Της Χριστίνας Τέλλη,
Το σύνδρομο Gorlin –αλλιώς ονομαζόμενο στη βιβλιογραφία σύνδρομο Gorlin-Goltz, ή σύνδρομο βασικοκυτταρικών σπίλων (basal cell nevus syndrome – BCNS)– είναι ένα οικογενές καρκινικό σύνδρομο αυτοσωμικού χαρακτήρα. Χαρακτηρίζεται από πολυάριθμα βασικοκυτταρικά καρκινώματα (basal cell carcinomas – BCC), παράλληλα με σκελετικές, οφθαλμολογικές και νευρολογικές ανωμαλίες. Τα πολλαπλά νεοπλάσματα εμφανίζονται ήδη από την παιδική ηλικία. Η νόσος προσβάλλει άνδρες και γυναίκες σε σχεδόν ίση κατανομή. Επιδημιολογικά, παρόλο που το σύνδρομο έχει περιγραφεί σε ασθενείς όλων των φυλών, αξίζει να αναφερθεί ότι οι Αφροαμερικανοί και οι Ασιάτες αντιπροσωπεύουν μόνο το 5% των περιπτώσεων και συχνότερα διαγιγνώσκονται τυχαία με εξωδερμικά ευρήματα, όπως οι οδοντογενείς κύστεις γνάθων.
Από άποψη αιτιοπαθοφυσιολογίας, έχουν ενοχοποιηθεί κυρίως μεταλλάξεις στο ογκοκατασταλτικό γονίδιο PTCH, συγκεκριμένα στο PTCH 1, που εντοπίζεται στο χρωμόσωμα 9q και φυσιολογικά κωδικοποιεί έναν διαμεμβρανικό υποδοχέα ο οποίος αναγνωρίζει τις πρωτεΐνες του σηματοδοτικού μονοπατιού Sonic Hedgehog. Οι de novo μεταλλάξεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 20% έως 30% των περιπτώσεων του συνδρόμου. Το γονίδιο PTCH, συγκεκριμένα το PTCH 1, συνιστά ένα ογκοκατασταλτικό γονίδιο. Η ομόζυγη αδρανοποίησή του οδηγεί σε καρκινογένεση και σχηματισμό πολλαπλών βασικοκυτταρικών καρκινωμάτων και άλλων νεοπλασιών. Οι ασθενείς με σύνδρομο Gorlin κληρονομούν ένα ελαττωματικό αντίγραφο αυτού του ογκοκατασταλτικού γονιδίου και συνήθως υφίστανται μία δεύτερη μετάλλαξη σε αυτό, που πιθανώς οφείλεται σε υπεριώδη ή ιοντίζουσα ακτινοβολία. Πρόσφατα, έχουν επίσης βρεθεί μεταλλάξεις στο γονίδιο SUFU του χρωμοσώματος 10q και στο γονίδιο PTCH 2 στο χρωμόσωμα 1p σε ασθενείς που πληρούν τα κριτήρια για το σύνδρομο Gorlin. Αναφορικά, οι ασθενείς με μεταλλάξεις του γονιδίου SUFU έχουν 20πλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης μυελοβλαστώματος σε σύγκριση με τις μεταλλάξεις του PTCH1 στο σύνδρομο Gorlin.
Οι ασθενείς με σύνδρομο Gorlin μπορεί να παρουσιάσουν BCCs ήδη από τη βρεφική ηλικία – ωστόσο, η μέση ηλικία εμφάνισης BCCs είναι τα 20 έτη. Τα πολλαπλά BCC είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του συνδρόμου Gorlin και τα BCC μπορεί να παρουσιάζονται ως κλασικές ημιδιαφανείς βλατίδες με τελαγγειεκτασίες. Επιδερμικές κύστεις αναφέρονται σε ποσοστό περίπου 50% των περιπτώσεων. Ο πόνος και το οίδημα των κύστεων της γνάθου (οδοντογενείς κερατοκύστεις) μπορεί να είναι το αρχικό εύρημα και εμφανίζονται κατά μέσο όρο σε ηλικία 13 ετών. Το μυελοβλάστωμα είναι η δεύτερη πιο συχνή κακοήθεια στο σύνδρομο, με συχνότητα περίπου 5%, και εμφανίζεται σε μέση ηλικία 2 ετών. Οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν επιληπτικές κρίσεις, νευρολογικά και γνωσιακά ελλείμματα. Οι μυοσκελετικές ανωμαλίες είναι πολύ συχνές και εμφανίζονται στο 60% έως 75% των ασθενών. Η σχιστία χείλους/στομάχου, η σπονδυλοδεσία, το pectus excavatum, οι υποπλαστικοί αντίχειρες, κτλ. είναι ορισμένες πιθανές μυοσκελετικές ανωμαλίες. Μπορεί να εμφανιστούν, επίσης, οφθαλμολογικές ανωμαλίες όπως υπερτελορισμός, συγγενής τύφλωση, καταρράκτης, στραβισμός, κτλ. Κατά τη διάρκεια της γενικής αναισθησίας μπορεί να εμφανιστεί βαθιά βραδυκαρδία από καρδιακά ινομυώματα.
Η διάγνωση του BCNS απαιτεί την παρουσία δύο μείζονων ή ενός μείζονος και δύο δευτερευόντων κλινικών κριτηρίων:
- Μείζονα κριτήρια: πολλαπλά (>2) BCC ή 1 BCC έως την ηλικία των ≤20 ετών, οδοντογενείς κύστεις της γνάθου που αποδεικνύονται ιστολογικά, παλαμιαία ή πελματιαία διάβρωση, ασβεστοποίηση στο δρέπανο, ανωμαλία στις πλευρές, συγγενής πρώτου βαθμού με BCNS.
- Δευτερεύοντα κριτήρια: Μυελοβλάστωμα, αυξημένη περίμετρος κεφαλής, συγγενείς δυσμορφίες και άλλες σκελετικές ανωμαλίες, ακτινολογικά ευρήματα (πχ. σύντηξη ή επιμήκυνση των σπονδυλικών σωμάτων), ωοθηκικά και καρδιακά ινομυώματα.
Για τη διαχείριση των ασθενών με σύνδρομο Gorlin απαιτείται διεπιστημονική προσέγγιση. Απαιτείται στενή παρακολούθηση από δερματολόγο για τη διάγνωση και τη θεραπεία των BCC, καθώς σπάνια μπορεί να εμφανιστούν μεταστάσεις. Οι παιδιατρικοί ασθενείς θα πρέπει να υποβάλλονται σε ετήσιο δερματολογικό έλεγχο μέχρι την εμφάνιση του πρώτου BCC, ενώ στη συνέχεια θα πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο τουλάχιστον κάθε έξι μήνες. Οι ενήλικες θα πρέπει να υποβάλλονται σε πλήρη δερματικό έλεγχο τουλάχιστον κάθε τέσσερις μήνες. Η θεραπεία των BCCs στο σύνδρομο Gorlin αποτελεί πρόκληση, δεδομένου του αριθμού των νεοπλασμάτων. Έχουν αναφερθεί διάφορες τεχνικές αντιμετώπισης, όπως η απόξεση, η χειρουργική εκτομή, η χειρουργική Mohs (MMS) κ.τ.λ. Οι επιλογές τοπικής θεραπείας περιλαμβάνουν 5% 5-φθοροουρακίλη, 5% ιμικουιμόδη ή φωτοδυναμική θεραπεία. Η βισμοδεγκίμπη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία των BCC στο σύνδρομο Gorlin, ωστόσο οι παρενέργειες μπορεί να είναι περιοριστικές και η αναγέννηση των BCC εμφανίζεται μετά τη διακοπή της βισμοδεγκίμπης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Gorlin Syndrome, PubMed, Διαθέσιμο εδώ