Του Φωκίωνος Δανιηλίδη,
Η Γένοβα δεν ήταν πάντα κύριας σημασίας για το Βυζάντιο. Κατά την δυναστεία των Κομνηνών, οι Βυζαντινοί ξεκίνησαν να συνεργάζονται μαζί τους με σκοπό να περιορίσουν την ισχύ των Βενετών στην ανατολική Μεσόγειο, η οποία είχε αυξηθεί σε ανησυχητικό επίπεδο από την παραχώρηση εμπορικών προνομίων στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία από τον Αλέξιο Κομνηνό. Ο Μανουήλ Κομνηνός, αντιλαμβανόμενος τον επερχόμενο κίνδυνο, αποφάσισε να συνεργαστεί και με τις υπόλοιπες θαλάσσιες δημοκρατίες, όπως η Πίζα, το Αμάλφι και η Γένοβα, αυξάνοντας έτσι τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Παρ’ όλα αυτά, η συμμαχία με τους Γενουάτες δεν αποτελούσε προτεραιότητα για τον αυτοκράτορα, ο οποίος σκηνοθέτησε την καταστροφή της μοναδικής βάσης τους στον Γαλατά, με σκοπό να κατηγορήσει του Βενετούς. Τα δεδομένα, όμως, άλλαξαν μετά την τέταρτη σταυροφορία, στην οποία η Βενετία είχε πρωταρχικό ρόλο.
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς στις 25 Ιουλίου του 1261 αποτελεί από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. 57 χρόνια μετά την τέταρτη σταυροφορία, η Νίκαια ήταν αποφασισμένη να ανακαταλάβει την παλιά πρωτεύουσα του Βυζαντίου, η οποία βρισκόταν σε λατινικά χέρια από το 1204.
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος γνώριζε πως για να πετύχει τον σκοπό του, ήταν απαραίτητο να συνάψει συμμαχίες με άλλους λαούς. Οι προηγούμενοι ηγέτες του κράτους της Νίκαιας είχαν ήδη εξασφαλίσει την υποστήριξη των Βουλγάρων, των Σελτζούκων, και των Μογγόλων και ο Μιχαήλ το 1261 επέλεξε να συνεργαστεί με τους Γενουάτες, υπογράφοντας την συνθήκη του Νυμφαίου. Η εν λόγω συμφωνία προέβλεπε την εγκατάσταση της Γένοβας σε όλα τα τωρινά και μελλοντικά λιμάνια των Παλαιολόγων, καθώς και την παραχώρηση του δικαιώματος σε αυτή να ιδρύσει αποικίες σε όποιο από αυτά επιθυμούσαν.
Οι Γενουάτες ήταν πρόθυμοι να συμφωνήσουν, καθώς είχαν αναγκαστεί το 1258 να εγκαταλείψουν τις βάσεις τους στους Αγίους Τόπους από τους Βενετούς. Αν και ο γενουατικός στόλος ήταν προετοιμασμένος για την επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, ο Μιχαήλ τελικά δεν χρειάστηκε τη βοήθειά τους και την ανακατέλαβε χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Ωστόσο, επέλεξε να τηρήσει τους όρους της συνθήκης και δημιούργησε διάφορες εμπορικές βάσεις σε ολόκληρη της βυζαντινή επικράτεια.
Οι Έλληνες έμποροι, ιδιαίτερα αυτοί των, πλέον, λατινοκρατούμενων στον ελλαδικό χώρο, επωφελήθηκαν από την εντονότερη παρουσία των Γενοβέζων, ανταλλάζοντας κατά κύριο λόγο εισαγόμενα προϊόντα όπως το μετάξι και το ύφασμα. Μερικοί από αυτούς ίδρυσαν εταιρίες, των οποίων οι οικονομικές δραστηριότητες ήταν περιορισμένες στην Κωνσταντινούπολη και ως εκ τούτου λίγοι έμποροι μπόρεσαν να συσσωρεύσουν σημαντικά κέρδη. Το ίδιο όμως δεν ισχύει για τις βυζαντινές επαρχίες, καθώς ιδιαίτερα στις λατινικρατούμενες περιοχές, το εμπόριο ήταν πιο δραστήριο από ποτέ. Παράλληλα, σημειώθηκε η εμφάνιση ασυνήθιστα εύπορων τραπεζιτών στην βυζαντινή πρωτεύουσα, εκ των οποίων τρεις από τους κυριότερους αναφέρονται ως Έλληνες. Συγκεκριμένα, ένας από αυτούς ονόματι Σοφιανός, θεωρείται πως κατείχε πλούτο εφάμιλλο με των δύο πλουσιότερων τραπεζιτών της Δύσης, με τζίρο των 10.751 υπερπύρων.
Γενικότερα, η εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων έγινε εντονότερη εξαιτίας των νέων προνομίων των Γενοβέζων. Πολλοί εκμεταλλεύτηκαν το δίκτυό τους στην περιοχή, επισυνάπτοντας συμβόλαια και συμμετέχοντας σε εμπορικές δραστηριότητες, χάρεις, ή και μέσω των Ιταλών εμπόρων, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό επέλεξε να κατοικήσει στον Καφφά, την νέα αποικία των Γενουατών στην βόρεια Μαύρη Θάλασσα, η οποία τους προμήθευε με άφθονη ποσότητα σιτηρών. Οι Βυζαντινοί, από την άλλη πλευρά, αναγνώριζαν τις δεξιότητες των Ιταλών και σε αρκετές περιπτώσεις, όπως εκείνη της εξόρυξης στυπτηρίας στην Φωκαία, η διαχείριση βυζαντινών αγαθών παραχωρούταν ολοκληρωτικά στους Γενουάτες.
Αν και τα αποτελέσματα δεν ήταν αμέσως φανερά, το 1261 αποτελεί γεγονός ορόσημο για τις σχέσεις των δύο λαών. Από την μία, οι Γενουάτες, μπόρεσαν με το πέρασμα του χρόνου να κτίσουν ένα ισχυρό εμπορικό δίκτυο στο Αιγαίο Πέλαγος και στην Μαύρη θάλασσα, κυρίως λόγω της αποικίας τους στον Καφφά. Οι δε Βυζαντινοί συνεργάστηκαν σε πολλές περιπτώσεις μαζί τους για να αντισταθούν στην επιρροή των Βενετών, όπως μαρτυρά, μεταξύ άλλων, και ένα χειρόγραφο του 1278 όπου αναφέρονται 257 επιθέσεις Γενοβέζων κουρσάρων σε βενετικά πλοία εκ μέρους του Μιχαήλ. Ο αυτοκράτορας, όμως, γνώριζε καλά πως οι Ιταλοί δεν ήταν άξιοι απόλυτης εμπιστοσύνης και δεν δίσταζε να υποστηρίξει του Βενετούς όποτε αυτό ήταν αναγκαίο, όπως μετά την ήττα της Γένοβας στην ναυμαχία των Σπετσών το 1263, υπογράφοντας μία συνθήκη μαζί τους το 1268.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Cyril Mango (2002), The Oxford History of Byzantium, Νέα Υόρκη, εκδ. Oxford University Press.
- C. Wright (2014), The Gattilusio Lordships and the Aegean World 1355-1462, Boston, εκδ. Brill.
- Dr. Alexander M. Vlasto (1913), History of Chios, California, εκδ. University of California Press.
- W. Miller (1915), The Genoese in Chios, στο: “The English Historical Review”, τχ. 30, σελ. 418-432.
- W. Miller (2017), Η ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι: 1204-1566 (μετάφραση Σπυρίδων Λάμπρου), Αθήνα, εκδ, Ηρόδοτος.
- Seirgei P. Karpov (2016), Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη στους 13ους-15ους αιώνας, Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος.
- Ν. Γ. Μοσχόνας (2008), Οι ναυτικές πολιτείες της Ιταλίας: Αμάλφη, Πίζα, Γένουα και Βενετία και η σχέσεις τους με το Βυζάντιο, Αθήνα, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
- Angeliki Laiou (1980), The Byzantine Economy in the Mediterranean Trade System; Thirteenth-Fifteenth Centuries στο: “Dumbarton Oaks Papers”, τχ. 34/35.
- Angeliki Laiou (2011), Η βυζαντινή οικονομία, Αθήνα, εκδ. Παπαδήμα.
- Χ. Κουτελάκης (2013), Το ιστορικό χρονικό της καθολικής εκκλησίας Λέσβου, Χίος, εκδ. Καθολικής Επισκόπησης Χίου.
- Μαρία Ντούρου-Ηλιοπούλου (2019), Ανδεγαυοί και Αραγώνιοι στην Μεσόγειο: Πολιτικές και οικονομικές και αντιπαραθέσεις των δύο δυτικών δυνάμεων, Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος.
- Νικόλαος Γ. Νικολούλης (2015), Από την παρακμή του Βυζαντίου στην οθωμανική επικράτηση, Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος.