Του Ιωάννη Περγαντή,
Η πρώτη πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Λατίνους έθεσε νέες καταστάσεις και παραμέτρους στον ελλαδικό χώρο: εγκατάσταση Λατίνων με ίδρυση κρατών, διάσπαση του εναπομείναντος βυζαντινού πυρήνα σε 3 μέρη και μια γενικότερα κυριαρχία των ξένων στον χώρο του Αιγαίου, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 από τα βυζαντινά στρατεύματα, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο της ανασύστασης της αυτοκρατορίας στην παλαιότερη της δόξα, με την εκδίωξη των κατακτητών από τα εδάφη της. Τελικά, το όραμα αυτό υλοποιήθηκε μόνο σε ένα μικρό βαθμό, ενώ δύο αιώνες αργότερα ήρθε η δεύτερη και τελευταία άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς. Στο πλαίσιο αυτών των δύο αιώνων, σε ένα κομμάτι δηλαδή της Υστεροβυζαντινής Περίοδος, ποια ήταν τα οικονομικά του κράτους και ποια ακριβώς κατάσταση επικρατούσε στα οικονομικά της υπαίθρου και των άστεων;
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης έφερε ανυπολόγιστες καταστροφές στα θεμέλια της αυτοκρατορίας, αλλά και της ίδιας της πόλης. Οι επιδρομές των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη διήρκησαν μέρες, μεταφέροντας κειμήλια και θησαυρούς στην Ανατολή. Η πόλη «γυμνώθηκε» από πλούτο, μετατρέποντάς την σε μια παραπαίουσα και δευτερεύουσα πόλη. Την ίδια τύχη είχαν και οι υπόλοιπες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπου οι κατά τόπους δυτικοί δυνάστες επεδίωκαν την συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερου πλούτου από τα νέα τους φέουδα, αδιαφορώντας τελείως για τη τύχη και την κατάσταση των κατοίκων. Ο ελλαδικός χώρος, πλην της Νίκαιας, Ηπείρου και Τραπεζούντας δέχονταν ευρεία εκμετάλλευση από τους δυτικούς, καταδικάζοντας τον σε παρακμή.
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, αν και έθρεψε κάποιες ελπίδες για επιστροφή στην παλαιά δόξα, δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι πολιτικές που ακολούθησαν οι νέοι ηγέτες έφεραν τα αστικά κέντρα, και ειδικότερα τα αγροτικά, σε απελπιστική κατάσταση. Πρωταρχικό τους μέλημα ήταν το κέρδος και όχι η ουσιαστική ανάπτυξη των περιοχών που διοικούσαν. Αυτό το αρνητικό κλίμα και την οικονομική δυσπραγία επιδίωξε να αλλάξει η βυζαντινή διοίκηση, αλλά χωρίς κανένα αποτελέσματα. Τα αποθέματα του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου ήταν λειψά και οι κρίσεις επιβίωσης που βίωνε το Βυζάντιο (εσωτερικές έριδες, εξωτερικοί εχθροί) δεν άφηναν κανένα περιθώριο ανάκαμψης ή τουλάχιστον απόδοσης βοήθειας στους οικονομικά ασθενέστερους.
Το βυζαντινό κράτος ανέκαμψε από τις στάχτες του, με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και μέρους των προηγούμενων κτήσεων. Η μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλαν οι Βυζαντινοί πέτυχαν την κατάκτηση βασικών περιοχών της παλαιάς αυτοκρατορίας (Μακεδονία, Ήπειρος, Θράκη, Δυτική Μικρά Ασία), χωρίς όμως να έχουν την κατάλληλη ανταπόδοση. Η μακρόχρονη παρουσία των Δυτικών στέρεψε την Κωνσταντινούπολη και τις άλλες μεγάλες πόλεις από πλούτο, με τους Βυζαντινούς να βρίσκουν «καμένη γη». Οι επόμενοι αυτοκράτορες κληρονόμησαν μια εύθραυστη πολιτειακή κατάσταση, έχοντας να αντιμετωπίσουν απειλές εκ των έσω (σφετεριστές του θρόνου) και εκ των έξω (εξωτερικοί εχθροί), οι οποίες στέρευαν το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, μην αφήνοντας κανένα περιθώριο για κάποια δημοσιονομική ανάκαμψη ή επένδυση.
Παρά τη φυγή των δυτικών από τον ελλαδικό χώρο, μια πολύ βασική πρακτική τους ήρθε και «ρίζωσε» στους βυζαντινούς μηχανισμούς, αυτή του φέουδου. Η ιστορική βιβλιογραφία έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα της φεουδαρχίας στο Βυζάντιο, ως προς το πόσο συγγενεύει με το αντίστοιχο σύστημα της Δύσης. Στην Υστεροβυζαντινή περίοδο το φαινόμενο των μεγάλων γαιοκτημόνων εντείνεται απότομα, με όλο και περισσότερες εκτάσεις γης να έρχονται στα χέρια λίγων. Αν και δεν ακολουθούνται βασικές πρακτικές που εφαρμόζονται στη Δύση (σχετική αυτονομία φεουδάρχη, όχι όρκος υποτέλειας), οι μεγαλοϊδιοκτήτες είχαν μεγάλη ισχύ και οικονομική δύναμη. Αν και η μικρή ιδιοκτησία επιβίωσε μέχρι και τα τελευταία στάδια της αυτοκρατορίας, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και να αποκτούν ισχύ.
Μπορεί ο θεσμός της γαιοκτησίας να γνώρισε μια σχετική πτώση, οι βιοτεχνίες όμως συνεχίστηκαν και αυτή την περίοδο. Στο εσωτερικό των πόλεων, συνέχιζαν να δραστηριοποιούνται ιδιώτες στο τομέα του εμπορίου, με παραγωγή καθημερινών και πολυτελών ειδών. Αν και η δυναμική τους δεν ταυτίζεται με αυτή της προηγούμενης περιόδου, οι βιοτεχνίες των πόλεων ήταν αυτές που έδιναν πνοή στην οικονομική ζωή των αστικών κέντρων της αυτοκρατορίας. Αυτή η βιοτεχνική παραγωγή όμως, επισκιάστηκε από μια άλλη αδυναμία του κράτους.
Παρόλο που οι δυτικοί έφυγαν από τον ελλαδικό χώρο, αυτό δεν σημαίνει ότι η παρουσία τους εξέλειψε εντελώς. Το μεγάλο δημοσιονομικό κενό το είχε το αυτοκρατορικό ταμείο ήρθαν να καλύψουν οι σπουδαιότεροι έμποροι της εποχής, οι Ιταλοί (Βενετοί και Γενουάτες). Τα πολυάριθμα εμπορικά πλοία που διέθετε η κάθε πόλη ήταν αρκετά ώστε να καλύψουν το κενό των αντίστοιχων βυζαντινών, διατηρώντας αδιάκοπα τη εμπορική ροή στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Αυτή, όμως, η κατάσταση ήρθε με ένα κόστος, το οποίο δεν συνέφερε τους Βυζαντινούς εμπόρους. Οι δυτικοί έμποροι σύναψαν αρκετές εμπορικές συμφωνίες με την Κωνσταντινούπολη, οι οποίες τους απέδιδαν αρκετά προνόμια και ανέσεις.
Αρχικά, ο ίδιος ο αυτοκράτορας παραχώρησε τμήματα των προβλητών του λιμανιού της Κωνσταντινούπολης σε Γενουάτες και Βενετούς εμπόρους, χωρίς το κράτος να μπορεί να επέμβει ή να επιβάλει δασμούς. Το ζήτημα των δασμών ήταν ακανθώδες για τις μεταξύ τους συμφωνίες, καθώς οι Δυτικοί είχαν τη δυνατότητα της ελεύθερης και αδιάκοπης πλεύσης στα βυζαντινά ύδατα, χωρίς να έχουν την υποχρέωση της πληρωμής φόρων ή δασμών. Αυτή η συνθήκη, μαζί και με τους υψηλούς εγχώριους φόρους, «στράγγιξαν» τους ντόπιους εμπόρους, αφήνοντας τη διακίνηση των αγαθών αποκλειστικά στα χέρια των ξένων.
Η φορολογία είναι ένας ακόμη επιβαρυντικός παράγοντας για τους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Οι συνεχείς εξωτερικοί και εσωτερικοί πόλεμοι, οι δημοσιονομικές ελλείψεις από το εμπόριο και γενικότερα η οικονομική δυσπραγία της αυτοκρατορίας καλλιέργησε την ανάγκη για όλο και περισσότερους φόρους στους πολίτες, οι οποίοι με τα πενιχρά οικονομικά μέσα που διέθεταν έπρεπε να λύσουν τα οικονομικά προβλήματα της αυτοκρατορίας. Φόροι επί της γης και καλλιέργειας, στις βιοτεχνίες, στους εμπόρους, όλοι οι οικονομικοί τομείς του κράτους φορολογούνταν σε υψηλά ποσοστά. Αυτή η κατάσταση έφερνε σε αδιέξοδο τους κατοίκους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν.
Οι οικονομικές δυσκολίες της αυτοκρατορίας έθεταν σε κίνδυνο την εδαφική ακεραιότητα. Η ανάγκη για αμυντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις προϋπέθεταν την ύπαρξη του κατάλληλου οικονομικού προϋπολογισμού, ο οποίος δεν υπήρχε. Η αδυναμία της Κωνσταντινούπολης να χρηματοδοτήσει την αναγκαία στρατιωτική δύναμη για την υπεράσπισή της οδήγησε τελικά στην κατάληψή της τον Μάιο του 1453 από τους Οθωμανούς, βάζοντας τέλος στη μία χιλιετία ύπαρξης του Βυζαντίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Charles Diehl (2002), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Τόμος Β΄, έκδοση της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας
- Charles Diehl (2002), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Τόμος Γ΄, έκδοση της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας
- Jonathan Shea (2010), The Late Byzantine City: Social, Economic and Institutional Profile, The University of Birmingham
- Οικονομία, Εισαγωγή, ime.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Understanding Byzantine Economy: The Collapse of a Medieval Powerhouse, thecollector.com, Διαθέσιμο εδώ