Της Βερονίκης Στεριώτη,
Στις εκλογές Μαρτίου 1933, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, οι Αντιβενιζελικοί κατάφεραν να μαζέψουν τις περισσότερες έδρες. Τα Βενιζελικά κόμματα, εν ονόματι «Εθνικός Συνασπισμος», είχαν συγκεντρώσει ποσοστό 46,3% έναντι του 46,1% της αντιβενιζελικής «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης». Με σκοπό να «προλάβει» όπως ισχυρίστηκε αργότερα, την επιβολή δικτατορίας από τους «Λαϊκούς», ο απόστρατος αντιστράτηγος και εκτός ενεργού πολιτικής ζωής από το 1924, Νικόλαος Πλαστήρας, ηγήθηκε πραξικοπήματος. Στόχος του ήταν να εμποδίσει το «Λαϊκό Κόμμα» να σχηματίσει κυβέρνηση. Για ποιον λόγο, όμως, θεωρούσε πως η κυβέρνηση του κόμματος ισούνταν ταυτόχρονα με Δικτατορία;
Σύμφωνα με τον Παύλο Πετρίδη, ο Πλαστήρας συμμεριζόταν τις ανησυχίες των βενιζελικών αξιωματικών, οι οποίοι έβλεπαν να εκτίθεται σε κίνδυνο η επαγγελματική τους εξέλιξη, στη περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης από το συγκεκριμένο κόμμα. Την επομένη κιόλας μέρα του πραξικοπήματος, ο Νικόλαος Πλαστήρας απηύθυνε διάγγελμα στους πολίτες, στο οποίο απαριθμούσε τους λόγους της απόφασής του. Ανέφερε, λοιπόν, πως οι δύο τελευταίες και πιο πρόσφατες μέχρι τη δεδομένη στιγμή αναμετρήσεις, σε διάστημα μόλις 5 μηνών, απέδειξαν πως το κοινοβουλευτικό σύστημα αδυνατεί να αποδώσει μια βιώσιμη κυβέρνηση. Υποστήριξε χαρακτηριστικά, πως το κοινοβουλευτικό πολίτευμα προκάλεσε στην Ελλάδα, όχι μόνο αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης αλλά και ενίσχυση του κομμουνισμού.
Θεωρούσε, εν ολίγοις, πως το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα σταδιακά θα δημιουργούσε πολλούς κινδύνους, όπως ακυβερνησία, οικονομική καταστροφή, διατάραξη της τάξης αλλά και της ανεργίας. Είχε, όπως τόνισε, καταλήξει στην απόφαση πραξικοπήματος ύστερα από πολλή μελέτη της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί αλλά και αναλογισμού όλων των σχετικών ευθυνών. Πίστευε, πως με τη πράξη του αυτή, προχωρούσε στην ανάληψη της εξουσίας, έχοντας βαθιά πίστη στο Θεό και στις δυνάμεις της ελληνικής φυλής, καθώς και στη στήριξη τόσο των πολιτών όσο και των ενόπλων δυνάμεων. Σκοπός του, λοιπόν, όπως ισχυρίστηκε ήταν η γαλήνη, η ησυχία, η οικονομική σταθερότητα και η κοινωνική κατοχύρωση, μέσω της δημιουργίας μιας σταθερής κυβέρνησης.
Ξεκίνησε να κάνει πράξη το όραμά του, το ίδιο βράδυ των εκλογών, όταν άρχισαν να φτάνουν στην Αθήνα τα πρώτα μηνύματα λαϊκής δυσαρέσκειας που εξελίσσονταν σε πλήρη σάρωση του Βενιζελισμού. Τότε, άρχισαν να παρατηρούνται ορισμένες ανήσυχες στρατιωτικές μετακινήσεις. Στην τότε οικία του Βενιζέλου, όπου ο ίδιος βρισκόταν σε πολύωρη σύσκεψη με τον Πλαστήρα και άλλα πρόσωπα της κυβέρνησής του, αναπτύχθηκε τριπλή ζώνη ασφαλείας από ένοπλους στρατιώτες και χωροφύλακες με τανκς και πολυβόλα. Οι Υπουργοί του Βενιζέλου, Α. Παπαναστασίου, Α. Μιχαλακόπουλος, Κ. Γκότσης, Μάρκου, Κρεμεζής και Θ. Σοφούλης σημείωναν τις μεγαλύτερες απώλειες των ψηφοφόρων τους. Λέγεται πως την ώρα της σύσκεψης, ο Ν. Πλαστήρας, επηρεασμένος από την τακτική και τον θαυμασμό που έτρεφε προς τον Μουσολίνι και του καθεστώτος του, λόγω της μακρόχρονης παραμονής του στην Ιταλία, εισηγήθηκε ως λύση την επιβολή της δικτατορίας. Ο Βενιζέλος απάντησε πως ο ίδιος ήταν ανίκανος να «κάνει τον δικτάτορα». Στις 6 Μαρτίου και ώρα 04:30, με διαταγή του Πλαστήρα ως αρχηγού του κινήματος, καμιόνια με ένοπλους στρατιώτες εισέβαλαν στα γραφεία και τις εγκαταστάσεις εφημερίδων και κατάσχεσαν όλα τα φύλλα του αντιβενιζελικού Τύπου. Ακόμη, άλλα ένοπλα τμήματα κατέλαβαν διάφορα Υπουργεία και δημόσια γραφεία, ενώ άρχισαν να προβαίνουν σε συλλήψεις δημόσια αντιφρονούντων πολιτών.
Στην Αθήνα παρατηρείται ένα χάος. Ο Νικόλαος Πλαστήρας, «κλεισμένος» εντός του Υπουργείου Στρατιωτικών από τις 06:00, συγκαλεί συμβούλια με στρατηγούς και τους παροτρύνει να τον ακολουθήσουν, ενώ κατά τις 09:00 το πρωί, κάποιες στρατιωτικές ομάδες σκορπούν στους δρόμους την προκήρυξη της επανάστασης προς τον λαό. Τις μεσημβρινές ώρες σε όλη την Αθήνα ηχούν καμιόνια με «προκηρύξεις του Αρχηγού της Επανάστασης». Χαρακτηριστικό είναι πως κάποια στιγμή γύρω στις 15:00, κυκλοφόρησε διάγγελμα του Πλαστήρα στο οποίο τονίζονταν πως: «Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα εχρεωκόπησε, αφού δεν μπορεί να δώσει κυβέρνηση βιώσιμη». Παράλληλα, ο Βενιζέλος επισκέπτεται στην οικία του στο Φάληρο, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Ζαΐμη και του ανακοινώνει την απόφαση του να παραιτηθεί. Στη συνέχεια επιστρέφει στο σπίτι του, όπου συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιό του, έτσι ώστε να υποβάλλουν όλοι τις παραιτήσεις τους συντάσσοντας σχετικά διατάγματα τα οποία σαφώς στέλνονται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εξάλλου, είναι γνωστό πως ο Νικόλαος Πλαστήρας είχε τη συναίνεση του Βενιζέλου με το μέρος του, αν όχι και την παρότρυνσή του.
Κατά τις 16:00, κοντά στην οικία του Αρχηγού «Λαϊκού Κόμματος», Παναγή Τσαλδάρη, ακούγονται κροταλίσματα όπλων. Ο στρατός και τα τανκς εμφανίζονται σε κεντρικούς δρόμους και οι αστυνομικοί κάνουν μια προσπάθεια απομάκρυνσης του κόσμου, πράξη που οι χωροφύλακες καταλαβαίνουν ως «φιλοτσαλδαρική». Έτσι, οι χωροφύλακες της ειδικής ασφαλείας επιτίθενται σε αστυφύλακες της γενικής ασφαλείας με αποτέλεσμα παράθυρα των Διευθύνσεων να γίνονται θρύψαλα και να επικρατεί μια γενικότερη εικόνα χάους στους δρόμους της Αθήνας. Δεν αργούν να εμφανιστούν οι πρώτοι νεκροί αθώοι πολίτες, από πολυβόλα και χειροβομβίδες κατά του λαού, κοντά στην οικία του Τσαλδάρη. Ύστερα από αρκετές, αχρείαστες δολοφονίες αθώων πολιτών, το γεγονός άρχισε να θορυβεί τους επιτελείς στο Υπουργείο των Στρατιωτικών.
Ενώ υπήρξαν σημαντικές συγκρούσεις στρατηγών, την διαφορά στα δεδομένα σημείωσε η επέμβαση του Προέδρου Ζαΐμη, ο οποίος όταν ενημερώθηκε για την παραίτηση Βενιζέλου και για το κίνημα Πλαστήρα, έστειλε τον στρατηγό Ταρσούλη τόσο στον Τσαλδάρη, με εντολή να επιβάλλει την τάξη με το κύρος του και όλες τις νόμιμες δυνάμεις, όσο και στο Υπουργείο Στρατιωτικών προκειμένου να βρεθεί μια λύση. Οι Βενιζελικοί στρατηγοί απάντησαν πως το πρέπον ήταν να αναλάβει την εξουσία προσωρινά το ανώτατο συμβούλιο τον αντιστρατήγων έτσι ώστε να καταστείλουν το κίνημα και στη συνέχεια να παραδώσουν την εξουσία στην κυβέρνηση. Η λύση αυτή επικράτησε από όλες τις πλευρές. Έτσι, με την αποδεχομένη λύση να σχηματίσει κυβέρνηση ο Οθωναίος, ο Ν. Πλαστήρας αποχώρησε και επέστρεψε στην οικία του. Το πρωί της Τρίτης, 7 Απριλίου 1933, ορκίζεται στο Προεδρικό Μέγαρο η προσωρινή κυβέρνηση του Οθωναίου και πραγματοποιείται άμεσα η διακοπή των προβαλλόμενων εκστρατειών και περιφερειακών στρατιωτικών μονάδων κατά της «πλαστηροκρατούμενης» Αθήνας.
Ενώ το Κίνημα του Πλαστήρα κατεστάλη, είναι γνωστό πως επηρέασε αρκετά την τότε πολιτική κατάσταση της περιόδου. Κατέστησε ξανά έντονη την τακτική της βίας. Εκτός από τους στρατιωτικούς, στα πλαίσια του πραξικοπήματος, άρχισαν και πολιτικοί να δικαιολογούν ξανά την χρήση βίας. Έγινε απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου, γεγονός που όξυνε τα πνεύματα και την ίδια στιγμή, αντιβενιζελικοί αξιωματικοί ασκούσαν πίεση στον Τσαλδάρη να διακόψει τις συνεννοήσεις του με τους Φιλελεύθερους, γεγονός που αποδεικνύει πως το ένα κόμμα αποσκοπούσε στη διάλυση του άλλου. Ακόμη, η ανάμειξη του ξένου παράγοντα, τη συγκεκριμένη περίοδο, είναι δεδομένη. Γνωστή είναι η προσπάθεια της Μ. Βρετανίας να επαναφέρει τη βασιλεία, γεγονός που σταδιακά οδηγούσε στη κάμψη των δημοκρατικών πεποιθήσεων πολλών σημαντικών στελεχών της Βενιζελικής Παράταξης. Αναμφίβολα, η προσωρινή κυβέρνηση Οθωναίου, ήρθε να ανατρέψει τα γεγονότα, σε μια προσπάθεια καλύτερης διαχείρισης της πολιτικής ζωής της χώρας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Πετρίδης Παύλος (2000), Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Ιστορία (1862-1917), δεύτερος τόμος, Αθήνα: Εκδόσεις Πολιτεία
- Κίνημα Πλαστήρα 6ης Μαρτίου 1933 – Η Αθήνα πνίγηκε στο αίμα, olympia.gr, Διαθέσιμο εδώ