Του Γιώργου Τζεμίντιμπη,
Ογδόντα χρόνια πριν, ο τίτλος αυτού του άρθρου θα φαινόταν μάλλον ακατάληπτος στον μέσο «πατριώτη» Γερμανό: ποιο Ισραήλ να στηρίξει η ένδοξη άρια φυλή, ποιους Εβραίους, σε ποια καλή συνθήκη, σε ποια άσχημη; Η πραγματικότητα, προφανώς, έχει μεταβληθεί: η πολιτική της Γερμανίας, υπαγορευμένη από την τραγωδία του Ολοκαυτώματος και τις σχέσεις συναλληλίας με τις Η.Π.Α., είναι ξεκάθαρα υπέρ του δικαιώματος αυτοάμυνας του κράτους του Ισραήλ. Στο δε εσωτερικό της Γερμανίας οι διαδηλώσεις Αράβων και μη υπέρ της Παλαιστίνης δεν εκλείπουν, δημιουργώντας ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, η γερμανική Kυβέρνηση του Σολτς βρίσκεται σε τεντωμένο σχοινί: ακροβατεί προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στη «δέουσα», για τη χώρα της, εξωτερική πολιτική και στον φόβο τυχόν επανόδου του αντισημιτισμού και του παναραβισμού στο εσωτερικό. Όλα αυτά όσο ο πόλεμος στην Παλαιστίνη εξακολουθεί να μαίνεται.
Η Γερμανία και το Ισραήλ ανάγουν την αρχή και τα ιδανικά τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συνέπειές του· και οι δύο χώρες, ευρισκόμενες ανάμεσα σε εχθρικούς γείτονες και αδύναμες να σταθούν μόνες τους, έπρεπε να στραφούν στη βοήθεια της Δύσης. Η μεν Γερμανία, μετανιωμένη επισήμως για το Ολοκαύτωμα και όλα τα περί των αδύνατον λέγειν εγκλήματά της, ακολούθησε πολιτική αμερικανοφιλίας και ατλαντισμού, ούτως ώστε να διεκδικήσει ξανά μία θέση ανάμεσα στα «πολιτισμένα» ευρωπαϊκά έθνη. Το δε Ισραήλ, ως νεοσύστατο εβραϊκό κράτος σε μία αμιγώς σχεδόν μουσουλμανική και αραβόφωνη περιοχή, έπρεπε να βρει ερείσματα κι αυτό στη Δύση, ειδάλλως θα κινδύνευε να απωλέσει λίαν συντόμως την ανεξαρτησία του.
Οι δύο αυτές χώρες, λοιπόν, επρόκειτο να ακολουθήσουν κοινή πορεία στην εξωτερική πολιτική, στο εμπόριο και στην οικονομία, εγκαθιδρύοντας επίσημα διπλωματικές σχέσεις το 1965. Τα σχεδόν είκοσι χρόνια που προηγήθηκαν της σύναψης διπλωματικών σχέσεων δεν ήταν σε καμία περίπτωση, όμως, εύκολα: χαρακτηριστικά, το ισραηλινό διαβατήριο δήλωνε ότι «αυτό το διαβατήριο ισχύει για όλες τις χώρες – εκτός από τη Γερμανία». Ωστόσο, η απόδοση αποζημιώσεων από πλευράς των Γερμανών και η ρεαλπολιτίκ των Μπεν Γκουριόν και Αντενάουερ μάλλον επέβαλαν τη διπλωματική προσέγγιση. Φτάνουμε, έτσι, έως το σήμερα, όπου ο καγκελάριος της Γερμανίας καταγγέλλει απερίφραστα τη «σιωπή του Μαχμούντ Αμπάς» απέναντι στη δράση της Χαμάς, και υποστηρίζει τόσο στρατιωτικά όσο και διπλωματικά το Ισραήλ. Μάλιστα, δέκα κιόλας μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, ο Όλαφ Σολτς επισκέφτηκε το Ισραήλ, δηλώνοντας απερίφραστα ότι «η Γερμανία και το Ισραήλ είναι ενωμένοι, χάρη στο ότι αποτελούν δημοκρατικά συνταγματικά κράτη. Οι πράξεις μας βασίζονται στον νόμο και στην τάξη, ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις». Η συγκεκριμένη φράση μάλλον είναι ενδεικτική για τη στάση που διατηρεί το γερμανικό κράτος απέναντι στο Ισραήλ, όχι μόνο τώρα, αλλά εξ υπαρχής των ιδρύσεών τους.
Η ένθερμη στάση που ακολουθεί η Γερμανία απέναντι στο κράτος αυτό της Μέσης Ανατολής εξηγείται ιστορικά, χάρη και στην εντατικοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών από την αρχή της δεκαετίας του 2000. Πιο συγκεκριμένα, η γερμανική διπλωματία προσπαθούσε τότε –και μάλλον ακόμη— να προβάλλει την ύπαρξη του Ισραήλ ως «Staatsräson», ως λόγο ύπαρξης, δηλαδή, του ίδιου του γερμανικού κράτους. Πρόκειται μια δήλωση καινοφανώς υπερβολική για τα δεδομένα της διεθνών σχέσεων, αλλά και του διεθνούς δικαίου, όπου η αυθυπαρξία του κράτους είναι sine qua non για τη διατήρησή του. Η φράση αυτή, ωστόσο, είναι ενδεικτική ακόμη και σήμερα για τη στάση που τηρεί η Γερμανία απέναντι στο Ισραήλ, όχι μόνον στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό της. Η ηθικολογία περί του ζητήματος αυτού έχει διαποτίσει τον γερμανικό δημόσιο λόγο, ενώ με ψήφισμά της η γερμανική Βουλή καταδίκασε το 2019 μια ειρηνική, κατά τα φαινόμενα, διαδήλωση ως αντισημιτική. Η Άγκελα Μέρκελ στις οκτώ επισκέψεις της στο Ισραήλ, τις περισσότερες από όλους τους προηγούμενούς της καγκελάριους μαζί, δήλωνε ότι η ασφάλεια του κράτους είναι αδιαπραγμάτευτη. Πριν τον πόλεμο, το 2022, στην πρώτη του επίσκεψη στο Ισραήλ, ο Όλαφ Σολτς διακήρυξε πως «ο μαζικός φόνος των Εβραίων προκλήθηκε από τη Γερμανία. Σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από τη Γερμανία. Συνεπώς, κάθε γερμανική κυβέρνηση φέρει αδιάσειστη την ευθύνη προκείμενης της ασφάλειας του Κράτους του Ισραήλ και της προστασίας των εβραϊκών ζωών. Δε θα ξεχάσουμε ποτέ τα εκατομμύρια θύματα και το βασανιστήριό τους.» Η κρατική ρητορική προωθεί, επομένως, εδώ και χρόνια την ταύτιση του «ηθικού Γερμανού» με τον «υποστηρικτή του Ισραήλ»· και, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά πολλές φορές, η κρατική ιδεολογία, ειδικά προτάσσουσα την ηθική, αποβαίνει απόλυτη, ως και επικίνδυνη – ορισμένες συνέπειές της θα εκτεθούν παρακάτω.
Όσον, δε, αφορά τις σχέσεις της με την Παλαιστίνη, η Γερμανία προσπαθεί να δείξει το πρόσωπο του ανθρωπιστή, και δη, μετά την έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης. Όπως πολλάκις ελέχθη, το δικαίωμα της αυτοάμυνας του Ισραήλ αναγνωρίζεται πλήρως από τη Γερμανία· παρ’ όλα αυτά, πολλές φορές έχουν τονίσει τις δεσμεύσεις του Ισραήλ διά του διεθνούς δικαίου και την ανάγκη διατήρησης ορισμένων ασφαλιστικών δικλείδων για τις ζωές χιλιάδων Παλαιστινίων. Ως μέλος της Ε.Ε., η Γερμανία, βεβαίως, υποστηρίζει τις προσπάθειες για επίτευξη της ειρήνης στη Μέση Ανατολή· ο καγκελάριος της χώρας τόνισε το επιβεβλημένο της ανθρωπιστικής βοήθειας λόγω του επικείμενου λιμού στη Γάζα, καθώς και του σεβασμού απέναντι στα σαφώς καθορισμένα κατά τις συμφωνίες του Όσλο σύνορα της Παλαιστινιακής Αρχής. Η Γερμανία φαίνεται, επίσης, να συμφωνεί με τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης σχετικά με την ανάγκη παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους Παλαιστινίους αμάχους, και παροτρύνει το Ισραήλ να τηρήσει τις υποχρεώσεις του κατά το Διεθνές Δίκαιο, καταδικάζοντας τις επιθέσεις στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Ράφα και τονίζοντας ότι «τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι καταρχήν μειονοτικά δικαιώματα».
Επιπλέον, σύμφωνα με δηλώσεις του Σολτς τον Μάρτιο του 2024, η Γερμανία επιθυμεί τη μετά από διαπραγματεύσεις «λύση των δύο κρατών» στην περιοχή, αλλά, σε πιο πρόσφατες δηλώσεις του (Μάιος 2024), ο καγκελάριος απεφάνθη ότι δεν υπάρχει «λόγος να αναγνωριστεί» το παλαιστινιακό κράτος. Φάσκει και αντιφάσκει ο κύριος Σολτς; Ενδέχεται. Ειδάλλως, αναφέρεται στην ανάγκη να προηγηθούν πολλά πριν την επίσημη αναγνώριση της Παλαιστίνης από τη Γερμανία, όπως π.χ. να αναγνωριστεί κι από άλλα σημαίνοντα κράτη (συνέβη πρόσφατα με την Ισπανία, την Ιρλανδία και τη Νορβηγία) ή να καθοριστούν με ακρίβεια και συναίνεση αμφοτέρων των αντιμαχόμενων πλευρών ασφαλή σύνορα στην περιοχή (χαρακτηριστικές οι τελευταίες του δηλώσεις: «Δεν υπάρχει σαφήνεια ως προς την εθνική επικράτεια ή τα υπόλοιπα ζητήματα που σχετίζονται με αυτήν· δεν έχει προχωρήσει τόσο το πράγμα. […] Πρέπει να επιτευχθεί μια μακροχρόνια κατάπαυση πυρός […] να είμαστε βέβαιοι ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι θα δεσμευτούν για τη λύση των δύο κρατών»).
Ωστόσο, παρά τις δηλώσεις περί προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Μέση Ανατολή, η Γερμανία δε φαίνεται να τηρεί τέτοιες δεσμεύσεις στο εσωτερικό της. Το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης φαίνεται να απειλείται διαρκώς στη χώρα, όπου μάλιστα διαβιεί η μεγαλύτερη διασπορά Παλαιστινίων στην Ευρώπη (υπολογίζονται περί τις 300.000). Η μη κρατική ανοχή του αντισημιτισμού ήταν έτσι κι αλλιώς δεδομένη, αλλά πλέον γίνεται λόγος για κρατική ανοχή του «αντι-παλαιστινιασμού», και όλα αυτά ενώ η γερμανική κοινή γνώμη φαίνεται βαθμηδόν να τάσσεται υπέρ των Παλαιστινίων: σε δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου 2023, το 45% όσων απάντησαν ήταν υπέρ του Ισραήλ στην παρούσα ένοπλη σύγκρουση, ενώ το 43% ήταν κατά του· σε δημοσκόπηση του Ιανουαρίου του νέου έτους, το 61% όσων απάντησαν δήλωσε ενάντιο στις πράξεις του Ισραήλ. Μολαταύτα, στο Βερολίνο οι διαδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης έχουν περιοριστεί με αστυνομικά μέσα, ενώ τα σχολεία δύνανται να επιβάλουν απαγόρευση στις παλαιστινιακές σημαίες και τα «κεφίγιε», παραδοσιακά μαντήλια κεφαλής, σύμβολα του αγώνα των Παλαιστινίων. Σε σχολείο του Βερολίνου, μάλιστα, υπήρξε σωματική επίθεση από πλευράς καθηγητή προς μαθητή ο οποίος ύψωσε την παλαιστινιακή σημαία.
Παράλληλα, το Υπουργείο Εσωτερικών απαγόρευσε τη χρήση της έκφρασης «από τον ποταμό έως τη θάλασσα», θεωρώντας την δείγμα πρόθεσης για καταστροφή του Ισραήλ, ενώ το τέως κυβερνών Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, κατακρίνει την έκφραση «ελεύθερη Παλαιστίνη», ονοματίζοντάς την μάλιστα «πολεμική κραυγή τρομοκρατικής συμμορίας διεθνών διαστάσεων». Μάλιστα, τόσο η ομοσπονδιακή γερμανική Κυβέρνηση όσο και η πολιτειακή Κυβέρνηση της Σαξονίας αρχίζουν να στρέφουν τις υποψίες τους προς τους Άραβες μετανάστες και πρόσφυγες: για τη διεκδίκηση, πλέον, της γερμανικής υπηκοότητας, κρίνεται απαραίτητη η δήλωση υπέρ του «δικαιώματος του Ισραήλ να υπάρχει». «Δεν θέλουμε αντισημίτες να γίνουν Γερμανοί πολίτες» ήταν η φράση που χρησιμοποίησε τον Νοέμβριο ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Οι αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες της Γερμανίας έχουν αναλάβει, στο μεταξύ, ενεργό δράση για την εσωτερική καταπολέμηση της Χαμάς, η οποία φέρεται να έχει περί τα 450 μέλη στη Γερμανία· τέσσερις εξτρεμιστές, άγνωστο στο ευρύ κοινό αν επρόκειτο για προσκείμενους στη Χαμάς, προετοίμαζαν επίθεση σε εβραϊκή συναγωγή τον περασμένο Δεκέμβριο. Οι υπηρεσίες αυτές προσπαθούν μάλιστα να εμποδίσουν με κάθε τρόπο την ηθική ή χρηματική στήριξη των Γερμανών προς τη Χαμάς, που μπορεί κατ’ αυτούς να λάβει πολλές μορφές: αντίστοιχα, μέσω διαδηλώσεων ή μέσω δωρεών για τους Παλαιστινίους απόρους, των οποίων τα χρήματα καταλήγουν εντέλει στην ενορχήστρωση τέτοιων επιθέσεων. Ο Υπουργός Εσωτερικών του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας έθεσε τέλος στη δράση του Σωματείου Παλαιστινιακής Αλληλεγγύης του Duisburg, τα περιουσιακά του στοιχεία κατασχέθηκαν και οι ιστοσελίδες του έπεσαν. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι «χρησιμοποιούμε όλες τις νόμιμες οδούς για να αποτελειώσουμε τον αντισημιτισμό και την ιδεολογική υποστήριξη της τρομοκρατίας. Σήμερα το κράτος υιοθέτησε σθεναρή στάση απέναντι στον εξτρεμισμό».
Δεδομένου του καίριου ρόλου της Γερμανίας στη διεθνή πολιτική σκηνή, φαίνεται πως η ένθερμη υποστήριξη προς το Ισραήλ θα επηρεάσει το μέλλον της Μέσης Ανατολής. Φαίνεται μάλλον αδύνατον να ανατραπεί το «ηθικό χρέος» το οποίο έχει επιφορτιστεί η Γερμανία μετά τη διάπραξη του Ολοκαυτώματος· πολλοί, πάλι, κάνουν λόγο για νέο Ολοκαύτωμα των Παλαιστινίων από τους Ισραηλινούς. Ο πόλεμος είναι ζοφερό γεγονός, και αυτό δεν το απέρριψε κανένας. Το ζήτημα έγκειται ίσως στο εαν η στάση που πρέπει να ακολουθήσει η Γερμανία μετά την κατάπαυση του πυρός θα βασίζεται στη ρεαλπολιτίκ, κατά τα διδάγματα του «συνιδρυτή» της, Όττο βον Μπίσμαρκ, ή αν θα επικεντρωθεί στις υποχρεώσεις που θεσπίζονται από το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο· αυτό μέλλει να φανεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Germany and Israel: Bilateral relations, Federal Foreign Office, διαθέσιμο εδώ
- Olaf Scholz’s plane evacuated on runway following rocket attack in Israel, Politico, διαθέσιμο εδώ
- Germany offers Israel military help and promises to crack down at home on support for Hamas, AP News, διαθέσιμο εδώ
- As war in Gaza rages, what’s behind Germany’s support of Israel?, Al Jazeera, διαθέσιμο εδώ
- German-Israeli relations: ‘A permanent responsibility, DW, διαθέσιμο εδώ
- German chancellor calls for 2-state solution to Israel-Palestine conflict, Anadolu Agency, διαθέσιμο εδώ
- Crackdown on an already banned Hamas raises free speech fears in Germany, CNN, διαθέσιμο εδώ