Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Λίγα εικοσιτετράωρα προτού ανοίξουν οι ευρω-κάλπες του 2024, το ενδιαφέρον του εκλογικού σώματος παραμένει μειωμένο. Εστιάζεται, δε, στο ποσοστό που θα κατορθώσει να συγκεντρώσει η Ν.Δ. που έχει κλειδώσει την πρώτη θέση, καθώς και στην κατάταξη ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ΠΑ.ΣΟ.Κ. στη δεύτερη και τρίτη θέση. Ό,τι κι αν συμβεί την 9η Ιουνίου, ένα σχέδιο που θα μπορούσε να φέρει την κωδική ονομασία «Φρανκενστάιν» βρίσκεται εν εξελίξει, για τον χώρο της λεγομένης Κεντροαριστεράς και, κατ’ επέκταση, το πολιτικό σύστημα εν συνόλω.
Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει οδηγήσει στον χαρακτηρισμό εκλογικών αναμετρήσεων με τον όρο «εκλογές αντιπολίτευσης»: Η πρώτη θέση σε αυτές τις εκλογικές αναμετρήσεις θεωρείται δεδομένη και το όλο ενδιαφέρον εστιάζεται στην κατάταξη των κομμάτων που διεκδικούν τη δεύτερη θέση. Τέτοιες ήταν οι περσινές δεύτερες Εθνικές Βουλευτικές Εκλογές της 25ης Ιουνίου. Το ίδιο συμβαίνει με τις φετινές Ευρωεκλογές, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ερίζουν για τη δεύτερη θέση, με το αποτέλεσμα της διαμάχης να λαμβάνει υπαρξιακά χαρακτηριστικά για τα δύο κόμματα. Αυτό λέει το κυρίαρχο αφήγημα. Αυτό, όμως, που δεν λέει είναι ότι η νίκη ή η ήττα του καθενός δεν συναρτάται στους σχεδιασμούς των διαφόρων κέντρων εξουσίας αυστηρά με αυτήν καθαυτήν την ύπαρξή τους ως αυτόνομων κομματικών σχηματισμών. Συναρτάται με τους όρους, βάσει των οποίων θα επιχειρηθεί να συρθούν –θέλοντας και μη– στις διεργασίες που θα ακολουθήσουν.
Οι εξελίξεις στη βαλκανική χερσόνησο δείχνουν ένα αυξημένο ενδιαφέρον του ευρωατλαντικού παράγοντα, ώστε να διευθετηθούν τάχιστα χρόνιες εκκρεμότητες και το σύνολο της περιοχής να καταστεί ένα πεδίο πλήρως ελεγχόμενο, πρωτίστως, από τις Ηνωμένες Πολιτείες και συνακόλουθα από την -εν πολλοίς εξαρτώμενη από αυτή- Ευρωπαϊκή Ένωση και την ισχυρότερη χώρα αυτής, τη Γερμανία. Το απόλυτο «κλείδωμα» των Βαλκανίων προϋποθέτει τη «λύση» των διαφόρων ζητημάτων που δημιουργούν εντάσεις μετά των χωρών που τα συναποτελούν, τη σταδιακή πρόσδεση του συνόλου των χωρών αυτών στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ και στην επιβολή, πέραν της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος που αυτή συνεπάγεται, του συνόλου της Δυτικής πολιτισμικής ατζέντας. Για να συμβούν όλα αυτά, είναι προφανές ότι χρειάζονται πολιτικά συστήματα εκ των οποίων θα προκύπτουν Κυβερνήσεις πλήρως ελεγχόμενες από τον ευρωατλαντικό παράγοντα. Για να προκύψουν, δε, τέτοιες Κυβερνήσεις, απαραίτητη προϋπόθεση είναι τα βασικά κόμματα εξουσίας να συμφωνούν μεταξύ τους στα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής, αλλά και πολιτισμικής διαμόρφωσης.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μία τέτοια ακριβώς φάση: Έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι το μοντέλο που λειτουργεί καλύτερα στην περίπτωση της χώρας μας, υπό την έννοια της εξασφάλισης πολιτικής σταθερότητας, είναι αυτό του δικομματισμού. Η πρώτη φάση της μνημονιακής περιόδου σάρωσε τον παραδοσιακό μεταπολιτευτικό δικομματισμό. Από το 2012, στη θέση του παλαιού ισχυρού διπόλου ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, αναδείχθηκε ένα νέο «καχεκτικό» δίπολο, αυτό των ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Η παταγώδης αποτυχία της λεγομένης «Πρώτη φορά Αριστερά» και η αδυναμία του, πάλαι ποτέ ισχυρού, Κινήματος να επανακάμψει γρήγορα, οδήγησε στη «μονοκρατορία» Μητσοτάκη. Καίτοι δεν είναι απολύτως δόκιμο να συγκρίνουμε αποτελέσματα εθνικών κι ευρωπαϊκών εκλογών, το αποτέλεσμα που αναμένεται, να έχει παρόμοια χαρακτηριστικά, είναι: Η Ν.Δ. να είναι άνετα πρώτη δύναμη, ενώ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ν’ αδυνατούν να απειλήσουν την πρωτοκαθεδρία της, περιοριζόμενοι στη μάχη της δεύτερης θέσης.
Αν επιβεβαιωθεί το ανωτέρω σενάριο, θα εκδηλωθεί εντός του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και από διάφορα κέντρα εξουσίας (μιντιακά κ.ά.), μια τάση που εκκολάπτεται το τελευταίο διάστημα κι εναρμονίζεται πλήρως με τις επιδιώξεις Αμερικανών και Γερμανών: Πολιτικοί και των δύο κομμάτων, δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί και διάφοροι άλλοι δημοσιολογούντες θα εκφράσουν δημοσίως την άποψη ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ οφείλουν να δημιουργήσουν μαζί κάτι νέο, που θ’ αποτελέσει το αντίπαλο δέος της ΝΔ. Μια «Προοδευτική Παράταξη», στην οποία θα χωρά και η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Αριστερά και άλλοι σχηματισμοί προερχόμενοι από αυτόν, όπως ο Κόσμος του μεγαλοεπιχειρηματία Πέτρου Κόκκαλη.
Το επιχείρημα θα είναι απλοϊκό, αλλά ικανό να επηρεάσει άτομα σε ηγετικές και όχι μόνο θέσεις που στερούνται σοβαρής ιδεολογικοπολιτικής συγκρότησης: «Αφού ουδείς μπορεί μόνος του ας ενωθούμε». Έτσι, θα επιχειρηθεί να δημιουργηθεί ένα αμάλγαμα το οποίο θα φέρει μεν την ταμπέλα του «κεντροαριστερού» και του «προοδευτικού», πλην όμως, στα μεγάλα ζητήματα της χώρας θα ταυτίζεται ουσιαστικά με τη ΝΔ, έτσι όπως την έχει εξελίξει (καταντήσει…) ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πατώντας επί της εγγενούς δυτικοδουλείας της ελληνικής Δεξιάς. Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ο λόγος των Αμερικανών θ’ αποτελεί προσταγή, περισσότερο παρά ποτέ: ελληνοτουρκικά, κυπριακό, σκοπιανό, Θράκη θ’ αντιμετωπίζονται με παρόμοιο τρόπο και θα «λύνονται» με συναίνεση στο όνομα της δήθεν υπευθυνότητας και του δήθεν ρεαλισμού.
Οι μητσοτακικοί του «κανείς δεν θα θυμάται τ’ όνομα των Σκοπίων σε δέκα χρόνια» θα έχουν απέναντί τους του Κοτζιάδες των Πρεσπών και τους δήθεν εκσυγχρονιστές του ΕΛΙΑΜΕΠ; Η παράταξη του «Η Κύπρος κείται μακράν» θα συγκρουστεί με την παράταξη που αναγνωρίζει «κρατίδιο» στη Βόρεια Κύπρο κι όλοι μαζί οι οπαδοί του Σχεδίου Ανάν θα προωθήσουν κάτι καλύτερο; Υπάρχουν ή δεν υπάρχουν σε όλα τα κόμματα εξουσίας σήμερα στελέχη τους προερχόμενα από τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης που δημοσίως ταυτίζουν τους Έλληνες μουσουλμάνους πολίτες που τη συναποτελούν με την Τουρκία; Έχει ή δεν έχει αφεθεί, εδώ και χρόνια, στη μοίρα της η ελληνική εθνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου; Στα κοινωνικά ζητήματα μαζί οι δήθεν αντίπαλοι δεν ψήφισαν τη δυνατότητα υιοθεσίας παιδιών από ζευγάρια ομοφυλοφίλων; Από κοινού δεν έχουν παραδοθεί ολοκληρωτικά στην παράνοια της ορθοπολίτικης δικτατορίας και της woke ατζέντας, που εκπορεύεται και κυριαρχεί πλήρως στη Δύση; Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι διαφορές στην άσκηση πολιτικής εκ μέρους των δύο πόλων θα είναι ουσιαστικά μηδενικές και θα περιορίζονται σ’ επιμέρους ζητήματα, προκειμένου να δικαιολογήσουν την ταμπέλα τους. Ουσιαστικά, όμως, οι διαφορές θα είναι απειροελάχιστες και θα οδηγηθούμε στο τέλος της πραγματικής πολιτικής και στην πλήρη προτεκτορατοποίηση της Ελλάδας…
Ποιος θα χάσει σ’ ένα τέτοιο σενάριο μετά τη χώρα; Το ΠΑΣΟΚ, που σε περίπτωση που αποφασίσει να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ και τις παραφυάδες του θα πρέπει ν’ αυτοδιαλυθεί αν θέλει να περισώσει κάτι από την αξιοπρέπειά του. Διότι το ΠΑΣΟΚ, με όλα τα μεγάλα λάθη του και παρά το γεγονός ότι έχει επιτρέψει, ως οργανισμός, ν’ αναδειχθούν σε θέσεις ευθύνης άνθρωποι που είτε δεν ξέρουν τη θέση του την ιστορία είτε την ξέρουν και το μισούν γι΄ αυτή, γιγαντώθηκε εκφράζοντας αυτά που η Δημοκρατική Παράταξη στην Ελλάδα διαχρονικά πρέσβευε: Κόντρα στη δουλική στάση της Δεξιάς έναντι της Δύσης, κόντρα και στην εθνομηδενιστική στάση της Αριστεράς που έβαζε το κόμμα και την ιδεοληψία πάνω από τη Πατρίδα. Κόντρα και στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία που υποτιμούσε την έννοια και την πρακτική της εθνικής ανεξαρτησίας. Το ΠΑΣΟΚ έθετε αυτό το διακύβευμα στην πρώτη γραμμή, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη μετέπειτα διοχέτευση οικονομικών πόρων στα κανάλια της κοινωνικής πολιτικής. Εξέφραζε δε τον μέσο πολίτη. Ούτε ψευτο-ελιτ ούτε περιθωριακές μειοψηφίες εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Αν έχουν αποφασίσει κάποιοι, λοιπόν, να ρίξουν το ΠΑΣΟΚ στην «κρεατομηχανή» που δημιουργείται ώστε ν’ αποτελέσει μέρος ενός κόμματος – Φρανκενστάιν μήπως και πλησιάσουν σε κυβερνητικές θέσεις, καλύτερα ας το κλείσουν πρώτα…
Κάθε πέντε χρόνια, αποτελεί πραγματικά ζήτημα το κατά πόσον έχει νόημα να ψηφίζει κάποιος στις Ευρωεκλογές. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ολοένα και απαξιώνονται, ολοένα και απομακρύνονται από τις ανάγκες των πολιτών. Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, το ιερατείο που την καθοδηγεί και τα μεγάλα συμφέροντα που, εν τέλει, καθορίζουν τις τύχες της Ενωμένης Ευρώπης έχουν ατζέντες που δεν προτίθενται να βάλουν στην κρίση των πολιτών. Μοιραία, λοιπόν, η Ευρώπη αργοπεθαίνει, μέσα στους αναπόφευκτους εμφυλίους της, όπως έδειξε και η περίπτωση των αγροτών της που εξεγέρθηκαν πρόσφατα κατά του «πράσινου» αφανισμού τους. Στην Ελλάδα αυτές οι Ευρωεκλογές πάντως θα γίνουν καταλύτης εξελίξεων, κυρίως για το εσωτερικό της…