Της Μαριάνθης Κοκοράκη,
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με τους πολλούς αιώνες ιστορίας που «κουβαλά» στην πλάτη της, υπήρξε μια αυτοκρατορία ένδοξη και περίλαμπρη, από την αρχή της ύπαρξής της, έως και την εκπνοή της. Πολλοί, ήταν οι παράγοντες, που τελικά οδήγησαν στην σταδιακή παρακμή της και στην συνέχεια στην οριστική διάλυσή της. Μία από τις σημαντικότερες αιτίες, αποτέλεσε και η παρακμή του Βυζαντινού ναυτικού, όπου η κυριότερη συνέπειά της, ήταν η απώλεια του ελέγχου των θαλασσών, όπου συνέβαλλε και στην εξασθένιση της χερσαίας δύναμης της αυτοκρατορίας.
Είναι λογικό, να συλλογιστεί κανείς, το πως κατάφερε αυτή η σπουδαία αυτοκρατορία και με ποια μέσα, να καταλήξει στην παρακμή της, ενώ λίγους αιώνες νωρίτερα βρισκόταν στο πιο ανοδικό της σημείο; Προκειμένου, να υπάρξει κάποια σαφέστερη απάντηση, θα πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και να φτάσουμε στην δυναστεία των Μακεδόνων (867-1056). Η Μακεδονική Δυναστεία, στα χρόνια της εξουσίας της, σημείωσε κάποιες σημαντικές νίκες, εναντίον των Αράβων και των Βουλγάρων, με το σημείο αυτό να αποτελεί «την κορυφή της κορυφής» για την αυτοκρατορία. Οι νίκες αυτές οφείλονταν κυρίως, στην στελέχωση του χερσαίου στρατού, αλλά και του ναυτικού. Αυτή η κατάσταση, άλλαξε για πάντα, έπειτα από τον θάνατο του Βασίλειου Βουλγαροκτόνου. Οι διάδοχοί του, καθησυχάστηκαν από την προσωρινή απουσία, εξωτερικών εχθρών. Έτσι, κατά αυτόν τον τρόπο, επιδόθηκαν στην κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος.
Η επόμενη περίοδος που ήρθε, ο θρόνος άλλαξε δώδεκα διαφορετικούς αυτοκράτορες. Οι πολιτικές των επόμενων αυτοκρατόρων, επέτρεψαν την σταδιακή διάλυση του «εθνικού» στρατού και στόλου της αυτοκρατορίας. Έτσι, όταν το 1071, εμφανίστηκαν οι Νορμανδοί και οι Σελτζούκοι Τούρκοι, ως νέα απειλή, η αυτοκρατορία έχασε κάποια εδάφη, λόγω των επιδρομών τους. Έως το 1081, η κατάσταση αυτή, είχε επιδεινωθεί δραματικά. Αντιθέτως, για την δυναστεία των Κομνηνών, αρκετά χρόνια αργότερα, η στελέχωση του στρατού, υπήρξε προτεραιότητα. Μάλιστα, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός (1081-1118) για να αναχαιτίσει τους Νορμανδούς, αποφάσισε να ζητήσει την βοήθεια της Βενετίας, η οποία αποτελούσε μεγάλη ναυτική δύναμη. Το αποτέλεσμα αυτής της βοήθειας, ήταν ότι ο βενετικός στόλος κατάφερε να συντρίψει τον νορμανδικό. Όμως, η παροχή της βοήθειας είχε και κάποιο μεγάλο αντίτιμο. Η Βενετία, ζήτησε από τον αυτοκράτορα την παραχώρηση προνομίων στους βενετούς εμπόρους, σε αρκετά λιμάνια της βασιλεύουσας. Αυτή η τακτική, αποτέλεσε μακροπρόθεσμα καταστρεπτική για την αυτοκρατορία, καθώς συντέλεσε στην μεταφορά οικονομικών πόρων αναγκαίων για την ανασυγκρότησή της, προς την Ιταλική χερσόνησο.
Ο μετασχηματισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σε αμιγώς χερσαία δύναμη, συνεχίστηκε εντονότερος κατά τον 12ο αιώνα, παράλληλα με την παραχώρηση εμπορικών προνομίων στη Γένοβα (1169) και την Πίζα (1170). Την εποχή, όμως, του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180), το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούσε αυτή η πολιτική, είχε γίνει πλέον εμφανές. Το γεγονός, ότι οι Βυζαντινοί είχαν παραχωρήσει προνόμια είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών από ιταλικούς στόλους, στερώντας από την αυτοκρατορία, τη δυνατότητα να διεξάγει υπερπόντιες εκστρατείες, λόγω της έλλειψης χρημάτων και πλοίων.
Η ναυτική παρακμή επιβεβαιώθηκε όσο ο Ανδρόνικος Α’ Κομνηνός ήταν στον θρόνο (1183-1185). Οι Νορμανδοί εισέβαλλαν στην βυζαντινή επικράτεια και κατέλαβαν τα νησιά του Ιονίου, έπειτα προχώρησαν προς την Θράκη, όπου και αναχαιτίστηκαν. Το δραματικότερο της όλης υπόθεσης ήταν ότι τα Ιόνια νησιά από τότε, έως και το 1797, περιήλθαν υπό δυτικό έλεγχο, με εξαίρεση την Κέρκυρα, που ανακτήθηκε το 1204.
Το 1204, με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, τα ελληνικά κρατίδια που δημιουργήθηκαν τότε, με σκοπό την ανακατάληψη περιοχών της βυζαντινής αυτοκρατορίας, καταρχήν προχώρησαν στην συγκρότηση ισχυρών χερσαίων στρατών, διότι κύρια προτεραιότητά τους, ήταν η Κωνσταντινούπολη και όχι κάποια άλλη παραθαλάσσια περιοχή ή νησί. Παρόλα αυτά, στις 13 Μαρτίου 1261, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, υπέγραψε συνθήκη με την Γένοβα, η οποία συμφώνησε να παρέχει στην αυτοκρατορία, ναυτικές υπηρεσίες, με σκοπό την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Τελικά αυτό επιτεύχθηκε στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους, από βυζαντινό στρατιωτικό σώμα και μάλιστα, χωρίς να συνδράμει το ναυτικό.
Λίγο καιρό αργότερα, και με τις εχθρικές επιδρομές που ακολούθησαν, ανάγκασαν τον Ανδρόνικο Β’, να παροπλίσει ολόκληρο το ναυτικό για λόγους οικονομίας. Αυτή η ενέργεια όμως, είχε και άλλες συνέπειες, καθώς ώθησε ένα μέρος των άνεργων ναυτικών της αυτοκρατορίας να στελεχώσουν τους πειρατικούς στόλους των Τούρκων. Ο διάδοχος του Ανδρόνικου Β, ο Ανδρόνικος Γ’, προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τον βυζαντινό στόλο. Αυτή η προσπάθεια στέφθηκε από μερική επιτυχία. Οι πραγματικές αδυναμίες του βυζαντινού στόλου φάνηκαν όταν απέτυχε να σώσει την τελευταία βυζαντινή κτήση στη Βιθυνία, την παραλιακή Νικομήδεια, η οποία καταλήφθηκε το 1337 με τους Οθωμανούς, λόγω αδυναμίας ανεφοδιασμού της από τη θάλασσα.
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος των Παλαιολόγων (1341-1347) έδωσε ουσιαστικά τη χαριστική βολή στα κατάλοιπα της βυζαντινής ναυτικής ισχύος, επιτρέποντας στους Γενοβέζους να καταλάβουν οριστικά τη Χίο (1346) και στους Σελτζούκους Τούρκους να αποβιβαστούν επανειλημμένα στα παράλια της Θράκης και της Μακεδονίας και να τα λεηλατούν ανενόχλητοι. Τον 15ο αιώνα, απουσιάζει οποιαδήποτε μνεία βυζαντινού στόλου. Μόνο κατά την τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται ότι μεταξύ των ιταλικών πλοίων που υπεράσπιζαν τον Κεράτιο κόλπο υπήρχαν και δέκα βυζαντινά, εκ των οποίων, τέσσερα ή πέντε, κατάφεραν να διαφύγουν από την Κωνσταντινούπολη κατά την άλωση, υπογράφοντας με αυτόν τον τρόπο, τον τραγικότερο ίσως επίλογο, στην ιστορία του άλλοτε ένδοξου βυζαντινού ναυτικού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης-Νικόλαος Γ. Νικολούδης (2007), Ο Ύστερος Μεσαιωνικός Κόσμος (11ος-16ος): Βυζάντιο, Μεσαιωνική Δύση, Ανατολή και Ισλάμ, Βαλκάνια και Σλάβοι, Εκδ: Ηρόδοτος
- Σαράντος Ι. Καργάκος (2007), Το Βυζαντινό Ναυτικό: Η επίδραση της θαλάσσιας ισχύος στην ακμή και την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Εκδ. Σιδέρης