Του Γιώργου Τζεμίντιμπη,
Η γη που συγκλονίζεται σήμερα απ’ τον πόλεμο, κλονίστηκε τότε συθέμελα απ’ τα λόγια ενός μαραγκού. Ο Ιησούς, υπό οποιοδήποτε πρίσμα, είτε ιστορικό είτε θρησκευτικό είτε λογοτεχνικό, άλλαξε άρδην τον κόσμο. Η ριζική αυτή αλλαγή που συνετέλεσε, εσωτερική και εξωτερική του ανθρώπινου βίου, είχε επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τον Κρητικό λογοτέχνη Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος συγκατέλεγε τον Ιησού ανάμεσα στους μεγάλους διδασκάλους του. O Καζαντζάκης πάσχιζε μέσα απ’ τον Αγώνα, τον Ανήφορο του Ιησού ως τον σταυρό, να ξεδιαλύνει το κουβάρι της ζωής, της ύπαρξης, της αγάπης και της δημιουργίας, να βρει τα όρια όπου συγκλίνουν και χωρίζονται ύλη και πνεύμα. Το 1951, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ολοκληρώνει τον Τελευταίο Πειρασμό, ένα από τα πιο γνωστά του έργα, που, όποτε βρίσκεται αφορμή, προκαλεί εδώ και δεκαετίες σάλο αντιδράσεων στον χριστιανικό, κυρίως, κόσμο. Στο παρόν άρθρο θα δώσουμε βάση σε μερικά μονάχα αποσπάσματα από το τέλος του βιβλίου, εκεί όπου εμφανίζεται η μορφή του Σαύλου, του γνωστού τοις πάσι σήμερα ως Αποστόλου Παύλου.
Πριν από τον Τελευταίο Πειρασμό, το πρόσωπο του ιστορικού Ιησού είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των χριστολογικών συζητήσεων του 19ου και 20ου αιώνα. Οι μελετητές τόνιζαν το πόσο διαφορετικός παρουσιάζεται ο Ιησούς των Ευαγγελίων σε σχέση με τον Ιησού των γραπτών του Αποστόλου Παύλου, τα οποία μάλιστα χρονολογούνται πριν από τα Ευαγγέλια. Ο Παύλος, ο οποίος καθ’ ομολογίαν της ίδιας της Καινής Διαθήκης, δε γνώρισε ποτέ τον (επίγειο τουλάχιστον) Ιησού, φέρεται, κατά τους μελετητές, να αλλοίωσε σε πολλά σημεία τη διδασκαλία Του. Κάποιοι, μάλιστα, έκαναν λόγο για «Παυλιανισμό» αντί για Χριστιανισμό, και καλούσαν τους «αληθινούς» χριστιανούς να επιστρέψουν στον Χριστό των Ευαγγελίων, στα διδάγματά του περί παθητικής αντίστασης και αγάπης και να μην καταφεύγουν στις διάφορες ερμηνείες του Παύλου· υποστηρικτής των θέσεων αυτών ήταν μέχρι και ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Λέων Τολστόι.
Συνεχιστής, εν μέρει, αυτών των απόψεων, υπήρξε ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος στο «εναλλακτικό και πιο ανθρώπινό του ευαγγέλιο», τον Τελευταίο Πειρασμό, παρουσιάζει τον Σαύλο να καταδιώκει αυτός τον Χριστό, κι όχι το ανάποδο, όπως συνέβη στη Δαμασκό κατά τη βιβλική διήγηση. Σ’ ένα πρόσκαιρο όραμα που βλέπει ο Ιησούς επάνω στον σταυρό, αντικρίζει μια πραγματικότητα ολότελα διαφορετική από τη δική του: ήταν, λέει, παντρεμένος, με πολλά παιδιά, γέρος και βολεμένος στο αγρόκτημά του. Μια μέρα καταφθάνει από το πουθενά ο Σαύλος, τον οποίον ο Ιησούς δε γνώριζε, αλλά του προξενούσε εξαρχής η μορφή του φόβο. Ο ξένος υποσχόταν ότι είχε έρθει στο σπίτι του να του φέρει το Καλό Μαντάτο (το Ευαγγέλιό του)· ερωτηθείς, δε, ποιο είναι αυτό, ξεκινά να λέγει: «Ο Ιησούς ο Ναζωραίος, θα τον έχεις ακουστά, δεν ήταν γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, ήταν γιος του Θεού, κατέβηκε στη γης, πήρε σάρκα ανθρώπου, για να σώσει τον άνθρωπο· κι οι άνομοι ιερείς και Φαρισαίοι τον έπιασαν, τον πήγαν στον Πιλάτο, τον σταύρωσαν, μα την τρίτη μέρα αναστήθηκε κι ανέβηκε στον ουρανό· νικήθηκε ο θάνατος, αδέρφια, συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες, άνοιξαν οι πόρτες της Παράδεισος!».
Ο Καζαντζάκης συνοψίζει σε αυτά τα λόγια το νόημα του σύγχρονου Χριστιανισμού, με τον οποίο διαφωνούσε. Ο Ιησούς του Καζαντζάκη δε γνωρίζει εξαρχής τη «θεία» πνευματική του αποστολή, δεν είναι αλάθητος, μα υποφέρει σε όλο το βιβλίο ως άνθρωπος του πνεύματος· λογιάζεται σαν αλαφροΐσκιωτος, προσπαθεί μάταια να βαστάξει τα κοινωνικά δεσμά της απλής ζωής στη Ναζαρέτ, αλλά αυτό τον οδηγεί σε τάσεις φυγής και σε μεγάλες εσωτερικές κρίσεις. Μπορεί να ξεκινάει από απλός υιός του Ιωσήφ, αλλά ο Καζαντζάκης θέλει, σε αυτήν την εναλλακτική ιστορία, να τον κάνει να αντρειωθεί έτσι, που θα ανηφορίσει με κόπο ως τον βαθμό του Υιού του Θεού. Ο Ιησούς είναι, για τον Καζαντζάκη, ένας απ’ τους πολλούς «μεσσίες», ένας από τους αρίφνητους βασανισμένους, πλήρεις Πνεύματος ανθρώπους, των οποίων η σωτηρία έρχεται, όταν φτάνουν στο χείλος του γκρεμού, εν προκειμένω στη σταύρωση.
Τα λόγια του Παύλου φθείρουν την αυθεντική διδασκαλία του Ιησού για τον Καζαντζάκη, αφού τον παρουσιάζουν σαν ολότελα «θείο» άνθρωπο, του οποίου ο Ανήφορος ήταν μοναδικός κι ανεπανάληπτος, και δεν χρειάζεται να τον διατρέξει ξανά κανείς. Ο διάλογος που ακολουθεί είναι απλώς συγκλονιστικός· ο Ιησούς, υπό την επήρεια του οράματος, αρνείται τη Σταύρωσή του, ο δε Παύλος επιμένει σ’ αυτήν, αλλά με μονομανία. Τα δύο άκρα συγκρούονται – ο απόλυτος υλισμός με τον απόλυτο ιδεαλισμό. Ο Ιησούς, σαν ξυπνήσει, όμως, θα ακολουθήσει τη μοίρα του Πνεύματος και θα σταυρωθεί μαζί του.
Ο Παύλος ξεστομίζει ιστορίες από την Καινή Διαθήκη, στις οποίες ο Ιησούς απαντά φρενιασμένος «Ψεύτη! Ψεύτη!»: την Ενσάρκωση του Θεού μέσω της Παρθένου Μαρίας και την επιστροφή του Χριστού στους μαθητές μετά την Ανάσταση. «Ψεύτη! Ψεύτη! Του φώναζε· εγώ ’μαι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, ποτέ δε σταυρώθηκα, ποτέ δεν αναστήθηκα, είμαι ο γιος της Μαρίας και του Ιωσήφ του μαραγκού από τη Ναζαρέτ, δεν είμαι γιος του Θεού, είμαι κι εγώ, σαν τους άλλους, γιος του ανθρώπου! Τι βλαστήμιες είναι ετούτες; Τι ντροπές; Τι ψευτιές; Με τέτοιες ψευτιές τολμάς να σώσεις τον κόσμο, θεομπαίχτη;» Ο Παύλος, ωστόσο, έχει άλλα σχέδια· εξοργισμένος τού φωνάζει: «Φράξε πια το αδιάντροπο στόμα! […] μέσα στου κόσμου ετούτου τη σαπίλα, την αδικία και τη φτώχεια, ο Ιησούς ο Σταυρωμένος, ο Ιησούς ο Αναστημένος ήταν η μονάκριβη παρηγοριά του τίμιου και αδικημένου ανθρώπου. Ψευτιά ή αλήθεια – τι με νοιάζει; […] Δε θα σωπάσω· δε νοιάζουμαι εγώ για αλήθειες και ψευτιές, τον είδα δεν τον είδα, σταυρώθηκε δε σταυρώθηκε· εγώ με το πείσμα, με τη λαχτάρα, με την πίστη, δημιουργώ την αλήθεια· δε μάχουμαι να τη βρω, τη φτιάνω. Τη φτιάνω πιο μεγάλη από το μπόι του ανθρώπου, κι έτσι μεγαλώνω τον άνθρωπο».
Ο Παύλος, απέναντι στον Ιησού που αρνείται τη Σταύρωσή του, είναι ανένδοτος ως προς την αλήθειά της· σαν δικαστής του ανθρώπινου πόνου, θεωρεί ότι η αλήθεια πρέπει να ξεπερνά τον άνθρωπο και αυτός να μάχεται να τη φτάσει, να γλυτώσει έτσι από το μικρόβιο της σάρκας. Ο Παύλος φοβάται την πνευματικότητα του Ιησού, δεν αντέχει την Αγάπη που αυτός κήρυττε, θέλει να φτάσει τους ανθρώπους στη σωτηρία από άλλο μονοπάτι. «Είναι ανάγκη, το ακούς; Ανάγκη μεγάλη, για να σωθεί ο κόσμος να σταυρωθείς – κι εγώ θα σε σταυρώσω, θες δε θες· είναι ανάγκη να αναστηθείς, κι εγώ θα σε αναστήσω, θες δε θες […] Είπες Αγάπη, και ξαπόλυσες όλους τους αγγέλους και τους δαιμόνους που κοιμούνται στο σπλάχνο του ανθρώπου· δεν είναι, όπως θαρρείς, απλός, ήσυχος λόγος· μέσα του αίματα πολλά και στρατοί που σκοτώνουνται, και πολιτείες που καίγουνται. Ποτάμια αίματα, ποτάμια δάκρυα, άλλαξε το πρόσωπο της γης· όσο θες τώρα ξελαρυγγίζου και φώναζε: Δεν ήθελα να πω αυτό, δεν είναι αυτό αγάπη, μη σκοτώνεστε, αδέρφια είμαστε όλοι, σταθείτε! Πού να σταθούν, δυστυχισμένε;» Ενώ, λοιπόν, ο Ιησούς προσπαθούσε να φέρει τον Θεό από τον ουρανό πίσω στη γη, ο Παύλος θέλει να τον κρατήσει ψηλά, για να τον φτάσει ο άνθρωπος. Όμως, αυτό οδηγεί νομοτελειακά στη ρήξη: «Πάει πια! […] δε σε γέννησε ο Ιωσήφ, ο μαραγκός από τη Ναζαρέτ, σε γέννησα εγώ, ο Παύλος, ο γραφιάς, από την Ταρσό της Κιλικίας».
Οι συγκλονιστικές αυτές στιγμές διαφοροποιούν σημαντικά τον Ιησού και τον Παύλο της Καινής Διαθήκης από τον Ιησού και τον Παύλο του Τελευταίου Πειρασμού. Ο Καζαντζάκης μεταβάλλει τους χαρακτήρες, για να εκφράσει την ιδιαίτερη φιλοσοφία του. Είναι αξιοσημείωτο ότι στη βιβλική διήγηση ο Σαύλος, από διώκτης των χριστιανών, γίνεται Παύλος, Απόστολος των Εθνών, αφού τυφλωθεί και μετά γιατρευτεί. Στον Τελευταίο Πειρασμό, ο Σαύλος, από διώκτης των χριστιανών, γίνεται Παύλος, Απόστολος των Εθνών, αφού διώξει και αυτόν που ο Νίτσε αποκαλούσε τον «μόνο χριστιανό», τον ίδιο τον Ιησού. Ο Παύλος δεν καταδέχεται ότι μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί με το πρότυπο του ανθρώπινου Ιησού, αλλά πρέπει να ιδρυθεί μια ολότελα διαφορετική θρησκεία, αυτή του θείου Χριστού.
Ο Ιησούς του Νίκου Καζαντζάκη βρίσκει την κάθαρση της ψυχής του μέσα από τον ατομικό του, πρωτίστως, αγώνα για τη θέωση, τον αγώνα για τον Ανήφορο, που εμπεριέχει και αυτά που θεωρούνται ως καλό και κακό, και αυτά που λογιάζουμε ως ύλη και ως πνεύμα· ο Ιησούς εμφορείται από τη ζωτική ορμή του κάθε ανθρώπου, και ατενίζοντας τον θάνατο ως μήτρα του Θεού, με τη λεγόμενη «εσχατολογική αισιοδοξία» του, ξεπερνά κάθε φόβο, λυτρώνεται, επειδή νιώθει τη νέα αρχή που θα βρει το Πνεύμα του Θεού μετά το «Τετέλεσται». Αφού καταλαγιάσει το όραμά του, μες στο οποίο ο Καζαντζάκης έχει ενσωματώσει κι άλλους, υπέροχους διαλόγους, ο Ιησούς επιστρέφει στην πραγματικότητα, στον σταυρό, για να πεθάνει και να φτάσει στον ίδιο τον Θεό.
Με λίγα λόγια, ο Ιησούς του Καζαντζάκη προσθέτει το δικό του λιθαράκι στην ατελεύτητη Ανάταση και Ανάσταση του Θεού, ανοίγει έναν δικό του δρόμο προς την επίγεια πολυπόθητη Σωτηρία· ο δε Χριστός του Παύλου, κατά τον Καζαντζάκη, είναι ένας λαοπλάνος, που καταδικάζει τον Ιησού να παραμένει κλεισμένος στη φυλακή του «Χριστού», δίνει ελπίδες για μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή και δεν κηρύσσει την εδώ Αγάπη, την επίγεια Βασιλεία του Θεού, που κήρυσσε ο αληθινός, για τον Κρητικό συγγραφέα, Ιησούς. Παρέχει στον απλό λαό ελπίδα για μία μετά θάνατον ή εν αγνώστω καιρώ Δικαιοσύνη του Θεού, με τρόπο σχεδόν αγοραίο· θέλει να μαζέψει πιστούς γύρω απ’ το Καλό Μαντάτο και να τους καθαρίσει από την αμαρτία. Αλλά τους αποκρύπτει ένα γεγονός, πολύ σπουδαίο γεγονός: ότι ο Ιησούς μπορεί να ήταν ένας, μα είμαστε όλοι μικροί Χριστοί. Δημιουργεί προσχήματα σωτηρίας, για να κρύψει το νόημα της διδασκαλίας της αληθινής ζωής, κι όχι της εξήγησής της: ότι ο Ανήφορος, ο Γολγοθάς είναι δεδομένος· φτάνει να είσαι ο Σταυρωμένος, κι όχι ο σταυρωτής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ν. Καζαντζάκης, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Εκδόσεις Διόπτρα, 1η έκδοση, 2023