Του Γιάννη Αρμύρα,
Οι επιτυχημένες στρατιωτικές ενέργειες του ρωσικού στρατού και της βουλγαρικής πολιτοφυλακής στον πόλεμο του 1877-1878 ανάγκασαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να παραδεχτεί την ήττα της. Ως αποτέλεσμα αυτού, τον Φεβρουάριο του 1878 άρχισαν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, με τις οποίες έγινε σαφές ότι η Βουλγαρία εμφανίστηκε ξανά στον χάρτη της Βαλκανικής Χερσονήσου, μετά από παύση σχεδόν πέντε αιώνων.
Με το τέλος του Ρωσοτουρκικού πόλεμο (1877-1878), υπογράφθηκε η Συνθήκη του Βερολίνου που ρύθμιζε τις αλλαγές στη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συνθήκη είναι το τελικό έγγραφο του Συνεδρίου του Βερολίνου και υπογράφηκε ακριβώς ένα μήνα μετά την έναρξη αυτής της συνάντησης των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων. Η επακόλουθη συνθήκη, που υπογράφηκε στο Βερολίνο, άλλαξε τις αρχικές ιδέες των Βουλγάρων. Προέβλεπε τη δημιουργία ενός αυτόνομου παραποτάμιου Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας, συμπεριλαμβανομένων των εδαφών βόρεια του Αίμου (μέχρι τον ποταμό Δούναβη) και του Σαντζακιού της Σόφιας. Δημιουργήθηκε, επίσης, η περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας, με διοικητική αυτονομία, η οποία όμως βρισκόταν υπό την εξουσία του Σουλτάνου.
Αυτή η διαίρεση προκαθόρισε τη μοίρα της Βουλγαρίας τις επόμενες δεκαετίες. Ο κύριος στόχος της ήταν η ενοποίηση όλων των Βουλγάρων σε μια χώρα και τα επόμενα χρόνια η πολιτική ελίτ θα αγωνιστεί ακριβώς γι’ αυτό. Απόδειξη αυτού είναι η εξέγερση Κρέσνα-Ραζλόζ, που ξέσπασε μόλις λίγους μήνες μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου, η οποία επίσης απέτυχε. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης, οι Βούλγαροι συνειδητοποίησαν ότι οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν ακόμη για να επιτύχουν την ενοποίησή τους σε μια άμεση μάχη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποφασίζουν, λοιπόν, να προσπαθήσουν να πραγματοποιήσουν τον στόχο τους με τη βοήθεια της διπλωματίας. Μόλις εξελέγη, ο πρίγκιπας Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ μελέτησε τη διεθνή κατάσταση για μια κοινή δράση, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι καμία ευρωπαϊκή δύναμη δεν είχε συμφέρον να υποστηρίξει μια τέτοια πράξη.
Ωστόσο, η πολιτική κατάσταση άλλαξε σταδιακά, ειδικά μετά την ένταση που προέκυψε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας λόγω ανεπίλυτων συνοριακών θεμάτων, καθώς και την εκλογική νίκη στη Μεγάλη Βρετανία από τον Γούιλιαμ Γλάντστον. Τον Απρίλιο του 1880, εκπρόσωποι της Ανατολικής Ρωμυλίας έφτασαν στο Πριγκιπάτο για να συντονίσουν τις ενέργειες τους. Αποτέλεσμα της επίσκεψής τους ήταν η σύσταση κεντρικής επιτροπής και η κατάρτιση προγράμματος. Τον Μάιο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε συνάντηση στην πόλη του Σλίβεν. Σε αυτήν συμμετείχαν οι Στέφαν Σταμπόλοφ και Γκιόργκι Ζίφκοφ ως εκπρόσωποι του Πριγκιπάτου. Ακόμη, αποφασίστηκε ότι ο ένας καθηγητής της Ροβέρτειου Σχολής της Κωνσταντινούπολης, ο Στέφαν Παναρέτοφ, θα μεταβεί στο Λονδίνο με σκοπό να μάθει την επίσημη βρετανική θέση για το θέμα μιας σχεδιαζόμενης ένωσης.
Παρόλα αυτά, οι ελπίδες των Βουλγάρων αποδείχθηκαν μάταιες. Αρνητικά μίλησε το υπουργικό συμβούλιο του Γκλάντστοουν, ενώ επιφυλακτική θέση πήρε ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας, Ντράγκαν Τσάνκοφ. Ωστόσο, η ιδέα της ενοποίησης δεν είχε εγκαταλειφθεί. Με τη λήξη του καθεστώτος των πληρεξουσίων, η εξωτερική κατάσταση της Βουλγαρίας βελτιώθηκε. Αυτό λειτούργησε θετικά για την προετοιμασία μιας νέας διπλωματικής δράσης. Στις αρχές του 1884 ανακαλύφθηκε μια τέτοια ευκαιρία και προαπαιτούμενο έγινε η λήγουσα θητεία του Αλέκου Μπογορίδη ως επικεφαλής. Λήγει, επίσης, η θητεία του κυβερνώντος Κόμματος των Φιλελευθέρων. Σφοδρός προεκλογικός αγώνας μαίνεται μεταξύ των δύο βασικών πολιτικών δυνάμεων. Το Λαϊκό Κόμμα, για να συγκεντρώσει ψήφους, διακήρυξε ευρέως την ιδέα της ενοποίησης και ξεκίνησαν συγκεντρώσεις σε ολόκληρη την περιοχή. Μέχρι το καλοκαίρι του 1885, η διοίκηση της Βουλγαρικής Μυστικής Κεντρικής Επαναστατικής Επιτροπής διεξήγαγε μαζική προπαγάνδα υπέρ της ένωσης μεταξύ του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Οι διαφορές στο καθεστώς της Μακεδονίας και της Ανατολικής είχανε έχουν πείσει τους φορείς της ότι οι προσπάθειες πρέπει να κατευθυνθούν προς την τελευταία. Ζητήθηκε η υποστήριξη τόσο της κυβέρνησης του Καραβέλοφ όσο και του πρίγκιπα της Βουλγαρίας. Ωστόσο, ο Καραβέλοφ θεωρούσε ότι δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για μια τέτοια ενέργεια, επισημαίνοντας την ανεπαρκή προετοιμασία, την έλλειψη οικονομικών και την απαραίτητη εξωτερική πολιτική υποστήριξη. Λόγω της επιδείνωσης των σχέσεών του με τη Ρωσία, ο Μπάτενμπεργκ, από την πλευρά του, δεν βιάστηκε να αντιταχθεί στην ιδέα της ενοποίησης και αφού διαβεβαιώθηκε από το Λονδίνο και τη Βιέννη ότι «αν η Ανατολική Ρωμυλία μπορεί να ενωθεί χωρίς πόλεμο με την Τουρκία και η Ρωσία δεν ωφεληθεί από αυτό, όλοι θα είναι ικανοποιημένοι» ο πρίγκιπας έδωσε σιωπηρά τη συγκατάθεσή του για την Ένωση. Η δημόσια υποστήριξη είναι ήταν ορατή. Ο ενθουσιασμός του κόσμου κλιμακώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν στο Παναγκιούριστε τρεις μαθητές κυμάτισαν τη βουλγαρική σημαία στο κέντρο της πόλης φωνάζοντας: «Κάτω η Ρωμυλία! Ζήτω η Ένωση!», και η σύλληψή τους προκάλεσε τη συγκέντρωση πλήθους σχεδόν 2.000 ατόμων, που στο τέλος τους απελευθέρωσε. Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα, η Β.Μ.Κ.Ε.Ε. αποφάσισε να επισπεύσει την ανακοίνωση της Ενοποίησης.
Μετά την επίσημη ανακοίνωση της Ενοποίησης στις 6 Σεπτεμβρίου 1885, σχηματίστηκε μια νέα προσωρινή κυβέρνηση στην Ανατολική Ρωμυλία έχοντας ως επικεφαλής τον γιατρό Γκιόργκι Στράνσκι. Την ίδια στιγμή, ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Α’ Μπάτενμπεργκ αναχώρησε για το Βελίκο Τάρνοβο, όπου συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Καραβέλοφ. Έχοντας την έγκριση του Καραβέλοφ, ο Μπάτενμπεργκ εξέδωσε δύο διατάγματα – για μια γενική επιστράτευση στο Πριγκιπάτο και για την σύγκληση της τέταρτης Εθνοσυνέλευσης σε έκτακτη σύνοδο. Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Βουλγαρία δεν γινόταν να μην τραβήξουν την προσοχή των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Ρωσία δήλωσε κατηγορηματικά την εναντιοποίηση στην Ένωση, και ανακάλεσε ακόμη και τους αξιωματικούς της από τη Βουλγαρία. Η δυσαρέσκεια του Ρώσου αυτοκράτορα προς τον Βούλγαρο πρίγκιπα, η ανάγκη της Ρωσίας να αποφύγει τις επιπλοκές στα Βαλκάνια εκείνη τη στιγμή, λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα μεταξύ αυτής και της Μεγάλης Βρετανίας στο Αφγανιστάν, καθόρισε τη ρωσική θέση.
Η Βρετανία αρχικά δεν ήταν υπέρ της Ένωσης, αλλά βλέποντας ότι η Ρωσία δήλωσε εναντίον της, αποφάσισε να αλλάξει εντελώς γνώμη. Ο λόγος είναι ότι η πολιτική ελίτ της Βρετανίας είδε στην άρνηση των Ρώσων να υποστηρίξουν την υπόθεση των Βουλγάρων, μια εξαιρετική ευκαιρία για να μειώσουν τη ρωσική επιρροή στη Βουλγαρία και ταυτόχρονα να ενισχύσουν τη βρετανική. Το ίδιο έκαναν και οι Γάλλοι, αλλά τελικά οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν κατέληξαν ποτέ σε ομόφωνη γνώμη, παρά τη διάσκεψη που έγινε στην Κωνσταντινούπολη αφιερωμένη στο θέμα. Εκείνη τη στιγμή οι Σέρβοι αποφάσισαν να επέμβουν αποφασιστικά στα γεγονότα κηρύσσοντας τον πόλεμο στη Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι τότε νίκησαν τους Σέρβους, προστατεύοντας έτσι την Ένωση των δύο βασιλείων. Επιπροσθέτως, η στάση της χώρας μας ήταν αρνητική. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα κινητοποιήθηκε άμεσα και απείλησε με πόλεμο την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μιας και εκείνη την χρονική στιγμή η Βουλγαρία δεν ήταν ανεξάρτητο κράτος, αλλά μια περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με μεγάλη αυτονομία, για να προσαρτήσει τμήματα της Μακεδονίας ως αποζημίωση για την εδαφική επέκταση της Βουλγαρίας, καθώς δεν έχει κοινά σύνορα με τη Βουλγαρία και δεν μπορεί να απαιτήσει άμεση αποζημίωση από αυτή. Η Υψηλή Πύλη αναγνώρισε το status quo με τη Συμφωνία του Τόπχανε στις 24 Μαρτίου 1886 στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων – εγγυητών της Συνθήκης του Βερολίνου.
Με την Πράξη του Τόπχανε, ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ διόρισε τον Πρίγκιπα της Βουλγαρίας (χωρίς να αναφέρει το όνομα του εν ενεργεία Πρίγκιπα Αλέξανδρου της Βουλγαρίας), ως Γενικό Κυβερνήτη της Ανατολικής Ρωμυλίας και διατηρώντας έτσι την επίσημη διάκριση μεταξύ του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας και τηρώντας τη Συνθήκη του Βερολίνου. Ωστόσο, ήταν σαφές προς τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι η ένωση μεταξύ του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν μόνιμη και δεν επρόκειτο να διαλυθεί. Ακόμη, η Ένωση οδήγησε στην έξοδο και στον διωγμό του ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Ρωμυλίας και βουλγαρικής Μαύρης Θάλασσας.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, στα πλαίσια της δημιουργίας του βουλγαρικού εθνικού κράτους, ξεκίνησαν οι διωγμοί των Ελλήνων και της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που είχαν ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή πληθυσμών και τη μεταφορά στην Ελλάδα των Ελλήνων. Ειδικότερα, το 1906, με τον νόμο «Περί Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» του 1891, καταργήθηκαν τα ελληνικά σχολεία και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτά Βούλγαροι δάσκαλοι. Στην έδρα της Ελληνικής Μητρόπολης της Φιλιππούπολης και άλλων πόλεων εγκαταστάθηκαν Βούλγαροι Μητροπολίτες. Στις 16 Ιουλίου 1906, μετά από ανθελληνικά δημοσιεύματα βουλγαρικών εφημερίδων, έγινε μεγάλο συλλαλητήριο και ταραχές κατά τις οποίες βουλγαρικός όχλος κατέστρεψε σπίτια, εκκλησίες και σχολεία των Ελλήνων σε όλες τις πόλεις της Αν. Ρωμυλίας.
Μετά από αυτά τα γεγονότα, 37.000 Έλληνες της περιοχής πέρασαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλίας, ενώ άλλοι παρέμειναν στη Βουλγαρία για λίγα χρόνια μέχρι την υπογραφή της συνθήκης του Νεϊγύ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- СЪЕДИНЕНИЕ НА ИЗТОЧНА РУМЕЛИЯ С КНЯЖЕСТВО БЪЛГАРИЯ, bulgariantimes.co.uk, διαθέσιμο εδώ.
- Την Σφαγή των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας δεν την θυμήθηκε κανένα ΜΜΕ! 12 Σεπτεμβρίου 1885, olympia.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Σαν σήμερα: 16 Ιουλίου 1906 – Ο διωγμός κατά των Ελλήνων στη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Съединението – напред към националния идеал, bulgarianhistory.org, διαθέσιμο εδώ.
- Съединението на Княжество България и Източна Румелия, libruse.bg, διαθέσιμο εδώ.