Της Μαρίας Σαράφη,
Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν˙ κάποιοι παραμένουν εκεί. Οι δρόμοι γεμίζουν οχήματα, ο ουρανός χαράσσεται από τα αεροπλάνα, ακόμη και τα πιο ερημικά στενάκια ξεχειλίζουν από κόσμο. Ο ήχος από τις ρόδες της βαλίτσας στο έδαφος και τσάντες φουσκωμένες, έτοιμες να «σκάσουν». Ομιλίες σαν ένα ενιαίο βουητό, κλεφτές ματιές στο ρολόι και ποικίλα συναισθήματα. Μια λέξη χαραγμένη στο μυαλό… ταξίδι. Σήμερα, οι άνθρωποι ταξιδεύουν, όχι μόνο για λόγους αναψυχής, αλλά και για λόγους όπως η εργασία, η εκπαίδευση, ακόμη και ο έρωτας. Μεγαλύτερο ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού έχει πλέον την οικονομική δυνατότητα να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι, ενώ τα όρια δραστηριοποίησης του ατόμου έχουν επεκταθεί, ξεπερνώντας τα όρια της μόνιμης κατοικίας του.
Είναι σημαντικό να ξέρεις κάθε φορά τι θέλεις να κρατήσεις από ένα ταξίδι, γιατί θα σε συνοδεύει για πάντα και, ανάλογα τις καταστάσεις, το «για πάντα» ερμηνεύεται με διαφορετικό τρόπο. Σε πολλούς φαντάζει «αιώνες», σε άλλους «λίγα λεπτά», λίγοι καταφέρνουν να το συγχέουν με το «τώρα». Είναι αλήθεια πως τα ταξίδια σε αλλάζουν, σε διαμορφώνουν, σου δίνουν. Χρησιμοποιούν το σώμα σου ως όχημα που περιφέρεται στον κόσμο σαν χαμένο, αναζητώντας στιγμές, με μόνο καύσιμο την ανάγκη για ζωή.
Το τρένο προειδοποιεί την αναχώρησή του. Έχω επιβιβαστεί στο πέμπτο βαγόνι και προσπαθώ να βολευτώ στη θέση μου. Μια νεαρή με μακριά μαλλιά, που κυματίζουν και μπλέκονται στο πέρασμα του αέρα, έχει κρεμαστεί στην άκρη του ανοιχτού παραθύρου, πασχίζοντας να συγκρατήσει κομμάτια από την εικόνα που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Το απαλό μειδίαμα που διαγράφεται στα χείλη της, μαρτυρά τις μεθυσμένες σκέψεις της με «εκείνον», αποκαλύπτει την ανυπομονησία της αναμονής μέχρι να τον δει. Με το βλέμμα της ερωτεύεται η φύση, και ξεχύνοντας τα αρώματά της, τη ζαλίζει.
Δίπλα της, ένα κοριτσάκι γύρω στα οχτώ, χοροπηδάει και τεντώνεται για να χορτάσει την περιέργειά του με τα μάτια. Τεντώνει τα χέρια του και με την άκρη των δαχτύλων χαϊδεύει τη βάση του παραθύρου. Δεν παραπονιέται, μονάχα αναρωτιέται. Αναρωτιέται αν ο κόσμος είναι όπως στα παραμύθια, γεμάτος κάστρα, δράκους, νεράιδες και πρίγκιπες. Αναρωτιέται αν μπορεί να πετάξει στον αέρα και αν στη θάλασσα γίνεται γοργόνα. Αναρωτιέται —συνεχώς αναρωτιέται— γιατί στον ύπνο της φαντάζεται πως αιωρείται πάνω από το κρεβάτι της και πως σταδιακά απομακρύνεται, φτάνοντας όλο και πιο ψηλά, μέχρι που βλέπει τη γη σαν μια μπάλα ποδοσφαίρου. Και εκεί είναι που σκέφτεται, αν θα μπορούσε να την κλοτσήσει. Καταφέρνει να διακρίνει ένα κομμάτι μπλε, λίγο ουρανό και μαγεμένη υπόσχεται να μη σταματήσει να τον κοιτά.
Στη θέση απέναντι από τη δική μου, μια κυρία με κοστούμι και ψηλοτάκουνα κουνάει νευρικά το δεξί της πόδι, που βρίσκεται πάνω από το αριστερό, και κοιτάει με μανία το ρολόι στο χέρι της κάθε δύο λεπτά. Βιάζεται, έτσι νομίζει τουλάχιστον. Νομίζει πως της δόθηκε απλόχερα το κάθε λεπτό που ανασαίνει για να βιάζεται. Νομίζει πως το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο είναι να μην αργήσει να φτάσει στη δουλειά και πως αν βιάζεται θα φτάσει εγκαίρως. Όμως, ξεχνάει πως πρέπει μονάχα να βιάζεται να ζήσει.
Τότε κλείνω το τετράδιο και συλλογίζομαι πως ναι, ο κόσμος είναι γεμάτος δράκους που βγάζουν φωτιές από το στόμα, κάστρα που λένε μια ιστορία και γοητευτικούς πρίγκιπες. Πρίγκιπες που θα παλέψουν με τους δράκους, που θα σε γοητεύσουν με την εμφάνισή τους και που θα σε περιμένουν σε έναν σταθμό για να αγγίξουν και πάλι τα μπλεγμένα από τον άνεμο μαλλιά σου και να ικανοποιήσουν τη δίψα της ψυχής σου. Ναι, ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να βιάζεσαι και να τρέχεις, αρκεί να εκτιμάς τη διαδρομή, κρατώντας άγνωστο τον προορισμό. Κοιτώντας πέρα από τις σελίδες, τα τρία πρόσωπα εξαφανίστηκαν, υπήρχε μόνο το δικό μου. Το πρόσωπο μιας ηλικιωμένης που ταξιδεύει για να κάνει εξετάσεις σε ένα καλύτερο νοσοκομείο. Το πρόσωπο μιας γυναίκας που δε σταμάτησε ποτέ της να ταξιδεύει…