Της Μάρας Βιτσαξάκη,
Κοιτάξτε! Είναι μια γιορτινή βραδιά
σε αυτά τα τελευταία έρημα χρονάκια!
Πλήθος αγγέλων με στολισμένα τα φτερά
με πέπλα, στων δακρύων βουτηγμένοι τα ρυάκια
κάθεται σ’ ένα θέατρο για να δει
ένα έργο γεμάτο ελπίδες και σαράκια
ενώ η ορχήστρα παίζει με αναταραχή
απ’ των Σφαιρών τη Μουσική στιχάκια.
Μίμοι ψηλά, στο σχήμα του Θεού ντυμένοι
σιγομιλούν και σιγομουρμουρίζουν
εδώ κι εκεί ξεπεταγμένοι
νευρόσπαστα σωστά στριφογυρίζουν
καθώς παραμονεύουν τεράστια άμορφα στοιχειά
που πίσω μπρος τα σκηνικά γυρίζουν
και σαλεύοντας με Όρνιου τα φτερά
την αόρατη Δυστυχία βολταρίζουν!
Το ετερόκλητο τούτο δράμα, σίγουρα
να λησμονηθεί δεν θα μπορέσει!
Με αυτό το Φάντασμα που κυνηγιέται αιώνια
από ένα πλήθος που δεν μπορεί να το τσακώσει
μέσα σε έναν κύκλο που στρέφεται πάλι και πάλι
ξαναγυρνώντας πάντοτε στην ίδια θέση
κι όπου η Τρέλα η περισσή και η Αμαρτία η μεγάλη
και η Φρίκη είναι της πλοκής η δέση.
Μα δέστε, μέσα στων μίμων την οχλαγωγή
μια έρπουσα μορφή ξάφνου εισβάλλει!
Πράγμα αιματοκόκκινο, μορφή σπαρταριστή
απ’ τα έρημα βάθη της σκηνής προβάλλει!
Συστρέφεται! Συστρέφεται! Και με θνητών την αγωνία
οι μίμοι γίνονται βορά του, σπαρταρίζουν
και κλαίνε με λυγμούς οι άγγελοι θωρώντας του ερπετού τη μανία
τα άγρια σαγόνια του από αίμα ανθρώπινο να ξεχειλίζουν.
Κι έσβησαν —με μιας όλα τα φώτα— σκότος παντού!
Κι εμπρός απ’ όλες τις τρεμουλιαστές μορφές
η αυλαία, ίδια με σάβανο νεκρού
πέφτει με τη μανία από φυσικές καταστροφές.
Καθώς οι άγγελοι σβησμένοι και χλωμοί
σηκώνονται, ρίχνουν τα πέπλα, και δηλώνουν
πως Άνθρωπος λέγεται τούτη η τραγωδία η ωμή
και ήρωάς του είναι το Κυρίαρχο Σκουλήκι, φανερώνουν.
Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε γεννήθηκε στη Βιρτζίνια το 1809 από γονείς ηθοποιούς ενός πλανόδιου θιάσου. Όταν ήταν ενός έτους ο πατέρας του τους εγκατέλειψε κι έναν χρόνο αργότερα πέθανε και η μητέρα του. Κατόπιν, τον υιοθέτησε ο πλούσιος καπνέμπορος Τζον Άλλαν και το 1815 τον πήρε μαζί του στο Λονδίνο όπου και άρχισε τις σχολικές του σπουδές και το 1820 εγκαταστάθηκαν στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Ασχολούταν με το γράψιμο από μικρή ηλικία κι έτσι ο πατριός του τον έγραψε σε πανεπιστήμιο, όμως ο Πόε υπέπεσε στο ποτό και τα χαρτιά, δημιούργησε χρέη και ήρθε σε σύγκρουση με τον πατριό του. Στα 17 του κατετάγη εθελοντής στον στρατό όπου έμεινε για 3 χρόνια, καθώς το 1829 πέθανε η θετή του μητέρα και ο Πόε επέστρεψε στο πατρικό του.
Το 1830 μπήκε σε στρατιωτική σχολή αλλά, όντας ανήμπορος να υπομείνει τη στρατιωτική πειθαρχία, αποβλήθηκε κι έτσι ήρθε σε οριστική ρήξη με τον πατριό του. Έτσι, τον μοναδικό οικονομικό του πόρο αποτελούσαν πλέον τα γραπτά του. Το 1833 βραβεύτηκε σε λογοτεχνικό διαγωνισμό για το διήγημα Ένα χειρόγραφο που βρέθηκε σ’ ένα μπουκάλι κι άρχισε να γίνεται γνωστός. Το 1835 ερωτεύτηκε την ξαδέρφη του την οποία και παντρεύτηκε αλλά αυτή πέθανε από φυματίωση το 1847. Έκτοτε ο Πόε κατέρρευσε. Πέθανε το 1849 από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ εν όψει του δευτέρου γάμου του με μια παιδική του φίλη. Δημιούργησε δύο νέα λογοτεχνικά είδη: το αστυνομικό μυθιστόρημα και τη λογοτεχνία του φανταστικού. Στο έργο του διαφαίνεται η απαισιοδοξία, η εμμονή του θανάτου και ο μεταφυσικός τρόμος. Γενικώς γίνονται αναφορές σε απόκοσμα τοπία και παθιασμένους έρωτες που καταλήγουν στον τάφο. Το διασημότερο ποίημά του είναι Το Κοράκι, ενώ το παραπάνω δεν ανήκει στα γνωστά του έργα.
Στο εν λόγω ποίημα παρατηρείται μια πληθώρα νοημάτων αριστουργηματικά συμπυκνωμένων σε πέντε περιγραφικότατες στροφές. Ο Πόε εδώ, στην ουσία αναφέρεται στη σύμφυτη, στη ζωή καταδίκη του θανάτου. Το ποίημα αρχίζει λέγοντας ότι διαδραματίζεται ένα θεατρικό έργο. Παρουσιάζεται η σκηνή στην οποία βρίσκονται οι Μίμοι που συμβολίζουν τους ανθρώπους και στις θέσεις των θεατών υπάρχουν άγγελοι, οι οποίοι συμβολίζουν τη θεϊκή παρουσία. Οι Μίμοι αναφέρεται ότι έχουν τη μορφή του Θεού, με την έννοια ότι είναι πλασμένοι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» —εξού και η επιλογή των «Μίμων» απ’ τον ποιητή οι οποίοι ως γνωστόν μιμούνται οτιδήποτε βλέπουν—, αλλά και υπαινίσσοντας την ανθρώπινη αλαζονεία καθώς οι άνθρωποι συχνά εξομοιώνουν τους εαυτούς τους με τον εκάστοτε «Θεό». Είναι αναστατωμένοι και αναζητούν με απόγνωση τις ελπίδες και τα όνειρα —το σύνολο των οποίων αποτελεί το αποκαλούμενο «Φάντασμα»— που τους γεννά η παραμονή τους στη ζωή. Tο ανθρώπινο είδος δηλαδή, κυνηγά αιωνίως την άπιαστη απόλυτη ευτυχία, παγιδευμένο όμως λόγω της θνητότητάς του μέσα στον φαύλο κύκλο της ζωής που καταλήγει στον θάνατο, της εκάστοτε ζωής που καταλήγει αναπόφευκτα στον θάνατο και πάντα εκεί θα καταλήγει. Οι αφελείς μίμοι δε γνωρίζουν ότι σε κάθε τους κίνηση, σε κάθε τους πνοή «παραμονεύουν τεράστια άμορφα στοιχειά», δηλαδή ο θάνατος. Οι μίμοι απατώνται και θεωρούν ότι «πανταχού παρών» βρίσκεται ο θεός, αλλά στην πραγματικότητα αυτός που καραδοκεί διαρκώς είναι μόνο ο θάνατος.
Το ποίημα ξεκινά να αφηγείται μια «γιορτινή βραδιά», αναφερόμενο εδώ στη χαρμόσυνη είδηση της ζωής αλλά και στην αγαθή θεώρησή της ως τέτοια. Καθώς όμως εκτυλίσσεται το ποίημα «μια έρπουσα μορφή ξάφνου εισβάλλει!». Ενώ οι μίμοι αμέριμνοι κι ανίδεοι αναζητούν την ευτυχία και το νόημα της ύπαρξής τους εν ονόματι της ίδιας τους της ύπαρξης, εν τέλει φανερώνεται ότι σπατάλησαν τη ζωή τους και πριν να το αντιληφθούν, εξαπίνης «προσβλήθηκαν» απ’ τον θάνατο. Η φράση «Και με θνητών την αγωνία οι μίμοι γίνονται βορά του» είναι καταρχάς ειρωνική απέναντι στην προαναφερθείσα υποτιθέμενη θεϊκή όψη του ανθρώπου, η οποία κρύβει στην πραγματικότητα έναν εξαθλιωμένο θνητό που φοβάται οτιδήποτε διαφεύγει του ελέγχου του και κατά δεύτερον περιγράφει την επώδυνη ψυχολογικά και συχνά και σωματικά, μοίρα του θανάτου. Οι μίμοι κατασπαράχτηκαν με απάνθρωπο τρόπο από ένα γιγαντιαίο σκουλήκι το οποίο παραμόνευε καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου κι όταν έφτασε η κατάλληλη —άγνωστη στους μίμους— στιγμή, όρμησε και τους σκότωσε.
Επιπλέον, το ποίημα καταλήγει με τη φράση «Άνθρωπος λέγεται τούτη η τραγωδία η ωμή και ήρωάς του είναι το Κυρίαρχο Σκουλήκι, φανερώνουν», καταδεικνύοντας την πανανθρώπινη αυτή, διαχρονική αλήθεια της τελικής ανυπαρξίας. Κατά τη διάρκεια της σκηνής της επίθεσης παρουσιάζονται οι άγγελοι να παρακολουθούν το θέαμα και να κλαίνε, διατηρώντας όμως μια απαθή στάση, δεν παρεμβαίνουν ούτε προσπαθούν να αποτρέψουν την αποτρόπαιη συνθήκη. Η παρουσίαση της συμπεριφοράς των αγγέλων έχει πολλαπλά νοήματα. Καταρχάς, είναι καυστική και άκρως συμβολική, καθώς όπως προειπώθηκε συμβολίζουν τον θεό, ο οποίος δεν επιδιώκει να γλιτώσει τους ανθρώπους απ’ τις συμφορές και τις ενδεχομένως τερατώδεις κι ειδεχθείς συνθήκες που τους προκύπτουν, αλλά παραμένει σιωπηρός, άπραγος και φαινομενικά τουλάχιστον απών.
Στο συγκεκριμένο χωρίο καυτηριάζεται η απλοϊκή και ορισμένες φορές δουλοπρεπής ακόμη αντίληψη των θρήσκων, οι οποίοι παραγνωρίζουν το παραπάνω γεγονός και σπεύδουν σε κάθε ευκαιρία να τον δικαιολογήσουν και να του παράσχουν άλλοθι με την ευρέως γνωστή φράση «άγνωσται αι βουλαί του κυρίου». Επιπροσθέτως, στη σκηνή της σφαγής γίνεται φανερό ότι η κατάληξη του θανάτου υπερβαίνει ακόμη και τις θεϊκές δυνάμεις, είναι το αναπόδραστο συμβόλαιο που υπογράφουν όλοι οι άνθρωποι ερχόμενοι στη ζωή. Τονίζεται, έτσι, ότι η κατάληξη αυτή δεν πρέπει να ανάγεται σε μεταφυσικές παρουσίες, καθώς είναι αμιγώς ανθρώπινη και συνιστά απόρροια της θνητότητας.
Τέλος, αναφέρεται πως ο ήρωας του έργου είναι το Κυρίαρχο Σκουλήκι κι όχι ο Άνθρωπος όπως πιθανόν να ανέμενε κανείς. Ο χαρακτηρισμός «Κυρίαρχο» είναι στοχευμένος. Ο Πόε θεωρεί τον θάνατο ισχυρότερο και καθοριστικότερο απ’ τη ζωή. Είναι παντοδύναμος, έχοντας την ικανότητα να αφαιρεί και να ορίζει τη ζωή των ανθρώπων με ποικίλους τρόπους, όπως παραδείγματος χάριν όριζε του εν λόγω ποιητή για τον οποίον και αποτελούσε πηγή αστείρευτης έμπνευσης. Ο θάνατος επιβάλλεται επί της ζωής και η συνειδητοποίησή του, η συνειδητοποίηση δηλαδή της θνητής φύσης, έχει την ικανότητα να τη μεταβάλει πλήρως, να την αναδιαμορφώσει εκ θεμελίων. Πιθανώς η επιλογή του χαρακτηρισμού «ήρωας» να υπαινίσσεται την τελική απαλλαγή και σωτηρία απ’ τη ζωή, την οποία επιφέρει μονάχα ο θάνατος.
Τέλος, η επιλογή του σκουληκιού είναι επίσης στοχευμένη, παρέχοντας μια συμβολική νύξη της πραγματικής —τουλάχιστον κατά τον Πόε— κατάληξης όλων των ζωντανών οργανισμών, δηλαδή τη μακάβρια και φρικιαστική διαδικασία της αποσύνθεσης, βασικός παράγοντας της οποίας είναι συνήθως τα σκουλήκια. Καταληκτικά, η ζωή είναι κατά κανόνα άδικη σε αντίθεση υποτίθεται με τον θάνατο, όμως κι αυτός εν τέλει είναι εν μέρει μόνο δίκαιος, καθώς έρχεται μεν για όλους, καταφτάνει δε για τον καθένα με διαφορετικό τρόπο και οι τρόποι αυτοί είναι άδικοι, ακριβώς γιατί έρχονται μέσα απ’ τη ζωή, ο ίδιος ο θάνατος έρχεται μέσω της ζωής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Edgar Allan Poe, britannica.com, διαθέσιμο εδώ.