Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Η πολυαναμενόμενη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ αποφασίστηκε, όπως και προβλεπόταν, στη συνεδρίαση του Ιουνίου, που διεξήχθη την περασμένη Πέμπτη, «προλαβαίνοντας» Fed και BoE. Η περικοπή αυτή αποτέλεσε την πρώτη που έχει σημειωθεί από το 2019, μειώνοντας από το υψηλό 4% στο 3,75% το επιτόκιο διευκόλυνσης καταθέσεων. Η απόφαση αυτή επήλθε με ισχυρή πλειοψηφία στη συνεδρίαση του Δ.Σ. της Κεντρικής Τράπεζας. Μάλιστα, το μοναδικό μέλος που ήταν αντίθετο με αυτήν την απόφαση ήταν ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Αυστρίας, Robert Holzmann.
Η αρχή, λοιπόν, έγινε (και) για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ακολουθώντας τις άλλες (μικρότερες) Κεντρικές Τράπεζες των οικονομιών της Γηραιάς Ηπείρου. Οι αγορές έδιναν ισχυρή πιθανότητα σε αυτήν την απόφαση, καθώς ο πληθωρισμός έχει πλησιάσει σημαντικά στον στόχο του 2%, ενώ, παράλληλα, η οικονομία της Ευρωζώνης παρουσιάζει ισχνές μεταβολές στους μακροοικονομικούς της δείκτες, γεγονός που ισχυροποιεί τα σενάρια σταθεροποίησης του πληθωρισμού πέριξ του 2%. Πιο συγκεκριμένα, η ΕΚΤ αναμένει πως ο πληθωρισμός το 2024 θα ανέλθει κατά μέσο όρο στο 2,5%, το 2025 στο 2,2% και το 2026 στο 1,9%, σύμφωνα με τα τελευταία της δεδομένα. Αντίστοιχα, η ανάπτυξη, σύμφωνα με την ΕΚΤ, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 0,9% για το 2024, στο 1,4% το 2025 και στο 1,6% στο 2026. Τόσο οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό όσο και για την ανάπτυξη για φέτος και για το 2025 είναι αυξημένες σε σχέση με τις προηγούμενες.
Μόνο τα επίπεδα ανεργίας συνεχίζουν να βρίσκονται σε επίπεδα πλήρους απασχόλησης, γεγονός που κάνει αβέβαιες, εν μέρει, τις προβλέψεις για τη συνέχεια, καθώς διαμορφώνει ένα περιβάλλον στην αγορά εργασίας που οι εργαζόμενοι έχουν τη διαπραγματευτική ισχύ για (πιθανόν σημαντικές) αυξήσεις των μισθών τους (4,7% αυξήθηκαν το α’ τρίμηνο). Υπενθυμίζουμε πως οι αυξήσεις των μισθών, σε περιόδους που ο πληθωρισμός παρουσιάζει ανοδικές τάσεις, μπορεί να τον κλιμακώσουν περαιτέρω. Από τη μία, τα μεγαλύτερα (ονομαστικά) εισοδήματα μπορεί να αυξήσουν τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες και από την άλλη, το αυξημένο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων μπορεί (σε έναν βαθμό τουλάχιστον, ανάλογα και με τα επίπεδα ανταγωνισμού και άλλων παραγόντων στην αγορά) να μετακυληθεί στις τελικές τιμές. Σύμφωνα, όμως, με τη Lagarde, η αύξηση των μισθών αναμένεται μέσα στη χρονιά να υποχωρήσει, ενώ η παραγωγικότητα των εργαζομένων θα ενισχυθεί, παράμετροι που θα μειώσουν το μισθολογικό κόστος για τις εταιρείες.
Σύμφωνα με δηλώσεις αξιωματούχων, μια δεύτερη περικοπή των επιτοκίων (κατά 25 μονάδες βάσης) έχει ήδη σχεδόν απορριφθεί για τη συνεδρίαση του Ιουλίου. Ευρύτερα, όπως επισήμανε και η επικεφαλής της ΕΚΤ, Christine Lagarde, οι επόμενες αποφάσεις είναι ακόμη αβέβαιες και πως «θα εξαρτηθούν από τα δεδομένα που λαμβάνουμε». Μπορεί αυτή η περικοπή αυτή των επιτοκίων της ΕΚΤ να σηματοδοτεί την αρχή της «χαλάρωσης» της νομισματικής πολιτικής, ωστόσο ακόμη δεν υπάρχει έστω ένα ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα από τους κεντρικούς τραπεζίτες για τις επόμενες μειώσεις. Την επιφυλακτικότητα ενίσχυσε ο πληθωρισμός του Μαΐου, ο οποίος ενισχύθηκε (για πρώτη φορά το 2024) στο 2,6% (ετήσια βάση), λαμβάνοντας ώθηση από τις αυξήσεις στις τιμές των υπηρεσιών έντασης εργασίας.
Η επιφυλακτικότητα, λοιπόν, από την πλευρά της ΕΚΤ διατηρεί την αβεβαιότητα στην αγορά. Ενδεικτικά, μετά την απόφασή της και τις ανακοινώσεις της την Πέμπτη, οι traders στις αγορές των SWAPS δίνουν πιθανότητα 60% (από 70%) για να πραγματοποιηθεί εκ νέου μείωση των επιτοκίων μέχρι τον Σεπτέμβριο στη ζώνη του ευρώ. Πολλά hedge funds και λοιποί μεγάλοι επενδυτές παίρνουν αντίθετες θέσεις (short positions) στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων (κυρίως στους τίτλους 2ετίας), καθώς προεξοφλούν πως θα καθυστερήσουν οι επόμενες μειώσεις στα επιτόκια από την ΕΚΤ, οι οποίες εκτιμάται ότι δεν θα είναι μεγάλες. Ενδεικτικά, οι αρνητικές θέσεις στα γερμανικά κρατικά ομόλογα –το σημείο αναφοράς για την Ευρωζώνη– έχουν αυξηθεί κατά 10% από τον Ιανουάριο στα $ 112 δις. Αντίστοιχα, οι “short” θέσεις στα ιταλικά ομόλογα (ίσως αυτά με τον υψηλότερο κίνδυνο τη δεδομένη στιγμή), σύμφωνα με στοιχεία της S&P, αυξήθηκαν κατά 38% σε σχέση με την αρχή του έτους. Στον αντίποδα, όμως, μηνιαία έρευνα διαχείρισης κεφαλαίων της Bank of America έδειξε ότι οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων ήταν ελαφρώς “overweight” σε ευρωπαϊκά ομόλογα σε σχέση με το σημείο αναφοράς τους.
Συνοψίζοντας, η εκκίνηση των περικοπών από την ΕΚΤ, ουσιαστικά, δεν μας προσφέρει κάποιο σοβαρό θετικό σημάδι, για σημαντική «χαλάρωση» της νομισματικής πολιτικής προσεχώς. Ακόμη οι γεωπολιτικές εντάσεις μαίνονται, οι εκλογές σε διάφορα σημεία του πλανήτη δημιουργούν μεγαλύτερη αστάθεια και αβεβαιότητα στην οικονομία, οι «πράσινες» πολιτικές φαίνεται πως αναπόφευκτα θα επιφέρουν αυξημένο ενεργειακό κόστος (εκτός αν καθυστερήσουν περαιτέρω), ενώ, προς το παρόν, οι αγορές δεν έχουν καταφέρει να προσαρμοστούν στις νέες νομισματικές συνθήκες, λόγω του ότι συντηρείται ακόμη η υψηλή ρευστότητα στην οικονομία άμεσα ή έμμεσα. Ο μόνος παράγοντας που, ίσως, επιταχύνει τη «χαλάρωση» της νομισματικής πολιτικής θα είναι κάποια δημοσιονομική ή και ευρύτερα χρηματοπιστωτική αστάθεια, προερχόμενη από τα υψηλά δημόσια (και ιδιωτικά) χρέη που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.