa και προκαλεί αιμορραγικό πυρετό με κυρίως ενδημικό χαρακτήρα στις χώρες της Δυτικής Αφρικής. Ο ιός ανήκει στην οικογένεια Arenaviridae, ενώ ο χαρακτηρισμός ζωονόσος οφείλεται στην ικανότητά του να μολύνει τρωκτικά όπως το Mastomys natalensis, το Hylomyscus pamfi και το Mastomys erythroleucus. Τα ζώα αυτά ζουν σε στενή επαφή με τους ανθρώπινους πληθυσμούς, με αποτέλεσμα να φέρνουν τον άνθρωπο σε συνεχή επαφή με τον ιό. Η μετάδοση από τα ζώα στον άνθρωπο βασίζεται στην ύπαρξη του ιού στις εκκρίσεις των ζώων, μεταξύ των οποίων τα ούρα και τα κόπρανα. Ταυτόχρονα, έχει παρατηρηθεί και η μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο εντός των νοσοκομείων, κυρίως μέσω επαφής με σωματικά υγρά ασθενών.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του ιού απαιτεί τη συστηματική και ακριβή παρακολούθηση και καταγραφή των κρουσμάτων και των θανάτων. Παρότι χαρακτηρίζεται μη αντιπροσωπευτική μελέτη, το Αμερικάνικο Κέντρο για την Πρόληψη και την Αντιμετώπιση των ασθενειών αναφέρει 100.000-300.000 μολύνσεις ετησίως και 5.000 νεκρούς. Αντιθέτως, στη Νιγηρία, που αποτελεί το επίκεντρο των μολύνσεων, ο μεγαλύτερος καταγεγραμμένος αριθμός κρουσμάτων ήταν 1189 για το 2020. Η βάση του προβλήματος, πέρα από το δυσλειτουργικό σύστημα, είναι τόσο η μη ύπαρξη και διάθεση κατάλληλων διαγνωστικών τεστ για τον εντοπισμό του ιού όσο και η παρόμοια συμπτωματολογία με άλλα παθογόνα που προκαλούν οξεία εμπύρετη νόσο.
Η εκδήλωση της ασθένειας περιλαμβάνει κάποια αρχικά συμπτώματα τα οποία προσομοιάζουν της γρίπης, ενώ στο 20% των περιστατικών προκαλούνται νευρολογικά προβλήματα και αιμορραγίες. Η συνολική θνησιμότητα, παρότι είναι 1%, αυξάνεται στο 15 με 70% μεταξύ των ασθενών που χρήζουν νοσηλεία, ανάλογα με τη σοβαρότητα της έξαρσης της νόσου. Η επιβίωση από τη μόλυνση προκαλεί σημαντικά προβλήματα, με έναν στους τρείς να εμφανίζουν απώλεια ακοής. Ο μοριακός μηχανισμός που το προκαλεί αυτό δεν είναι γνωστός, αν και πρόσφατες μελέτες σε ποντικούς που είχαν μολυνθεί από αυτό τον ιό συσχετίζουν την απώλεια ακοής με μια υπερενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Η μελέτη της ασθένειας και οι προσπάθειες περιορισμού της θα πρέπει να λάβουν υπόψη και τις υπόλοιπες ενδημικές ασθένειες στη Δυτική Αφρική, και συγκεκριμένα στη Νιγηρία. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η ελονοσία, ο κίτρινος πυρετός, ο πυρετός dengue καθώς και μολύνσεις που προέρχονται από το νερό όπως ο τύφος, η χολέρα και η διάρροια. Ένα σύστημα παρακολούθησης που θα καταγράφει τα ακριβή ποσοστά των μολύνσεων και των θανάτων σε σχέση με τις υπόλοιπες ασθένειες θα βοηθήσει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του και στη μείωση κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων.
Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις περιλαμβάνουν τη ριμπαβιρίνη, ένα ανάλογο της γουανοσίνης, μειώνοντας το ιϊκό φορτίο στους ασθενείς και αυξάνοντας το ποσοστό επιβίωσης των ασθενών. Συστήνεται ο ασθενής να αρχίζει τη λήψη του φαρμάκου όσο το δυνατόν πιο άμεσα, καθώς η αποδοτικότητα του φαρμάκου περιορίζεται τις πρώτες έξι μέρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Η αποτελεσματική δράση του φαρμάκου αυτού και η συνταγογράφησή του σε κάθε ασθενή στις ενδημικές περιοχές δεν περιορίζεται από την έλλειψη καλά σχεδιασμένων προ-κλινικών και κλινικών μελετών, ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια του. Εναλλακτικά, υπάρχουν και άλλα αντιϊκά φάρμακα όπως η φαβιπιραβιρίνη, η οποία αποτελεί έναν αναστολέα της εξαρτώμενης από RNA, RNA πολυμεράσης. Έχει δοκιμαστεί επιτυχώς σε ζωικά μοντέλα και έχει χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με τη ριμπαβιρίνη.
Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την αντιμετώπιση εξάρσεων του ιού είναι το κόστος της θεραπείας και της νοσηλείας για τους ασθενείς. Η αντιμετώπιση αυτού απαιτεί τη γρήγορη και εύκολη πρόσβαση των ασθενών στην αντιϊκή θεραπεία σε διαπιστευμένα κέντρα καθώς και περαιτέρω υποστήριξη, όπως μεταγγίσεις αίματος. Οι δράσεις αυτές θα μειώσουν τη θνησιμότητα, που φαίνεται να είναι υψηλότερη από αυτή που καταγράφεται, και τον χρόνο νοσηλείας των ασθενών.
Η πιο συχνή παρενέργεια των ασθενών που επιβιώνουν είναι η απώλεια ακοής και βλάβη στο ακουστικό νεύρο. Πέρα από τη μόλυνση, άλλοι προδιαθετικοί παράγοντες είναι η ιδιοσυγκρασία, η ηλικία και η έκθεση σε ωτοτοξικούς παράγοντες. Στο 90% των περιπτώσεων δεν υπάρχει εμφανής αιτία και παρά τη βελτίωση λόγω της χορήγησης στεροειδών φαρμάκων, δεν υπάρχει χειρουργική ή άλλη ιατρική παρέμβαση. Οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν πρόβλημα είτε στο ένα αυτί είτε και στα δυο, σε ένα εύρος σημαντικότητας, και μπορεί να αναπτυχθεί τόσο στα αρχικά όσο και στα τελικά στάδια της ασθένειας. Παράλληλα, η θεραπεία με τη ριμπαβιρίνη δεν επιβραδύνει ούτε αναστρέφει την απώλεια της ακοής.
Συνοψίζοντας, η αδυναμία για την αποτελεσματική καταγραφή της ασθένειας σε συνδυασμό με τον επιπολασμό λόγω της κλιματικής αλλαγής εκθέτει έναν όλο και αυξανόμενο πληθυσμό σε αυτό το παθογόνο. Ταυτόχρονα, επιτακτική ανάγκη αποτελεί η ανάπτυξη ασφαλούς και αποτελεσματικού εμβολίου για την πρόληψη της νόσου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Importance of Lassa Fever and Its Disease Management in West Africa, mdpi, διαθέσιμο εδώ
- Re‐emergence of Lassa fever in Nigeria: A new challenge for public health authorities, Wiley online library, διαθέσιμο εδώ
- Trend of Lassa fever cases and factors associated with mortality in Liberia, 2016 – 2021: a secondary data analysis, pamj, διαθέσιμο εδώ