17.6 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο ιδιαίτερο νομικό καθεστώς της Κύπρου

Το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς της Κύπρου


Της Άννας Μάρκου,

Το πολύπαθο νησί της Κύπρου χαρακτηρίζεται από δύο βασικά στοιχεία που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη εικόνα του. Αποτελεί καταρχήν ένα διχοτομημένο κράτος, με το 37% του εδάφους του να βρίσκεται υπό ξένη κατοχή, και, ταυτόχρονα, έχει επηρεαστεί βαθύτατα από τη μακρόχρονη εποίκησή της από τους Άγγλους κατά τη διάρκεια του 19ου-20ού αιώνα. Έτσι, η Κυπριακή Δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε το 1960, ασκεί τη νόμιμη κυριαρχία στο σύνολο του νησιού -σύμφωνα τουλάχιστον με τον ΟΗΕ- παρόλο που στην πράξη, έχει αυτοανακηρυχθεί de facto η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», στο έδαφος της οποίας η επίσημη κυπριακή κυβέρνηση δεν ασκεί έλεγχο. Έτσι, το 58% του νησιού -που διοικείται από τη νόμιμη και αναγνωρισμένη διεθνώς κυβέρνηση- έχει οργανωθεί με βασικό πρότυπο το αγγλικό σύστημα, τόσο σε επίπεδο διοικητικής οργάνωσης, όσο και σε επίπεδο δικαιϊκού συστήματος.

Το πολίτευμα της Κυπριακής Δημοκρατίας λοιπόν, είναι προεδρικό, με Έλληνα Πρόεδρο και Τούρκο Αντιπρόεδρο (άρθρο 1 του κυπριακού Συντάγματος), οι οποίοι εκλέγονται από την ελληνική ή την τουρκική κοινότητα αντίστοιχα, στην οποία κατατάσσονται όλοι οι πολίτες βάσει της καταγωγής, της θρησκείας, της μητρικής γλώσσας, των εθίμων και των παραδόσεων που τηρούν (άρθρο 2). Αυτή η κατανομή αρμοδιοτήτων και αξιωμάτων βάσει κοινότητας ακολουθείται σε κάθε πτυχή θα λέγαμε του δημόσιου βίου, από τη σύνθεση της κυβέρνησης μέχρι τη σύνθεση των δικαστηρίων και των ενόπλων δυνάμεων, ενώ, ταυτόχρονα, όλα τα δημόσια έγγραφα οφείλουν να συντάσσονται και στις δύο γλώσσες.

Σε ό,τι αφορά τα δικαστήρια, η σύνθεση της έδρας, αλλά και η γλώσσα οποιασδήποτε διαδικασίας, καθορίζονται από την κοινότητα στην οποία ανήκουν οι διάδικοι, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η αγγλική γλώσσα (άρθρα 3 και 189 Συντάγματος). Όλα αυτά προβλέπονται μεν στο Σύνταγμα, πλην όμως οι διατάξεις που αφορούν στη συμμετοχή των Τούρκων στις δημόσιες υπηρεσίες και αξιώματα δεν τηρούνται, ήδη από το 1963, λόγω διακοινοτικών συγκρούσεων, με τις αντίστοιχες θέσεις να παραμένουν κενές.

Το νομικό σύστημα της Κύπρου χαρακτηρίζεται από τις ισχυρές και ευρείες εξουσίες που διαθέτει αφενός ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και, αφετέρου το Ανώτατο Δικαστήριο. Έτσι, στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας συμπεριλαμβάνεται και η απόφαση περί μείωσης, αναστολής ή μετατροπής επιβληθείσας ποινής (άρθρα 47 και 48), καθώς και το δικαίωμα της αναπομπής νόμων ή αποφάσεων της Βουλής για επανεξέταση. Ακόμα, ο Πρόεδρος της Κύπρου μπορεί να προσφύγει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κατά νόμου που διακρίνει δυσμενώς τους πολίτες βάσει της κοινότητας στην οποία ανήκουν (άρθ. 137), αλλά και για τον έλεγχο της συνταγματικότητας και της συμβατότητας ενός νόμου πριν την ψήφισή του, εν είδει προδικαστικού ερωτήματος (άρθ.140).

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Brett Sayles

Αντιστρόφως, και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εμπλέκεται κατά κάποιον τρόπο στην πολιτική ζωή της χώρας, αφού σε περίπτωση μόνιμης αδυναμίας ή απουσίας του Προέδρου της κυβέρνησης, η αρμοδιότητα για την αναπλήρωσή του ανήκει σε αυτό. Κατά τα λοιπά, το Σύνταγμα απονέμει αρμοδιότητες εκτελεστικής εξουσίας στο Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά και στις λεγόμενες Κοινοτικές Συνελεύσεις (άρθ. 54). Οι τελευταίες, εκλέγονται από την ελληνική και την τουρκική κοινότητα και διαθέτουν επίσης νομοθετική εξουσία για όσα ζητήματα ρητά προβλέπει το Σύνταγμα, εντός βέβαια των ορίων της κοινότητάς τους (άρθρα 86 και 87). Οι νόμοι και οι αποφάσεις τους υπογράφονται από τον Πρόεδρο και δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης (άρθ. 14). Ακόμα, οι κοινοτικοί νόμοι που ψηφίζει η αντίστοιχη Συνέλευση ορίζουν και τα δικαστήρια που είναι αρμόδια για τα θρησκευτικά ζητήματα και τον προσωπικό θεσμό (άρθ. 160). Κατά τα λοιπά, η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων (άρθ. 61), η οποία ψηφίζει νόμους με -πλην εξαιρέσεων- απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών.

Ως προς το δικαστικό της σύστημα, σε πλήρη αντίθεση με τα ελληνικά δεδομένα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Γενικό Εισαγγελέα και τον βοηθό του στο Ανώτατο Δικαστήριο, οι οποίοι έχουν δικαίωμα ακρόασης ενώπιον κάθε δικαστηρίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας αποτελεί το νομικό σύμβουλο του κράτους και της κυβέρνησης και έχει το δικαίωμα να αναλάβει την πλήρη επιμέλεια κάθε διαδικασίας, ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, κατά οποιουδήποτε πολίτη (άρθρα 112 και 113). Επίσης, η Κύπρος διαθέτει το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο εκδίδει εσωτερικό κανονισμό (άρθ. 135), που ρυθμίζει κάθε λεπτομέρεια της ενώπιόν του διαδικασίας, ακόμη και τα δικαιώματα και καθήκοντα των υπαλλήλων του.

Υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου βρίσκονται τα υπόλοιπα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια. Ειδικότερα, το κυπριακό δικαστικό σύστημα περιλαμβάνει δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως και το ελληνικό, ωστόσο, τα δικαστήριά του εμφανίζουν μία σαφή εξειδίκευση και διάκριση βάσει των υποθέσεων που εκδικάζουν. Έτσι, πρωτοβάθμια δικαστήρια είναι τα Επαρχιακά, τα Δικαστήρια Εξειδικευμένης Δικαιοδοσίας και το Κακουργιοδικείο. Ειδικότερα, τα Επαρχιακά δικαστήρια είναι έξι και ασχολούνται με αστικές, αλλά και ποινικές υποθέσεις, για αδικήματα με προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε έτη, ενώ περιορισμένο είναι και το ποσό της αποζημίωσης που μπορεί να επιδικάσει ένα Επαρχιακό Δικαστήριο σε αστική υπόθεση. Στα Κακουργιοδικεία -τα οποία δε διαθέτουν σώμα ενόρκων- ανήκει η εκδίκαση των αδικημάτων για τα οποία προβλέπεται φυλάκιση άνω των πέντε ετών, χωρίς όμως να αποκλείεται και η υπαγωγή οποιασδήποτε άλλης ποινικής υπόθεσης. Τα Δικαστήρια Εξειδικευμένης Δικαιοδοσίας διακρίνονται σε πέντε κατηγορίες. Πρόκειται για τα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων, Εργατικών Διαφορών, τα Οικογενειακά Δικαστήρια, το Στρατιωτικό και το Διοικητικό.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Javier Gonzalez

Στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας ανήκει σήμερα μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο, παρότι το Σύνταγμα προβλέπει την ύπαρξη και ενός διακριτού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αιτία αυτής της διαφοροποίησης υπήρξαν οι συγκρούσεις μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητας κατά τη δεκαετία του 1960, οι οποίες οδήγησαν τόσο στην αποχώρηση των Τούρκων τόσο από την Κυβέρνηση και τη Βουλή, όσο και από τη σύνθεση των δύο ανωτάτων δικαστηρίων που προβλέπει το Σύνταγμα. Ως αποτέλεσμα αυτών των αναταραχών αποφασίστηκε τα δύο Ανώτατα Δικαστήρια να συνενωθούν (νόμος 33/1964, περί Απονομής της Δικαιοσύνης), χωρίς όμως να συγχωνευτούν οι δικαιοδοσίες τους. Έτσι, σήμερα, το Ανώτατο Δικαστήριο λειτουργεί καταρχήν ως δευτεροβάθμιο, εκδικάζοντας τις εφέσεις κατά αποφάσεων όλων των κατώτερων δικαστηρίων, αλλά και του εαυτού του. Λειτουργεί όμως και ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με αρμοδιότητες Εκλογοδικείου, Ναυτοδικείου, καθώς και όταν ασκεί εξουσίες Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει επίσης την αποκλειστική αρμοδιότητα έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων τα οποία είναι πέντε, προερχόμενα από το αγγλοσαξωνικό δίκαιο και χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των κατώτερων δικαστηρίων, για παράδειγμα για υπέρβαση εξουσίας, νομικά σφάλματα στα πρακτικά κλπ.

Αξίζει ακόμη να αναφερθεί πως στην Κύπρο δεν υπάρχουν ξεχωριστά δικαστήρια ανηλίκων, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση των εφέσεων, βασίζεται καταρχήν στα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης, και μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να εξεταστεί κάποιος μάρτυρας ενώπιόν του. Ακόμη, η σύνθεσή του μπορεί να διευρυνθεί, όταν η υπόθεση έχει ιδιαίτερη σοβαρότητα για το κράτος. Κατά τα λοιπά, όλοι οι δικαστές -πλην αυτών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που διορίζονται απευθείας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας- διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο -αποτελούμενο από δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου- οι οποίοι είναι υπεύθυνοι και για οποιοδήποτε υπηρεσιακό θέμα προκύψει.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Sora Shimazaki

Ολοκληρώνοντας, το μεικτό νομικό σύστημα της Κύπρου, πέραν της αγγλικής του βάσης, περιέχει και στοιχεία γαλλογερμανικού, αμερικανικού και οθωμανικού δικαίου. Η μεγαλύτερη επιρροή βέβαια προέρχεται από το Κοινοδίκαιο, τις βασικές δηλαδή αρχές του αγγλοσαξωνικού δικαίου, οι οποίες διαμόρφωσαν όλα τα δίκαια, πλην του δημοσίου, καθώς και την κυπριακή δικονομία. Αρκεί να αναφέρουμε πως ακόμη και η νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμβουλευτική καθοδήγηση από τους Κύπριους δικαστές. Τέλος, δε συναντάται η κωδικοποίηση που υπάρχει στο ελληνικό δίκαιο, καθώς η κυπριακή νομοθεσία πηγάζει σήμερα από 3.819 βασικούς νόμους, καθένας από τους οποίους ρυθμίζει κι ένα διαφορετικό τμήμα του αστικού, του εμπορικού δικαίου κοκ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Κυπριακή Δικαιοσύνη, wikipedia.org. Διαθέσιμο εδώ.
  • Αγγλοκρατία και κυπριακό νομικό σύστημα, stephanoullc.com. Διαθέσιμο εδώ.
  • Νομικό Σύστημα, supremecourt.gov.cy. Διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άννα Μάρκου
Άννα Μάρκου
Γεννήθηκε το 1999 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει μόνιμα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και είναι ασκούμενη δικηγόρος. Έχει γνώσεις αγγλικών και γερμανικών, ενώ το ποινικό δίκαιο αποτελεί τον τομέα που την ενδιαφέρει περισσότερο επαγγελματικά. Στον ελεύθερο χρόνο της προτιμά την ενασχόληση με τα βιβλία, τον κινηματογράφο και τη μουσική, ενώ δεν παραλείπει να ασχολείται με θέματα επικαιρότητας.