Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Οι περισσότεροι ιστορικοί ορίζουν την λήξη της Αρχαιότητας και την έναρξη του Μεσαίωνα σε μια χρονική περίοδο, η οποία χαρακτηρίζεται από την έντονη κινητικότητα των φυλών στην Ευρασία, φαινόμενο που έγινε γνωστό ως «Η μεγάλη μετανάστευση των λαών». Πρωταγωνιστικό ρόλο στην μετανάστευση αυτή έπαιξαν τα γερμανικά φύλα, τα οποία ξεκίνησαν από την περιοχή της σημερινής Γερμανίας και Πολωνίας και εξαπλώθηκαν βαθμιαία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Λιγότερο γνωστή είναι η ιστορία των φύλων αυτών μετά την εγκατάστασή τους στις περιοχές αυτές, ζήτημα το οποίο θα θίξουμε στο παρόν άρθρο.
Στην νοτιοδυτική γωνία της Ευρώπης απαντάται η Ιβηρική Χερσόνησος, περιοχή η οποία φαινομενικά ήταν απομακρυσμένη από τη βαρβαρική απειλή. Όλα αυτά άλλαξαν, όταν το 406 μ.Χ. οι Σουηβοί εισέβαλαν στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περνώντας τον παγωμένο Ρήνο μαζί με τους Βάνδαλους και τους Αλανούς. Καθώς υπήρχε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ρωμαίων στην Γαλατία, το φθινόπωρο του 409 μ.Χ. οι φυλές πέρασαν τα Πυρηναία, εισβάλλοντας στην Ιβηρική χερσόνησο. Μετά από δύο χρόνια συρράξεων με τους Ρωμαίους και τους ιθαγενείς, οι εισβολείς αποφασίζουν να χωρίσουν την χερσόνησο μεταξύ τους, με τους Σουηβούς να εγκαθίστανται στην Γαλικία (Βορειοδυτικά) και τους Σιλίγγιους Βανδάλους να καταλαμβάνουν την νότια Ιβηρία (Βαετική). Οι ιρανικής καταγωγής Αλανοί κατέλαβαν προσωρινά το ανατολικό τμήμα της χερσονήσου, μέχρι το 418, όταν οι Βησιγότθοι εισέβαλαν στην Ιβηρία και τους κατέστρεψαν.
Αρκετά δύσκολα ήταν τα πρώτα χρόνια των Βανδάλων, στα νότια της χερσονήσου, οι οποίοι αντιμετώπιζαν αλλεπάλληλες επιθέσεις από τους Ρωμαίους και τους συμμάχους τους, Βησιγότθους. Ο Βάνδαλος Γουνδέριχος εξολόθρευσε το 422 μια μεγάλη στρατιά των δύο προαναφερθέντων αντιπάλων του, με αποτέλεσμα να αποκτήσει σημαντική ελευθερία κινήσεων στην περιοχή. Το 425 λεηλάτησε τις Βαλεαρίδες νήσους, ενώ το 428 πέθανε κατά τη πολιορκία της Σεβίλλης. Τον διαδέχθηκε ο αδερφός του Γινζέριχος, ο οποίος και αποφάσισε την αποχώρηση του λαού του από την Ισπανία και την μετακίνησή τους στην Βόρεια Αφρική. Παρά το ότι οι Βάνδαλοι έμειναν για μικρό χρονικό διάστημα στην Ισπανία, η περιοχή την οποία κατοίκησαν διατηρεί το όνομά τους ακόμα και σήμερα (Ανδαλουσία).
Αντίθετα, τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας των Σουηβών στην Γαλικία ήταν ειρηνικά και για τους ίδιους αλλά για τους ντόπιους, μέχρι που το 430 ο βασιλιάς Ερμέρικος επιτέθηκε στα φρούρια των ιθαγενών. Οι αψιμαχίες μεταξύ τους συνεχίστηκαν ως το 438, όταν συμφωνήθηκε ειρήνη, η οποία και κράτησε για είκοσι έτη. Το έτος εκείνο τον Ερμερίκο διαδέχθηκε ο γιος του Ρεχίλας. Ο νεαρός Αυτοκράτορας αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιθετικός καθώς το 439 κατέλαβε ολόκληρη τη Λουζιτανία (σημερινή Πορτογαλία), ενώ κάποια χρόνια αργότερα ο στρατός των Σουηβών έφτασε μέχρι την Σεβίλλη, την οποία και λεηλάτησε, αποσπώντας σημαντικά λάφυρα. Το 449 ο Ρεχίλας πέθανε αφήνοντας ένα ιδιαίτερα ισχυρό βασίλειο στον γιο του Ρεχιάρ.
Ο Ρεχιάρ ήταν από τους πρώτους Καθολικούς Γερμανούς βασιλείς, ενώ άλλη καινοτομία που εισήγαγε ήταν η κοπή νομισμάτων με το όνομα και την εικόνα του, θέλοντας να δείξει έτσι την ανεξαρτησία του βασιλείου του. Εισέβαλλε στην Ταρρακονησία (περίπου στη σημερινή χώρα των Βάσκων σήμερα) παίρνοντας αρκετούς αιχμαλώτους, ενώ το 455 έφτασε ακόμα και σε περιοχές της Νοτιοανατολικής Ισπανίας, όντας πλέον ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της χερσονήσου. Οι Ρωμαίοι και οι Γότθοι τον προειδοποίησαν αρκετές φορές, μέχρι που ο Θεοδώριχος Β΄ των Βησιγότθων μαζί με τους Βουργουνδούς εισέβαλαν στην Ιβηρική χερσόνησο και κέρδισαν στην μάχη του Ορβίγου ποταμού (στη Λεόν) το 456, με αποτέλεσμα να καταλάβουν και να λεηλατήσουν ακόμα και την πρωτεύουσα των Σουηβών, την Μπράγκα. Ο Ρεχιάρ πιάστηκε αιχμάλωτος των Βησιγότθων στο Πόρτο και εκτελέστηκε, αφήνοντας το βασίλειό του χωρίς διάδοχο, ενώ οι Βησιγότθοι ξεκίνησαν πλέον την εγκατάστασή τους στην Ιβηρική.
Τα επόμενα έτη επικράτησε χάος μεταξύ των Σουηβών, μέχρι την ανάρρηση του Ρεμισμούνδου στο θρόνο το 464, ο οποίος κατάφερε και επανένωσε τους Σουηβούς, ενώ κατάφερε σημαντικές επιτυχίες ενάντια στους ιθαγενείς της Λουζιτανίας, καταλαμβάνοντας ξανά την Λισαβόνα. Την ίδια χρονική περίοδο οι Σουηβοί μεταστράφηκαν στον Χριστιανισμό, και συγκεκριμένα στην αίρεση του Αρειανισμού, μέσω των διδαχών του αιρετικού Αίαντα.
Την περίοδο εκείνη παγιώνονται οι Βησιγότθοι στην χερσόνησο, καθώς ο νέος Βασιλιάς τους Ευρίχος καταλαμβάνει την Εμερίτα Αυγούστα, πόλη – κλειδί της Λουζιτανίας, ενώ επιτίθεται στην παραπαίουσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καταλαμβάνοντας το 472 την Ταρρακονησία, την τελευταία ρωμαϊκή επαρχία της Ιβηρικής χερσονήσου. Μέχρι το τέλος του αιώνα οι Βησιγότθοι είχαν γίνει οι απόλυτοι κύριοι της Ιβηρικής, περιορίζοντας τους Σουηβούς στην ορεινή και απομονωμένη Γαλικία. Η ήττα τους από τους Φράγκους το 508 ανάγκασε τους Βησιγότθους να εγκαταλείψουν τις περισσότερες κτήσεις τους εκτός της Ιβηρικής, ενώ ο Θεοδώριχος ο Μέγας, βασιλιάς των Οστρογότθων, εισέβαλε στην Βαρκελώνη και επέβαλλε τον νεαρό εγγονό του, Αμαλάριχο, ως βασιλιά. Το 531, μετά από εισβολή των Φράγκων, ο Αμαλάριχος δολοφονήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον, επίσης Οστρογότθο, Θεύδη.
Ο Θεύδης επιχείρησε να επεκτείνει το βασίλειό του στην Αφρική, απόπειρα στην οποία απέτυχε οικτρά με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί το 548, και να ξεσπάσει εμφύλιος στην Ισπανία. Ο εμφύλιος αυτός έδωσε την αφορμή στον Ιουστινιανό να εισβάλλει στην Ιβηρική χερσόνησο και να καταλάβει περιοχές στα παράλιά της, δημιουργώντας επιπλέον πρόβλημα στους Βησιγότθους. Αυτοί, με βασιλιά τον Αθαναγίλδο επιτέθηκαν στους Βυζαντινούς, χωρίς όμως να καταφέρουν να τους διώξουν από την χερσόνησο.
Ικανότερος υπήρξε ο διάδοχός του, ο Λεοβιγίλδος, του οποίου η βασιλεία ξεκίνησε το 569. Εκείνος ανακατέλαβε την Κόρδοβα από τους Βυζαντινούς, ενώ απέκρουσε αποτελεσματικά τις εισβολές των Βάσκων και των Κανταβρών, απομονωμένων φυλών του Ιβηρικού βορρά. Ωστόσο ξέσπασε εμφύλιος μεταξύ αυτού και του γιου του, Ερμενεγίλδου, με νικητή τον πατέρα σε μάχη η οποία διεξήχθη το 584. Το επόμενο έτος, ο Λεοβιγίλδος εισέβαλε στο βασίλειο των Σουηβών, το οποίο βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο, και το ενσωμάτωσε οριστικά στο δικό του.
Ο θάνατος του Λεοβιγίλδου άφησε το βασίλειο στα χέρια του δεύτερου γιου του, του Ρεκκαρέδου Α΄, του οποίου η βασιλεία σημαδεύτηκε από την μεταστροφή από τον Αρειανισμό στον επίσημο Χριστιανισμό. Συγκεκριμένα στο Τρίτο Συμβούλιο του Τολέδο το 589, ο Ρεκκαρέδος δήλωσε πιστός στο Σύμβολο της Πίστεως και υιοθέτησε το όνομα Φλάβιος, το όνομα της δυναστείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, θέλοντας να δείξει ότι θεωρεί εαυτόν διάδοχο των Ρωμαίων.
Οι δεκαετίες μετά τον θάνατο του Ρεκκαρέδου (601) είναι ιδιαίτερα ταραγμένες για την Ιβηρική χερσόνησο. Υπήρξαν αρκετές διαδοχικές εμφύλιες συρράξεις και εισβολές από τους Βάσκους στα βόρεια, ενώ ο Σουινθίλας, βασιλιάς των Βησιγότθων, κατάφερε να διώξει τους Βυζαντινούς από την περιοχή, πριν τον εκθρονίσουν οι Φράγκοι το 631. Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η διαρκής διαμάχη μεταξύ ευγενών, βασιλέων και της εκκλησίας, καθώς κάθε πλευρά προσπαθούσε να εξασφαλίσει μεγαλύτερο τμήμα άσκησης της εξουσίας.
Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν οι αλλαγές στους νόμους του Ιβηρικού κράτους, όπως καταγράφηκαν στο Δικαστικό Βιβλίο (Liber Iudiciorum), μέσω του οποίου καταργήθηκε η ύπαρξη διαφορετικών νόμων για τους Ρωμαίους και τους Βησιγότθους. Ενισχύθηκε η εξουσία και οι ευθύνες των ευγενών, ενώ οι νόμοι ήταν αρκετά ευνοϊκοί για τις γυναίκες, καθώς επιτράπηκε στις γυναίκες να κληρονομούν περιουσία και ακόμα και να κανονίζουν τους γάμους τους μετά την ηλικία των είκοσι ετών. Το δικαστικό βιβλίο συντάχθηκε από τους βασιλείς Χινδασουίνθο (642-653) και Ρεκκεσουίνθο (653-672), οι οποίοι κατέστησαν το συμβούλιο των ευγενών ικανό να εκλέγει τους βασιλείς.
Οι επόμενοι βασιλείς αντιμετώπισαν αρκετές εσωτερικές συγκρούσεις, οι οποίες κατέστησαν το κράτος αδύναμο να αντισταθεί στην επερχόμενη αραβική απειλή. Ο Βέρβερος Ταρίκ ιμπν Ζιγιάντ, εισέβαλε στην νότια Ισπανία το 711. Ο βασιλιάς Ροδέρικος συγκέντρωσε τον στρατό του για να τον αντιμετωπίσει στον ποταμό Γουαδαλέτε, ωστόσο υπέστη συντριπτική ήττα και δολοφονήθηκε στο πεδίο της μάχης, με αποτέλεσμα οι Άραβες να καταλάβουν το Τολέδο. Το επόμενο έτος ο θρυλικός Μουσά εισέβαλε στην Ιβηρική με μεγάλο στράτευμα και κατέλαβε την Σαραγόσα καθώς και ολόκληρη την Λεόνη. Μέχρι το 716 το μεγαλύτερο τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου ήταν στα χέρια των Αράβων. Μόνο στην Αστούρια, ο Βησιγότθος Πελάγιος οργάνωσε ένα στράτευμα το οποίο απέκρουσε την εισβολή των Αράβων στην Αστούρια, στην μάχη της Κοβαδόγκα (722), μάχη η οποία θεωρείται από τους Ισπανούς η αρχή της Ρεκονκίστα, της ανάκτησης των χαμένων εδαφών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Collins R. (2006), Visigothic Spain 409 – 711, New Jersey: εκδόσεις Blackwell
- Durant, W. (1950), Η παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού – Τόμος Δ’: Ο Αιών της Πίστεως, Νέα Υόρκη: Εκδόσεις Simon & Chuster.