Της Μαριαλένας Σπαθαριώτη,
Το έγκλημα, είτε ως παράλειψη είτε ως πράξη, δύναται να είναι αποτέλεσμα της σύμπραξης περισσότερων του ενός προσώπου, οπότε γίνεται λόγος για συμμετοχή σε αυτό. Συγκεκριμένα, η συμμετοχή αποτελεί λόγο που επεκτείνει τα προσωπικά όρια του αξιοποίνου πέρα από την αρχική τους έκταση που αφορά τον αρχικό αυτουργό. Η δράση των συμμετεχόντων και η μορφή της συμμετοχής τους προσδιορίζεται από ξεχωριστές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που εφαρμόζονται ad hoc και ερμηνεύονται από την νομολογία. Ειδικότερα, ο όρος συμμετοχή περιλαμβάνει δύο έννοιες, τη στενή και την ευρεία έννοια. Στην πρώτη περίπτωση, ο όρος συμμετοχή περιγράφει τις προϋποθέσεις που πρέπει να υφίστανται για την επέκταση της ποινικής ευθύνης σε πρόσωπα που συνέβαλαν με κάποιο στοιχειώδη τρόπο στην τέλεση της εγκληματικής ενέργειας, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, ο όρος συμμετοχή αναφέρεται σε ένα σύνολο παραγόντων που είχαν ως αποκλειστική συνέπεια ή συνέβαλαν ως κάποιον βαθμό στην τέλεση του εγκλήματος.
Όπως προαναφέρθηκε, η συμμετοχή στο έγκλημα, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μπορεί να λάβει πολλές διαφορετικές μορφές. Σύμφωνα με την τυπική αντικειμενική θεωρία, ως αυτουργός του εγκλήματος αναγνωρίζεται εκείνος που τέλεσε με τα ίδια του τα χέρια την αξιόποινη πράξη και επομένως, εκείνος, οι πράξεις ή παραλείψεις του οποίου, πληρούν την αντικειμενική υπόσταση του εκάστοτε τελεσθέντος εγκλήματος. Παρόλα αυτά, αναγνωρίζεται από τον Ποινικό Κώδικα ότι η αντικειμενική υπόσταση δεν είναι απαραίτητο να πληρείται από ιδιόχειρες πράξεις του δράστη αλλά από τρίτο πρόσωπο, το οποίο, όμως, δεν ενεργεί κατά βούληση, αλλά μέσω των κατευθύνσεων του αυτουργού, δηλαδή αντιμετωπίζεται ως ένα «τυφλό» όργανο, μέσω του οποίου πραγματώνεται η βούληση του αυτουργού. Αυτό σημαίνει ότι έμμεση αυτουργία έχουμε καταρχήν, όταν κάποιος διαπράττει ένα έγκλημα μέσω άλλου. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την βουλητική κυριαρχία ενός προσώπου επί της τέλεσης του εγκλήματος, κατευθύνοντας τις ενέργειες ενός άλλου προσώπου ως οργάνου, μη εκτελώντας ο ίδιος τις ενέργειες που θα επιφέρουν το εγκληματικό αποτέλεσμα.
Μια ακόμη μορφή αυτουργίας και κατ’ επέκταση συμμετοχής σε αξιόποινη πράξη αποτελεί η ηθική αυτουργία, η οποία θεσπίζεται με το άρθρο 46 παρ. 1 στ. α’ ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο, «με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε». Τα αντικειμενικά στοιχεία της ηθικής αυτουργίας είναι η πρόκληση της απόφασης εκ μέρους του ηθικού αυτουργού και η άδικη πράξη του άμεσου αυτουργού, ενώ το υποκειμενικό στοιχείο της ηθικής αυτουργίας είναι η εκ προθέσεως πρόκληση της απόφασης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξή της είναι ο επηρεασμός της βούλησης του φυσικού αυτουργού από τον ηθικό, μέσω ενός είδους πνευματικής επικοινωνίας, ενώ στην περίπτωση που για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.
Ακόμη μια μορφή συμμετοχής στο έγκλημα αποτελεί η συναυτουργία, η οποία ορίζεται στο άρθρο 45 ΠΚ, κατά το οποίο «αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης». Σ’ αυτήν την περίπτωση, επομένως, γίνεται λόγος για δύο ή περισσότερα πρόσωπα που αποφασίζουν και διενεργούν από κοινού ένα έγκλημα και καθένα από αυτά προβαίνει σε πράξεις που λειτουργούν συμπληρωματικά και πληρούν από κοινού την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συναυτουργίας παίζει η ύπαρξη συναπόφασης ή μη, όσον αφορά την από κοινού τέλεση του εγκλήματος. Έτσι, όταν υπάρχει συναπόφαση και συνεκτέλεση του εγκλήματος γίνεται λόγος για συναυτουργία.
Σημαντική μορφή συμμετοχής θεωρείται και ο άμεσος συνεργός ο οποίος με πρόθεση παρέχει συνδρομή στον δράστη κατά την τέλεση της πράξης, ενώ υπάρχει και ο απλός συνεργός, ο οποίος παρέχει συνδρομή πριν ή κατά την διάρκεια της τέλεσης του εγκλήματος. Άμεσος αυτουργός θεωρείται εκείνος που ιδιοχείρως πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του κρινόμενου εγκλήματος, ενώ επίσης, στην άμεση αυτουργία, τόσο υπό τον προϊσχύσαντα όσο και υπό τον νέο ΠΚ, ενυπάρχει το στοιχείο της αναγκαιότητας και της αιτιώδους συνάφειας ως έναν βαθμό, κατά την οποία άμεση αυτουργία νοείται ότι συντρέχει στην περίπτωση που η διάπραξη του εγκλήματος δε θα ήταν δυνατό να λάβει χώρα υπό τις ίδιες συνθήκες. Αυτή η αιτιώδης και αναγκαία σχέση είναι ένα καθοριστικής σημασίας στοιχείο για τον προσδιορισμό της άμεσης αυτουργίας, ωστόσο δεν καθίσταται αυτοτελώς ικανή συνθήκη, καθώς θα πρέπει να εξεταστεί in concreto η δράση και η συμβολή του συμμετόχου.
Συμπερασματικά, καταλαβαίνουμε από την παραπάνω ανάλυση την προσπάθεια που έχει καταβάλει ο νομοθέτης, έτσι ώστε να οριοθετήσει σωστά το έγκλημα και τους δράστες αυτού, συμπεριλαμβάνοντας κάθε μορφή συμμέτοχης, επιδιώκοντας την σωστή απονομή της δικαιοσύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ:
- Μηνάς Ε. Στρουμπής, Οι μορφές συμμετοχής στο έγκλημα υπό το πρίσμα του άρθρου 2 και του νέου Ποινικού Κώδικα, Διπλωματική Εργασία, Οκτώβριος 2023. Διαθέσιμη εδώ