Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Η επιρροή του πολιτισμού των Γερμανών στο βόρειο τμήμα της γείτονος χώρας, είναι αδιαμφισβήτητη εδώ και πολλούς αιώνες. Ένα από τα βασικά γεγονότα που οδήγησαν στην όσμωση αυτή μεταξύ του ιταλικού και του γερμανικού πολιτισμού ήταν η εισβολή και εγκατάσταση του γερμανικού φύλου των Λομβαρδών στην περιοχή αυτή, η οποία πήρε το όνομά τους. Την ιστορία και την επιρροή του φύλου αυτού θα αναλύσουμε στις επόμενες παραγράφους.
Οι παραδόσεις του φύλου υποδεικνύουν πως οι Λομβαρδοί κατάγονταν από την Βόρεια Γερμανία/ Δανία, περιοχή από την οποία αναχώρησαν λόγω της αύξησης του πληθυσμού στην περιοχή. Το αρχικό όνομα της φυλής ήταν Βιννίλιοι (Winnili). Μετά από μια μάχη, στην οποία οι γυναίκες της φυλής έδεσαν τα μαλλιά τους μπροστά από το πρόσωπό τους για να φαίνονται σαν γένια, οι Βιννίλιοι πήραν το προσωνύμιο Λογγοβάρδοι (Longobardi), το οποίο σήμαινε στη γλώσσα τους «αυτοί που έχουν μακριά γένια», από το οποίο προέρχεται και το πιο γνωστό Λομβαρδοί. Τους πρώτους μ.Χ. αιώνες απαντώνται στις όχθες του Έλβα ποταμού, πολεμώντας ενάντια σε άλλες γερμανικές φυλές, ενώ περιστασιακά τμήματά τους συμμετείχαν σε εισβολές ενάντια στους Ρωμαίους.
Ο Βασιλιάς Αυδοΐνος (546-560) εισέβαλλε στην Παννονία, την οποία τότε κατείχαν οι επίσης βάρβαροι Γέπιδες. Με την βοήθεια των Βυζαντινών, οι Λομβαρδοί κέρδισαν τελικά τον πόλεμο το 551. Ο Αυδοΐνος πέθανε το 560, αφήνοντας ως διάδοχο τον γιο του Αλβοΐνο, ο οποίος νίκησε εκ νέου τους Γέπιδες και τους κατέστησε υποτελείς του, ενώ παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά τους. Καθώς φοβόταν την ισχυροποίηση των Αβάρων στα ανατολικά, ο Αλβοΐνος εγκατέλειψε την Παννονία και έφυγε μαζί με τους Λομβαρδούς και τις υποτελείς του φυλές προς την Ιταλία. Την άνοιξη του 568 οι Λομβαρδοί διέβησαν τις Ιουλιανές Άλπεις και ξεκίνησαν να επιτίθενται στις πόλεις του ιταλικού βορρά.
Λόγω των Γοτθικών Πολέμων, οι οποίοι είχαν διαρκέσει ολόκληρες δεκαετίες, οι βυζαντινές φρουρές ήταν αποδεκατισμένες και καταπονημένες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αμυνθούν ενάντια στους εισβολείς. Πόλεις τεράστιας σημασίας, όπως το Μιλάνο, η Βερόνα και η Βικεντία έπεσαν η μία μετά την άλλη, ενώ και η πιο ανθεκτική Παβία, έπεσε το 572, ώστε να γίνει η πρώτη πρωτεύουσα του κράτους των Λομβαρδών. Το ίδιο έτος δολοφονήθηκε ο Αλβοΐνος, ενώ και ο διάδοχος του είχε την ίδια μοίρα μετά από μια σύντομη βασιλεία.
Η επόμενη δεκαετία, η οποία έμεινε γνωστή ως «εποχή των δουκών», επικράτησε χάος στην ιταλική χερσόνησο. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε κεντρική εξουσία, ενώ Λομβαρδοί ευγενείς παίρνοντας τμήματα του στρατού κατελάμβαναν πόλεις στα κεντρικά και νότια της Ιταλίας, δημιουργώντας δικά τους, ανεξάρτητα δουκάτα. Η χαοτική αυτή κατάσταση οδήγησε σε εισβολή των Φράγκων το 584, η οποία ανάγκασε τους Λομβαρδούς να ενωθούν και να επιλέξουν ως βασιλιά τους τον Αυθάριο. Ο Αυθάριος κέρδισε τους εισβολείς, και συνάπτοντας συμμαχία με τους Βαυαρούς, κέρδισε ξανά τους Φράγκους το 588. Ο Αυθάριος παντρεύτηκε την Θεοδελίνδα, κόρη του Δούκα των Βαυαρών το 589, θέλοντας να επισφραγίσει την συμμαχία μεταξύ των δύο κρατών, όμως πέθανε το επόμενο έτος. Ο Αυθάριος, παρότι γεννήθηκε ειδωλολάτρης, μεταστράφηκε στον Αρειανισμό (χριστιανική αίρεση), ενώ ήταν ο πρώτος βασιλιάς των Λομβαρδών που υιοθέτησε ρωμαϊκούς τρόπους.
Τον Αυθάριο διαδέχθηκε ο Αγιλούλφος, συγγενής του Αυθαρίου. Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ των Φράγκων επέτρεψε στον Αγιλούλφο να συνεχίσει την επέκτασή του ενάντια στους Βυζαντινούς. Το 598 οι Λομβαρδοί κατέλαβαν την Περούτζια, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα και η Πάντοβα έπεσε στα χέρια του. Το Βυζαντινό Εξαρχάτο της Ραβέννας αναγκάστηκε, μετά από τις εξελίξεις αυτές, να πληρώνει φόρο υποτέλειας στους Λομβαρδούς. Ο Αγιλούλφος πέθανε το 616, αφήνοντας ως διάδοχο τον γιο του Αδαλοάλδο, ο οποίος εκθρονίστηκε από τους ευγενείς το 626, οι οποίοι επέλεξαν τον γαμπρό του να ηγηθεί το κράτους. Ο γαμπρός του, ονόματι Αριοάλδος, επέβαλε ξανά τον Αρειανισμό στο βασίλειό του, ενώ κατάφερε να απωθήσει την εισβολή των Αβάρων στην Ιταλία.
Τον διαδέχθηκε ο ομόθρησκός του Ροθάριος, προερχόμενος από τον οίκο του Αρόδου, ο οποίος μέχρι τότε ήταν Δούκας της Μπρέσια, και αποδείχθηκε ένας από τους καλύτερους Λομβαρδούς βασιλείς. Ο Ροθάριος έγινε βασιλιάς το 636, και επιδόθηκε στην κατάκτηση των τελευταίων κτήσεων του Βυζαντίου στη Βόρεια Ιταλία. Το 641 κατέλαβε την Γένοβα και το φρούριο του Οντέρζο, ενώ το 643 ολοκλήρωσε την κατάληψη της Λιγουρίας. Το ίδιο έτος εκδόθηκε για πρώτη φορά γραπτά ο νόμος των Λομβαρδών από τον Ροθάριο (Edictum Rothari). Βασική διαφορά του Edictum Rothari από άλλους, σύγχρονους του νομικούς κώδικες είναι πως οι Νόμοι αυτοί είχαν διατηρήσει τις βασικές αρχές του γερμανικού φυλετικού δικαίου, έχοντας ελάχιστες ρωμαϊκές επιρροές. Μάλιστα, αναφέρεται πως οι νόμοι αυτοί εγκρίθηκαν από τον στρατό των Λομβαρδών, καθώς οι στρατιώτες ακούγοντας τους νόμους τους επικρότησαν χτυπώντας τα σπαθιά τους με τις ασπίδες τους, ένα πανάρχαιο γερμανικό έθιμο (gairethinx). Από την νομοθεσία αυτή κατοχυρώνονταν τα δικαιώματα και των μη αναγνωρισμένων τέκνων στην περιουσία, ενώ τιμωρούταν ιδιαίτερα αυστηρά η πρόκληση σωματικής βλάβης σε γυναίκες. Όταν τελικά πέθανε ο Ροθάριος, το 652, άφησε ένα ισχυρό και ευνομούμενο βασίλειο, ενώ οι Βυζαντινοί είχαν περιοριστεί στην λωρίδα γης που ένωνε τη Ραβέννα με την Ρώμη, συν τις κτήσεις στην Απουλία και την Καλαβρία.
Ο γιος του Ροθάριου, Ροδοάλδος, δολοφονήθηκε λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του. Οι ευγενείς έδωσαν τη θέση του βασιλιά στον Αριπέρτο, ο οποίος ήταν ο γιος του Δούκα του Άστι και συγγενής του Δούκα της Βαυαρίας. Εκείνος ήταν Καθολικός, και βασίλευσε μέχρι το 661, με βασικό του μέλημα την εξάπλωση της ρωμαϊκής έκδοσης του Χριστιανισμού μεταξύ των Λομβαρδών. Το βασίλειο διαιρέθηκε μεταξύ των δύο γιων του, με τον Γοδεπέρτο να παίρνει το ανατολικό τμήμα, και τον Περκταρίτο να παίρνει το δυτικό με πρωτεύουσα το Μιλάνο. Ο τελευταίος εκθρονίστηκε από τον Γριμοάλδο, ο οποίος ήδη κατείχε το Δουκάτο του Βενεβέντου στην Νότια Ιταλία, και κατάφερε να κερδίσει τόσο τους Βυζαντινούς, οι οποίοι εισέβαλλαν στις κτήσεις του στο Νότο, όσο και τους Φράγκους. Την εποχή εκείνη ξεκίνησαν να αποτελούν πρόβλημα για την περιοχή και οι Σλάβοι, οι οποίοι το 663-4 λεηλάτησαν τη σημερινή Σλοβενία και το Φρίουλι.
Ο Περκταρίτος ανέκτησε το βασίλειό του, το 671, εκθρονίζοντας τον γιο του Γριμάλδου. Ο Περκταρίτος έκανε τον καθολικισμό επίσημη θρησκεία του βασιλείου του, και αφιέρωσε σημαντικό τμήμα της βασιλείας του στην δημιουργία εκκλησιών και στη σύσφιξη των σχέσεων του βασιλείου με τον Πάπα. Το 688 τον διαδέχθηκε ο Κουνινκπέρτος, ο οποίος τελικά κατάφερε να καταπνίξει την αντίσταση των Αρειανών αιρετικών του βασιλείου, πριν αυτός πεθάνει το 700.
Ο νέος αιώνας δημιούργησε σοβαρές προκλήσεις για τους Λομβαρδούς, καθώς υπήρξαν αρκετές εμφύλιες συγκρούσεις στις αρχές του αιώνα. Επίσης, το 705, οι Λομβαρδοί ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Σλάβους, οι οποίοι και εγκαταστάθηκαν τότε στην Σλοβενία. Ο βασιλιάς Λιουτπράνδος επανέφερε την τάξη, καθώς απώθησε τους Σλάβους από το Φρίουλι το 720, σταματώντας έτσι την εισβολή τους στην Ιταλία. Τα επόμενα χρόνια ο διάδοχος του Αιστούλφος κατέκτησε την Ραβέννα, πριν την πάρουν πίσω οι Βυζαντινοί, ενώ αργότερα ο Δεσιδέριος την κατέλαβε οριστικά. Ο Δεσιδέριος πολέμησε ενάντια στον Πάπα, καθώς ο Ποντίφικας προωθούσε τον Δούκα του Βενεβέντο εναντίον του, με αποτέλεσμα ο Δεσιδέριος να εισβάλει στην Ρώμη το 772, γινόμενος ο πρώτος Λομβαρδός που καταλαμβάνει την Αιώνια Πόλη.
Με την πράξη αυτή ωστόσο, οδήγησε στο να είναι και ο τελευταίος ιθαγενής Βασιλιάς των Λομβαρδών. Η κατάληψη της Ρώμης, και η επακόλουθη έκκληση του Πάπα για βοήθεια στον Καρλομάγνο, οδήγησε στην εισβολή του Φράγκου Βασιλιά στην Ιταλία και στην κατάληψη ολόκληρου του βασιλείου από εκείνον. Ο Καρλομάγνος κατέστησε τους Λομβαρδούς υποτελείς του, και σε μια προσπάθεια να τους κρατήσει υπό τον έλεγχό του, υιοθέτησε τον τίτλο του βασιλιά των Λομβαρδών. Εκ του αποτελέσματος η πρωτοβουλία του αυτή ήταν, το λιγότερο, επιτυχημένη, καθώς η Λομβαρδία έγινε υποτελής των Φράγκων για τους επόμενους αιώνες χωρίς να προκύψουν πολλές εξεγέρσεις από την πλευρά των Λομβαρδών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Lombard, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ
- Durant, W. (1950), Η παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού – Τόμος Δ’: Ο Αιών της Πίστεως, Νέα Υόρκη: Εκδόσεις Simon & Chuster.